Εξερευνώντας την κεντρική Στερεά Ελλάδα με ένα Royal Enfield Super Meteor

Σάββατο 10 Μαίου 2025

Μερικές φορές, οι καλύτερες βόλτες είναι αυτές που δεν τις σχεδιάζεις.
Το Σάββατο βρέθηκε απρόσμενα ελεύθερο και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία μεγάλη εξόρμηση με τη μηχανή, κι αυτή ήταν η κατάλληλη αφορμή.

Ο «σχεδιασμός», όσο μπορείς να τον πεις έτσι, ήταν υπέρμετρα φιλόδοξος, επαρχιακοί δρόμοι μέχρι τα Άγραφα, μετά Μουζάκι, Αργιθέα, Άρτα, και επιστροφή Αθήνα από την εθνική. Μια γεμάτη διαδρομή, που για να τη βγάλεις, πρέπει να ξεκινήσεις νωρίς και να μην κάνεις πολλές στάσεις. Κάτι που… δεν το ‘χω. Καταρχάς, το πρωινό ξεκίνημα είναι πάντα σχετικό. Και δεύτερον το παραδέχομαι δεν μπορώ να αντισταθώ στις στάσεις για φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες.

Για τη βόλτα αυτή διάλεξα να πάρω μαζί μου την “Jo”, το Royal Enfield Super Meteor μου. Πρώτο ταξίδι μετά την αλλαγή των αμορτισέρ με Ohlins και την προσθήκη των εργοστασιακών βαλιτσών. Ήθελα να δω πώς θα σταθεί στον δρόμο, πώς θα πατήσει στους επαρχιακούς, και πόσο πρακτικές είναι τελικά αυτές οι βαλίτσες σε μια διαδρομή με πολλές στάσεις και αλλαγές ρυθμού. Χωράνε 17 λίτρα η καθεμία, θα ήταν αρκετά για όλα όσα κουβαλάς σε ένα μικρό ταξίδι;

Δεν ήταν μόνο η διαδρομή λοιπόν. Ήταν και μια δοκιμή. Για μένα, για τη Jo, και για εκείνες τις μικρές αναβαθμίσεις που θες να πιστεύεις ότι θα κάνουν τη διαφορά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ξεκινήσαμε σχετικά αργά — γύρω στις 9 το πρωί. Πράγμα που σήμαινε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε τον αρχικό σχεδιασμό.

Η πρώτη στάση έγινε πριν καν βγούμε από την Αθήνα, για ανεφοδιασμό της Jo. Εκεί συνέβη το πρώτο… αξιοσημείωτο της ημέρας. Κατάφεραν να βάλουν 15 λίτρα βενζίνη σε ένα ρεζερβουάρ που χωράει 15,5 — χωρίς να ξεχειλίσει. Και δεν είχα πάει άδειος! Αν αφαιρέσεις και τον όγκο που πιάνει η αντλία μέσα στο ντεπόζιτο θα έπρεπε να βάλω και στις τσέπες!

«Έχει πρόβλημα η αντλία σου,» του λέω.
«Τι εννοείς;» μου απαντάει απορημένος ο πιτσιρικάς.
«Δεν χωράει τόσο καύσιμο η μοτοσυκλέτα μου. Δεν μετράει σωστά.»
Με κοίταζε χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Να πεις στο αφεντικό σου ότι κλέβει,» του πέταξα και δεν έδωσα συνέχεια, προς το παρόν. Θα δω πού μπορώ να τον καταγγείλω.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η βόλτα μας. Με λίγη καθυστέρηση, μια δόση νεύρα, και τη Jo με σχεδόν φουλ ρεζερβουάρ.

Η πρώτη ουσιαστική στάση έγινε στην Οινόη για τις πρώτες φωτογραφίες. Η κίνηση ήταν σχεδόν μηδενική, και η Jo αποδείχθηκε απολαυστική στον επαρχιακό δρόμο. Τα νέα Ohlins έκαναν τη διαφορά, η μοτοσυκλέτα πατούσε σίγουρα και σε κάθε στροφή σου έδινε εμπιστοσύνη. Όσο για τις εργοστασιακές αποσκευές; Ό,τι κουβάλησα μπήκε τακτοποιημένα, χωρίς άγχος για ιμάντες, δίχτυα και αυτοσχέδιες λύσεις. Πέρα από πρακτικές, έδιναν στη Jo και μια άλλη πίσω όψη, την έκαναν πιο όμορφη, και θύμιζε Λατίνα ή Μεσογειακή θεά!

Τα χιλιόμετρα κυλούσαν ευχάριστα κάτω από τις ρόδες της. Περάσαμε την Θήβα, την Λιβαδειά, και στο Δίστομο στρίψαμε προς Ιτέα. Πριν φτάσουμε στη Δεσφίνα, κάναμε την επόμενη στάση. Λίγες ακόμη φωτογραφίες, και ευκαιρία για ένα διάλειμμα και να τσιμπήσουμε και λίγα από τα μπισκότα που είχαμε μαζί μας.

Η Jo παίζει να είναι η πιο όμορφη και αρμονική μοτοσυκλέτα που έχει βγάλει η Royal Enfield τα τελευταία χρόνια. Στα περισσότερα μοντέλα τους κάτι δεν κολλάει, κάτι δείχνει παράταιρο. Όχι εδώ. Η Jo είναι καλοστημένη, ισορροπημένη, και απλώς… σωστή.

Πριν το καταλάβουμε, είχαμε αρχίσει την κατάβαση προς την Ιτέα, κι εκεί μου ήρθε στο μυαλό κάτι που μου είχε πει ο φίλος μου ο Χρήστος (παλιός μοτοσυκλετιστής, Guzzisti, μάστορας, καταπληκτικός άνθρωπος …) για τον παλιό δρόμο, τον ξεχασμένο, που δεν τον πατά πια κανείς. Δεν άργησα να τον βρω, μου είχε δώσει οδηγίες.

Ήταν όπως τον περιέγραψε. Ξεχασμένος απ’ τον χρόνο, μόνος, χωρίς τροχούς να τον ταξιδεύουν. Η διαδρομή σφιχτή, η μία φουρκέτα διαδέχοταν την άλλη, σε έβαζε να σκέφτεσαι πώς ταξίδευαν παλιότερα. Η φύση είχε αρχίσει να τον καταπίνει. Οδόστρωμα αξιοπρεπές, αλλά ιστοί αράχνης σε όλο το πλάτος  σαν κάποιος να τον είχε σφραγίσει. Σε κάθε στροφή σκεφτόσουν να σταματήσεις. Όχι γιατί κουράστηκες αλλά γιατί η κάθε στροφή σου χάριζε και μια νέα εικόνα, κάτι που ήθελες να κρατήσεις.

Σύντομα είχαμε κατέβει το βουνό και μπήκαμε στην Ιτέα. Η Jo ανεφοδιαστηκε ξανά με καύσιμο, αυτή τη φορά στη σωστή ποσότητα και συνεχίσαμε.

Ο παραλιακός δρόμος από την Ιτέα προς το Γαλαξίδι ήταν απλώς απολαυστικός. Ο ήλιος έπαιζε πάνω στη θάλασσα, η Jo ρολάριζε ήρεμα, και η διαδρομή κύλαγε χωρίς καμία πίεση. Σταματήσαμε μόνο για να επικοινωνήσουμε με το σπίτι και να ρίξουμε μια ματιά στη διαδρομή.

Λίγο πιο κάτω αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τα Πέντεορια και από εκεί προς το Λιδωρίκι. Λίγο πριν φτάσουμε, στρίψαμε προς το φράγμα του Μόρνου. Εκεί η εικόνα μάς έκοψε λίγο τη φόρα.

Η στάθμη του νερού ήταν πολύ πιο χαμηλή απ’ ό,τι θυμόμουν από το περασμένο καλοκαίρι. Θα περίμενε κανείς πως με τις βροχές του χειμώνα θα είχε γεμίσει ή έστω θα είχε ανέβει κάπως. Αντίθετα, έμοιαζε σαν ο χειμώνας να μην είχε περάσει ποτέ από εδώ.

Κάτι τέτοιες εικόνες σε ταρακουνούν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι πού πάει όλο αυτό, αν συνεχιστεί η ξηρασία τι μας περιμένει.

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, βάλαμε μπροστά και συνεχίσαμε. Στη διασταύρωση, στρίψαμε δεξιά…

Φτάνουμε στο χωριό Κόκκινο. Έρημο, σιωπηλό, και η μελωδία της Jo ήρθε να ταράξει για λίγο την ησυχία του. Όμορφες αυλές με ανθισμένα λουλούδια, όλα έδειχναν να έχουν σταματήσει στον χρόνο.

Στην έξοδο του χωριού σταματάμε και τότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Πρέπει να επιστρέψουμε πίσω, στη διασταύρωση στο φράγμα. Τελικά ο σωστός δρόμος είναι προς το Κροκύλειο.

Δεν αργήσαμε να ξαναβρούμε την πορεία μας. Λίγο πιο κάτω, βλέπουμε έναν άλλον μοτοσυκλετιστή να ξεκουράζεται κάτω από τη σκιά των δέντρων. Ένα νεύμα αρκούσε, οι δύο ταξιδευτές είπαν περισσότερα χωρίς λόγια.

Η ώρα είχε προχωρήσει και το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Λίγο πριν το Κροκύλειο, βλέπω ένα εκκλησάκι με σκιά και μια βρύση με τρεχούμενο νερό. Σταματήσαμε. Ξεκούραση κάτω από τον πυκνό ίσκιο των δέντρων.

Βγάλαμε το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει η αγαπημένη μου. Η Jo στεκόταν απέναντί μου και, για μια στιγμή, μου φάνηκε πως με κοίταζε παραπονιάρικα σαν να μου ‘λεγε «δώσε μου κι εμένα μια μπουκιά.»

Το νερό της βρύσης μας δρόσισε, φτιάξαμε κι ένα καφεδάκι, και το απολαύσαμε ρεμβάζοντας.

Με το στομάχι γεμάτο και την ενέργεια ανανεωμένη, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας.

Περάσαμε το Κροκύλειο, τους Πενταγιούς, και συνεχίσαμε προς Αρτοτίνα και Γραμμένη Οξυά, κάνοντας κάποιες στάσεις για φωτογραφίες. Όμορφα χωριά, με τα πέτρινα σπίτια και τις λουλουδιασμένες αυλές τους. Δυστυχώς όμως, σχεδόν άδεια. Περιμένουν και αυτά υπομονετικά κάποια αργία για να έρθουν επισκέπτες, ή να γυρίσουν για λίγο οι ιδιοκτήτες τους.

Μετά τη Γραμμένη Οξυά, ο δρόμος γίνεται βατός χωματόδρομος. Καθώς ανηφορίζουμε, αρχίζει να ψιχαλίζει. Ο καιρός κλείνει, τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά, και η ατμόσφαιρα γίνεται σχεδόν απόκοσμη.

Κι όμως, η Jo παρά το ότι είναι cruiser με ασφάλτινα λάστιχα και ρυθμίσεις στέκεται άψογα στο χώμα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Ό,τι και να βρει μπροστά της, μοιάζει ικανή να το περάσει. Και έτσι απλά συνεχίσαμε.

Μέσα στην ομίχλη, συναντάμε μια παρέα με χωμάτινα μηχανάκια. Μας κοιτούν με απορία, και πάλι, ένα νεύμα είναι αρκετό. Οι ταξιδιώτες καταλαβαίνονται μεταξύ τους.

Μπαίνουμε στο πυκνό δάσος. Η ομίχλη το τυλίγει σιγά-σιγά και του δίνει μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση. Που και που σταματάμε για φωτογραφίες, ώσπου τελικά φτάνουμε στο μνημείο της Ελληνικής Επανάστασης. Εκεί τελειώνει ο χωματόδρομος και ξεκινά η άσφαλτος προς το Γαρδίκι.

Αρχίζουμε την κατάβαση, και το τοπίο γίνεται όλο και πιο όμορφο. Σε προκαλεί να σταματήσεις, να το χαζέψεις, να το αποθανατίσεις. Και φυσικά, η Jo πάντα πρόθυμη, το τέλειο μοντέλο για κάθε φόντο.

Λίγο πιο κάτω βρίσκουμε μια βρύση, ιδανική στάση για να φτιάξουμε έναν καφέ και να τσιμπήσουμε λίγα μπισκότα. Η καλή μου σύζυγος είχε φροντίσει να βρίσκονται όλα στις αποσκευές, καφεδάκια στιγμής, μπισκότα, σάντουιτς, τα πάντα.

Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι, με την ώρα να πλησιάζει πέντε, τα Άγραφα δεν θα τα δούμε ούτε από μακριά. Οπότε, αλλαγή σχεδίου. Ανοίγουμε το GPS και βρίσκουμε νέα διαδρομή από το Γαρδίκι προς τα Πουγκάκια, μετά Μακρακώμη, Λαμία και πίσω Αθήνα.

Εκεί που είμαι χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μηχανές να πλησιάζουν. Ήταν τα παιδιά από το advride.gr, που χαρτογραφούσαν τη διαδρομή για την ετήσια χωμάτινη εκδρομή τους. Τυχαία συνάντηση στον δρόμο με γνωστούς, λίγα λόγια, ένα χαμόγελο. Δεν είχαν χρόνο να σταθούν έπρεπε να συνεχίσουν για την Άνω Χώρα.

Αφού ήπιαμε τον καφέ μας και αναπροσαρμόσαμε τη διαδρομή, ήρθε η ώρα να ξανακαβαλήσω τη Jo και να συνεχίσουμε κι εμείς τον δρόμο μας.

Κατηφορίζουμε προς το Γαρδίκι με τον ήλιο να γέρνει και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο από τις καμινάδες. Στη διασταύρωση δείχνει δεξιά για Λαμία και αριστερά για Πουγκάκια. Τι να διαλέξω; την γρήγορη επιστροφή; Ίσως. Αλλά εμείς δεν βιαζόμαστε και δεν έχουμε δει ποτέ τα Πουγκάκια.

Στρίβουμε αριστερά. Η διαδρομή πανέμορφη. Περνάμε το Παλαιοχώρι και φτάνουμε στα Πουγκάκια. Στην πλατεία, ο δρόμος στενεύει. Κάτι λέει μέσα μου πως τα πράγματα μπροστά δεν θα είναι εύκολα.

Ρωτάμε στο καφενείο. Ο δρόμος συνεχίζει, αλλά είναι χωματόδρομος. Μου λένε να το αποφύγω. «Καλύτερα να γυρίσεις πίσω.» Αλλά εγώ, αγύριστο κεφάλι.

Το GPS με βγάζει δεξιά, προς Κανάλια. Ο δρόμος ύποπτος. Μία κατηφόρα, μετά άλλη πιο σαθρή, μετά κι άλλη. Η Jo αρχίζει να γλιστράει. Χτυπάνε καμπανάκια στο κεφάλι μου. Σβήνω τον κινητήρα, κατεβαίνουμε σιγά, με φρένο μπροστά και τον συμπλέκτη να κρατά πίσω.

Στο ποτάμι ο δρόμος είναι κομμένος. Ένας ντόπιος με κοιτά με απορία. Μου λέει να γυρίσω πίσω και να πάω προς Πίτσι, θα ακολουθήσει με το παπάκι του μηπως και χρειαστώ βοήθεια. Ξεκινάμε.

Η Jo δεν δείχνει να ζορίζεται να ανέβει τις ανηφόρες και αρχίζουμε την μία μετα την άλλη να τις ανεβαίνουμε … ο ντόπιος με το παπι δεν φαίνεται πουθενά! στο πρώτο πλάτωμα που βρίσκω σταματάω, λές να έπεσε σκέφτομαι, αφουγκράζομαι για να ακούσω το μοτερ απο το παπί τα δευτερόλεπτα περνάνε χωρίς να ακούω τίποτα … και πάνω που έχω αρχίσει να σκέφτομαι να γυρίσω πίσω να τον ψάξω νάτος εμφανίζεται …

Φτάνει δίπλα μου και τον βάζω μπροστά να μην τον έχω άγχος και ήταν η τελευταία φορά που τον είδα  …

Στα μέσα μιας απότομης ανηφόρας, η Jo αρχίζει να ξεψυχά, έχει κουραστεί (ειχα δευτέρα). Πατάω φρένο. Δεν κρατά. Γλιστράμε πίσω. Πέφτουμε. Η Jo ξαπλωμένη με τους τροχούς προς την ανηφόρα, εγώ κουτρουβαλάω κάτω.

Δεν μπορώ να το πιστέψω. Βγάζω κράνος και γάντια. Κοιτάζω την Jo σαν να την πλήγωσα. 240 κιλά. Θα την σηκώσω; Την πιάνω από το τιμόνι. Σηκώνεται πιο εύκολα απ’ όσο περίμενα.

Ξαναγλιστράει. Βάζω μπροστά, πρώτη, συμπλέκτη. Ο πίσω τροχός σπινιάρει αλλά σταματά την ολίσθηση. Την περπατάω μέχρι το τέλος της ανηφόρας. Την στηρίζω στον πλαϊνό ορθοστάτη. Μικρές ζημιές, μια στραβωμένη μανέτα συμπλέκτη και μια γρατζουνισμένη αριστερή βαλίτσα. Φτηνά τη γλιτώσαμε.

Κατεβαίνω, μαζεύω τα πράγματα και συνεχίζουμε. Ο δρόμος προς Πίτσι είναι πιο βατός. Λασπολακούβες με βατραχάκια, ένα ελάφι που πετάγεται μπροστά μας και χάνεται στην πλαγιά, ένας λαγός πανικόβλητος. Η Jo τραντάζει τη σιωπή του δάσους με τις εξατμίσεις της. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει. Εγώ δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ πολιτισμό.

Αγωνία. Κι αν με πιάσει η νύχτα εδώ πάνω; Εντάξει έχουμε νερό, έχουμε φαγητό. Θα την παλέψουμε. Η Jo δεν το βάζει κάτω. «Κάνε κουράγιο», μοιάζει να μου λέει. «Σε λίγο θα βγούμε στην άσφαλτο.»

Και βγήκαμε. Στο Πίτσι. Δύο τσοπανόσκυλα μας γαυγίζουν πίσω από έναν φράχτη, ευτυχώς δεν βγήκαν.

Χαρούμενος που τα χειρότερα πέρασαν και σαφώς σοφότερος, περνάω το χωριό Λευκάδα και φτάνω στη Μακρακώμη. Ανεφοδιάζω την Jo.

Η συνέχεια μας βρίσκει στην εθνική. Περνάμε την Λαμία και σταματάμε στον σταθμό της Αταλάντης. Εκεί, καταβροχθίζουμε το δεύτερο σάντουιτς της ημέρας και τα τελευταία μπισκότα, η Jo είναι ακόμα χορτάτη από το προηγούμενο γεύμα.

Λίγο μετά τις 12, φτάνουμε στο σπίτι. Η Jo μας έφερε πίσω, κρατώντας έναν ήρεμο ρυθμό.

Την χάιδεψα. Την καληνύχτισα. Της υποσχέθηκα να μην την ταλαιπωρήσω έτσι ξανά. Την άφησα να ξεκουραστεί.

Εγώ; Πήγα κι αφέθηκα στην πιο γλυκιά αγκαλιά που με περίμενε στο σπίτι.

Σχολιάστε