Royal Enfield Classic 350 Madras Red, Lady Scarlet η Κυρία με τα Κόκκινα που Δεν Ξεχνιέται

Η Royal Enfield Classic 350, ντυμένη στα Madras Red, δεν είναι απλώς μια ακόμη μοτοσυκλέτα. Είναι μια ιστορία επάνω σε δύο τροχούς, μια αφήγηση που δεν γράφεται με λέξεις, αλλά με διαδρομές.

Δεν έχει φτιαχτεί για να μεταφέρει το σώμα, αλλά για να ταξιδεύει την ψυχή.

Από την πρώτη ματιά, νιώθεις πως θα την θυμάσαι.

Από την πρώτη διαδρομή, ξέρεις πώς δεν θα την ξεχάσεις ποτέ.

Θα μπορούσε να είναι μια ντίβα του παλιού σινεμά, ντυμένη στα κόκκινα, με βλέμμα που καθηλώνει και κίνηση που υπονοεί περισσότερα απ’ όσα φαίνονται.

Μια γυναίκα που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να τραβήξει την προσοχή.

Κομψή, μυστηριώδης, ερωτική, με λάγνο βλέμμα και παρουσία που αφήνει πίσω της αναστάτωση και πόθο.

Αυτή είναι η Lady Scarlet.

Οι γραμμές της είναι κλασικές, νοσταλγικές, με καμπύλες σαν της Θεάς Αφροδίτης.

Μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από άλλες δεκαετίες, τότε που οι καμπύλες ήταν θέλγητρο.

Κι όμως, μέσα στη σημερινή εποχή, δεν μοιάζει ξεπερασμένη, μοιάζει και είναι διαχρονική.

Το Madras Red της δεν κραυγάζει, συστήνεται με σιγουριά, με μια αυτοπεποίθηση που δεν χρειάζεται φανφάρες.

Δεν βιάζεται. Η Lady Scarlet θέλει να σε κάνει να ζήσεις κάθε μέτρο, όχι να το προσπεράσεις. Είναι σύντροφος σε ταξίδι, όχι εργαλείο ταχύτητας. Κάθε κραδασμός, κάθε ήχος του μονοκύλινδρου κινητήρα είναι σαν παλμός καρδιάς που χτυπά δίπλα σου, πάνω σου, μαζί σου, μέσα σου.

Είναι για όσους δε βιάζονται να φτάσουν, αλλά θέλουν να θυμούνται ότι ταξίδεψαν. Για όσους αναγνωρίζουν την αξία του χαρακτήρα, της ιστορίας, του έρωτα.

Και κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει αυτή η ιστορία…

αν δεν μιλούσαμε για μια μοτοσυκλέτα ….

Ένα ελεύθερο Σαββατοκύριακο, μακριά από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, βάζει το μυαλό σε σκέψεις.
Πού να πάω; Με τι;
Λες να…; Μπα… Ίσως όμως είναι μια καλή ιδέα.

Και κάπως έτσι, στέλνω μήνυμα στον Μάνο, «μήπως υπάρχει καμιά μηχανή για δοκιμή το Σαββατοκύριακο;»
Όχι όμως όποια κι όποια, ήθελα ένα από τα τριαμισάρια. Είτε το Classic, είτε το Meteor.
Και κάπως έτσι, άρχισαν να κινούνται τα νήματα…

Με την βοήθεια του Γιάννη και της Ελένης μερικές ώρες αργότερα στεκόμουν απέναντι από την Lady Scarlet.
Και εκείνη… με κοίταζε πίσω.
Με ένα βλέμμα γεμάτο πάθος, σαν να μου ψιθύριζε «Διάλεξέ με. Δεν θα το μετανιώσεις…»

Κι έξω στο πάρκινγκ, η Τζο (η δική μου μηχανή ενα Royal Enfield Super Meteor 650) με κοιτούσε θυμωμένη «Θα αφήσεις εμένα, για να πας βόλτα με τη μικρούλα;»

Δεν την άκουγα, είχα θολώσει, η καρδιά χτυπούσε δυνατά, η πίεση είχε ανέβει και δεν είμαστε σε ηλικία για τέτοια …

Σύντομα βρίσκομαι καβάλα στην Scarlet και η πρώτη έκπληξη είναι το πόσο ελαφριά την αισθάνεσαι και συνάμα ότι έχει απίστευτα ωραία ποιοτητα κύλισης …
Οι αναρτήσεις της έχουν ένα γλυκό αλλά σφιχτό συνάμα δούλεμα που περνάς απο τις ανωμαλίες του οδοστρώματος με μια αρχοντιά, αριστοκρατικά θα έλεγα …

Το μοτεράκι της είναι σαν χτυποκάρδι ειδικά στο ρελαντί, παράγει ένα ελαφρύ κραδασμό που δεν ενοχλεί πουθενά, ίσα ίσα υπενθυμίζει ότι ζει και αναπνέει εκεί κάτω, στο κλείσιμο του γκαζιού οι στροφές πέφτουν γρήγορα στο ρελαντί και στην αρχή νομίζεις ότι έχει σβήσει …

Αλλά αυτό ειναι εκει και χτυπά… για σενα.

Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι είναι μια ομοιογενής και ποιοτική μοτοσυκλέτα.

Η σέλα της είναι άνετη και μαλακή, το τιμόνι σχετικά στενό αλλά η θέση οδήγησης είναι ωραία, ξεκούραστη, αρχοντική, κάθεσαι πάνω στην μοτοσυκλέτα σαν να ιππεύεις άλογο.

Τα φρένα της είναι αρκετά για τις επιδόσεις της (τις ποιές; ) …

Και φτάνουμε στο μελανό σημείο της, τις επιδόσεις, η καλύτερα στην έλλειψη αυτών …

Μέσα στην κίνηση της πόλης έχει αρκετή δύναμη και ροπή για να κινείται απροβλημάτιστα αλλά έτσι και βγείς σε ανοιχτό δρόμο εκεί δείχνει την αδυναμία της να ακολουθήσει τα άλλα οχήματα πέραν των ορίων ταχύτητας …

Το απόγευμα με βρίσκει να πίνω καφέ και να την δείχνω στον φίλο Θανάση και κανονίζουμε για το που θα την πάμε την επόμενη μέρα.

Το βράδυ κλείνει με μια βόλτα μέχρι το λιμάνι για μερικές φωτογραφίες …

Η Scarlet ποζάρει κάτω απ’ τα φώτα, με τρόπο που σχεδόν ζηλεύει κάθε άλλη παρουσία στο πάρκινγκ.

Ξημερώνει. Φτιάχνω καφέ, βγάζω τα σκυλιά βόλτα και ετοιμάζομαι.
Συναντιόμαστε με τον Θανάση, ο οποίος καβαλά ένα Royal Enfield Continental 650, και την παρέα συμπληρώνει ο γιος μου, ο Νικόλας, με ένα Royal Enfield Himalayan 450.
Σαν μάζωξη βασιλικής οικογένειας… 

Έχουμε κανονίσει να πάμε μέχρι τη Λάρυμνα, για να δούμε τον εγκαταλελειμμένο οικισμό των μεταλλωρύχων της ΛΑΡΚΟ.
Έναν τόπο βουβό, με βαριά ιστορία και εικόνες που έχουν παγώσει στον χρόνο.

Πρώτη στάση στον Ασπρόπυργο για ανεφοδιασμό , κι εκεί διαπιστώνουμε πως το Himalayan έχει πατήσει μια βίδα και έχει σκάσει το πίσω λάστιχο.
Ο μικρός το ένιωσε αμέσως να πλέει, και ευτυχώς που τα μαμά ελαστικά έχουν σκληρά πλαϊνά, δεν ξεζάνταρε, ούτε έκατσε τελείως.

Θα φανταζόταν κανείς πως η αναζήτηση βουλκανιζατέρ στον Ασπρόπυργο θα ήταν κάτι απλό και εύκολο, και είναι αρκεί να έχεις φορτηγό, αν έχεις μοτοσυκλέτα, σε στέλνει ο ένας στον άλλον.

Τελικά, βρήκαμε ένα συνεργείο μοτοσυκλετών που μας εξυπηρέτησε άμεσα.
Να είναι καλά οι άνθρωποι.
Κι έτσι, συνεχίσαμε τη βόλτα μας…

Η επόμενη στάση έγινε στις Ερυθρές, στην εγκαταλελειμμένη στρατιωτική βάση.
Βγάλαμε μερικές φωτογραφίες, περιπλανηθήκαμε λίγο στα ίχνη του παρελθόντος και συνεχίσαμε για Αλίαρτο.

Προσπαθώ να επιβάλλω τους ρυθμούς και τα «θέλω» μου στη Scarlet κι εκείνη τα δέχεται αγόγγυστα.  Πάμε τέρμα γκάζι…

Που σημαίνει ότι κινούμαστε με μάξιμουμ 110 χλμ/ώρα. Άντε, και λίγο παραπάνω. 

Από το εργοστάσιο, η μοτοσυκλέτα έρχεται με κόφτη στα 120 χλμ/ώρα (αν και αυτά δεν τα είδαμε, ίσως δεν βρήκαμε αρκετά μεγάλη κατηφόρα… ).

Με αυτές τις σκέψεις, φτάνουμε στην Αλίαρτο.
Περνάμε από έναν φούρνο, για να πάρουμε το πρωινό που δεν φάγαμε.
(Η αγαπημένη μου λείπει αυτές τις μέρες και το σπίτι είναι άδειο. Μόνο τα ντουλάπια δεν έχουμε φάει…)

Καθόμαστε στη σκιά ενός πλάτανου για καφέ.
Ώρα για κουβέντα, για γέλιο, και φυσικά για να συζητήσουμε τη μέχρι τώρα συμπεριφορά της Lady Scarlet…

Συνεχίζουμε προς Ακραίφνιο με μερικές στάσεις για φωτογραφίες, η Scarlet θα μπορούσε άνετα να είναι pin-up μοντέλο.

Ξέρει να στέκεται, ξέρει να παίρνει ωραίες πόζες και να τραβάει τα βλέμματα …


Στην πορεία ενα ζουζούνι βρίσκει τρόπο να τρυπώσει μέσα στο μπουφάν απο το λαιμό και με τσιμπά ψηλά στο στέρνο …

Ενας έντονος πόνος με διαπέρνα, σαν να μου έκανε βουντού η “Τζο” (η μηχανή μου που την είχα αφήσει στην αντιπροσωπεία για τα ματια της μικρής κοκκινομάλας) …

Δεν ξέρω τι στούκας ήταν, αλλά τρεις μέρες μετά ακόμα είναι κόκκινο, πονάει και με φαγουρίζει …

Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στο Ακραίφνιο και δίχως να σταματήσουμε συνεχίζουμε προς Λάρυμνα όπου και σταματάμε στην είσοδο του οικισμού …

Εκεί, στην είσοδο του οικισμού, μας πλησιάζει ο φύλακας και μας ενημερώνει ευγενικά πως απαγορεύονται οι φωτογραφίες.
Μπορούμε να περιηγηθούμε ελεύθερα, αλλά χωρίς να αποτυπώνουμε τίποτα στον φωτογραφικό μας φακό.

Λίγα λεπτά αργότερα, μας πλησιάζει και η σύζυγός του.
Με μια θλίψη, μας εξιστορεί την ιστορία του οικισμού, πώς ξεκίνησε, πώς μεγάλωσε, πώς… ερήμωσε.

Θα μπορούσε να είναι η ιστορία του ίδιου του Ελληνικού κράτους.
Ένας κάποτε ακμαίος οικισμός, που έφτανε τους 3.500 κατοίκους, σήμερα στέκει βουβός και έρημος.

Οι ταμπέλες μαρτυρούν μια άλλη εποχή: Ιατρεία, φαρμακεία, μαγαζιά… κινηματογράφος.
Σαν μια μικρή αυτάρκης πολιτεία, βγαλμένη από τα όνειρα της μεταπολεμικής ανάπτυξης.

Η κυρία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί.  Η οικογένεια του παππού της, ανταποκρινόμενη στην αγγελία που είχε βάλει ο Μποδοσάκης, άφησε την άλλη άκρη της Ελλάδας και εγκαταστάθηκε εδώ.
Ο ντόπιος πληθυσμός δεν πήγαινε να δουλέψει στα ορυχεία, οπότε ήρθαν άλλοι να ριζώσουν.

Τρεις γενιές:
Έζησαν, δούλεψαν, ονειρεύτηκαν, αγάπησαν, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες.
Και τώρα, όλα αυτά έμειναν πίσω.
Άδεια.

Μετά την κρατικοποίηση, ήρθε η κακοδιαχείριση.
Οι κομματικές ανάγκες, το βόλεμα ημετέρων, το γνωστό έργο.
Και τελικά, το κλείσιμο των μεταλλείων.

Όπως μας είπε, οι εργαζόμενοι έμεναν στα σπίτια του οικισμού καταβάλλοντας ένα συμβολικό αντίτιμο, χωρίς άλλη επιβάρυνση για ρεύμα, νερό κ.λπ.
Μια πραγματική μικρή πόλη.
Οι τελευταίοι αποχώρησαν μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν η ΛΑΡΚΟ έκλεισε οριστικά.

Μέσα στη σιωπή αυτού του ξεχασμένου τόπου, η Scarlet στεκόταν ακίνητη.
Δεν έμοιαζε παράταιρη, ήταν ένα με αυτό το περιβάλλον.
Σαν να άκουγε τις ιστορίες των τοίχων… σαν να είχε ξαναβρεθεί εκεί.

Συνεχίσαμε την πορεία μας, με μια θλίψη να πλανάται πάνω μας.
Κι εγώ σκεφτόμουν… Ελπίζω και εύχομαι οι επόμενες γενιές να μην κάνουν τα δικά μας λάθη.

Φτάνουμε στο αναστηλωμένο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και κάνουμε μια στάση.
Προσπαθούμε να ξετινάξουμε από πάνω μας αυτή τη μαυρίλα που μας είχε καταπλακώσει.
Ύστερα κατεβαίνουμε στο λιμάνι, εκεί όπου δεσπόζει το έρημο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ , σαν φάντασμα του παρελθόντος.

Συνεχίζουμε προς τον δεύτερο οικισμό του συγκροτήματος, ο οποίος, σε αντίθεση με όσα μας είχαν πει, δείχνει να έχει ζωή.

Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ, διαμερίσματα που φαίνεται να κατοικούνται, απλωμένα ρούχα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Και όμως… οι κατοικίες εξωτερικά δείχνουν παρατημένες.
Απεριποίητες.
Ίσως χρησιμοποιούνται ως παραθεριστικές κατοικίες από πρώην κατοίκους ή απογόνους τους.
Ίσως πάλι… κάποιοι προσπαθούν να τα οικειοποιηθούν.

Αυτή η σκέψη ενισχύεται, όταν ένας περαστικός οδηγός σταματά και μας λέει:
«Ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Καλύτερα να γυρίσετε πίσω, φαίνεστε χαμένοι…»

Τον ευχαριστούμε ευγενικά, αλλά τον αγνοούμε.
Συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε στον οικισμό και ο δρόμος τελικά μας βγάζει σε ένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα.

Καθόμαστε.
Να ξεκουραστούμε, να φάμε, να δροσιστούμε.
Αλλά κυρίως να βάλουμε τις σκέψεις μας σε τάξη.
Όλα αυτά… είναι πολλά για να τα χωνέψεις.

Ευτυχώς, η θέα, η θάλασσα, και το νόστιμο φαγητό διώχνουν όλες τις αρνητικές σκέψεις.
Έστω για λίγο.

Ενώ λέγαμε να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, κατεβήκαμε πρώτα στο λιμάνι για μερικές ακόμη πόζες της Scarlet.
Σαν να ήθελε να αποχαιρετήσει τον χώρο. Ή μπορεί να τον θυμάται.

Στη συνέχεια, συνεχίσαμε προς το Μαρτίνο.
Ο Θανάσης και ο Νικόλας πήραν τον δρόμο της επιστροφής μέσω Εθνικής, μετά από προτροπή μου, και εγώ αποφάσισα να συνεχίσω από τον παράδρομο.

Λίγο μετά το Ακραίφνιο, όμως, ο δρόμος έγινε χωματόδρομος  και λίγο αργότερα κόπηκε τελείως. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω, προς το Ακραίφνιο, και από εκεί, ακολουθώντας τα βήματά μας ανάποδα, επέστρεψα στην Αλίαρτο.
Λίγο αργότερα, νωρίς το απόγευμα, βρισκόμουν ήδη πίσω στο σπίτι.

Κι εκεί συνέβη κάτι… παράδοξο.
Η Scarlet με είχε αλλάξει.
Με είχε μαλακώσει.

Δεν προσπαθούσα πια να της επιβάλλω τον ρυθμό μου.
Αφέθηκα στις ρόδες της να με ταξιδέψουν ήρεμα, απολαυστικά, χαλαρωτικά.

Σαν τα δύο καρδιοχτύπια να έγιναν ένα…

Lady Scarlet, η μηχανή που δεν σε πάει απλώς κάπου… σε φέρνει πιο κοντά σε σένα.

Διανύσαμε 279 χλμ τα περισσότερα απο τα οποία έγιναν με τέρμα γκάζι και κατανάλώσαμε 9,5 λίτρα απλής βενζίνης, το οποίο μας κάνει μια μέση κατανάλωση στα 3,42 λιτρα/100 χλμ.

Αφού ξεκουράστηκα για λίγο και αφού τα είπα με τον μικρό και καθώς άρχισε να σουρουπώνει την καβάλησα ξανά με προορισμό την Αρχαία Επίδαυρο, όπου σκόπευα να περάσω την νύχτα με την σύζυγο και τα δύο μικρότερα τέκνα …

Ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν πιο χαλαρός

Είχα αρχίσει να την γνωρίζω, να την καταλαβαίνω …

Αφέθηκα να την απολαμβάνω με όλες μου τις αισθήσεις.

Ο ήχος της με διαπερνούσε, οι ελάχιστοι κραδασμοί με χαλάρωναν …

Ο χαλαρός ρυθμός έδινε την ευκαιρία στο βλέμμα να ξεφεύγει να βλέπει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν…

Η νύχτα μας έχει πιάσει για τα καλά στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης όπου κάνω στάση για να πάρω burger, τα οποία αποδείχθηκαν εξαιρετικά.

Το μαγαζί είναι στην αρχή του χωριού στο ρεύμα προς Κόρινθο, πρέπει να είναι νέο μαγαζί γιατι δεν το θυμάμαι να το εχω ξαναδεί …

Για τους λάτρεις των burger επιβάλλεται μια βόλτα μέχρι εκεί !!!

Ο επαρχιακός της Επιδαύρου δεν έχει κίνηση και με τα burger στην πλάτη η Scarlet μοιαζει ασταμάτητη λές και πιστεύει οτι το ένα είναι για αυτήν και βιάζεται να φτάσουμε για να το απολαυσει …

Ο προβολεας της, τεχνολογίας led έχει αρκετά καλή δεσμη αριστερά και δεξιά αν και φωτίζει σχετικά κοντά το ίδιο και η μεγάλη σκάλα.

Στροφή την στροφή καταπίναμε τα χιλιόμετρα σε ένα απολαυστικό ρυθμό, χαλαρό μεν απολαυστικό δε.

Φτάνουμε στο κάμπινγκ και αφου τελειώνουν οι αγκαλιές και τα φιλιά, είχε έρθει η ώρα να απολαύσουμε τα burger, όντως αξίζουν !!!

Η συνέχεια είχε παιχνίδι με τον μικρό και δίχως να το καταλάβω με πήρε ο υπνος …

Το πρωί ξυπνάω απο τα κελαηδίσματα των πουλιών.

Σηκώνομαι αναζωογονημένος, ξεκούραστος, έτοιμος για νέες περιπέτειες με την Scarlet …

Φτιάχνω καφέ, της ρίχνω μια κλεφτή ματιά.

Στέκει εκεί έτοιμη και αυτή, ξεκούραστη απο τα χθεσινά χιλιόμετρα.

Με κοιτάει με ανυπομονησία σαν να μου λέει:

“άντε τελείωνε είναι ώρα να ξεκινήσουμε.

Δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας.

Αύριο θα με αφήσεις και θα γυρίσεις στην καλή σου …”

Της γυρνάω την πλάτη και κάθομαι να απολάυσω τον καφέ μου ρεμβάζοντας και περιμένοντας την οικογένεια να ξυπνήσει …

Προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, τι είναι αυτό που με τραβάει τόσο σε αυτήν την μοτοσυκλέτα;

Σίγουρα όχι οι επιδόσεις, δεν είναι εκεί οι συγκινήσεις της …

Αλλά έχει κάτι άλλο.
Μια ωραία ομοιογένεια.
Σε χαλαρώνει.
Είναι σαν να κάνεις διαλογισμό πάνω σε δύο τροχούς.

Η Zen μοτοσυκλέτα.

Αν ο Ρόμπερτ Πίρσιγκ ζούσε σήμερα, ίσως κάτι τέτοιο να καβαλούσε.

Η οικογένεια έχει ξυπνήσει, την μοναξιά και την ησυχία την αντικαθιστούν γλυκές φωνές, αγκαλιές και φιλιά …

Ετοιμάζομαι, το μόνο που παίρνω μαζί μου είναι ένα θερμός με παγωμένο νερό …

Η Scarlet παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση, είναι σαν να μου λέει:

“Αντε τελείωνε δεν μπορώ να περιμένω άλλο … 

Σε θέλω…

Να με ταξιδέψεις σε μέρη νέα, άγνωστα.

Να φτιάξουμε μαζί εμπειρίες και αναμνήσεις ανεξίτηλες στον χρόνο”

Της ρίχνω ένα βλέμμα που υπονοεί πολλά και κατευθύνομαι προς το μέρος της, την καβαλώ, πατάω την μίζα και η καρδιά της αρχίζει να χτυπά ρυθμικά στον ίδιο ρυθμό με την δική μου, γινόμαστε ένα…

Φεύγουμε απο την Παλιά Επίδαυρο με κατεύθυνση προς το Ναύπλιο περνάμε έξω απο το Λυγουριό και συνεχίζουμε.

Διασχίζουμε το Νάυπλιο, την Νέα Κϊο, το Κιβέρι…

Υπάρχουν φίλοι που θα μπορούσαμε να δούμε! αλλά δεν έχουμε χρόνο και για να πω την αλήθεια, δεν θέλω να την μοιραστώ την θέλω μόνο για μένα …

Στο Ξηροπήγαδο κάνουμε την πρώτη σταση της ημέρας για να πιούμε μια γουλιά νερό και συνεχίζουμε …

Φτάνουμε στο Παράλιο Άστρος.

Αφήνουμε πίσω μας το παραλιακό μέτωπο και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε τον Πάρνωνα με κατεύθυνση πρός τον Πλάτανο.

Ο δρόμος στενός, ανηφορικός, φιδίσιος, απολαυστικός …

Η Scarlet δείχνει να τον απολαμβάνει όσο και εγώ …

Η χαμηλόροπη καρδιά της σου επιτρέπει να ανηφορίζεις το βουνό χωρίς πίεση, χωρίς την ανάγκη για συνεχείς αλλαγές ταχυτήτων …

Το σχετικά κοντό μεταξόνιο της την κάνει παιχνίδι στις φουρκέτες και οι καταπληκτικές της αναρτήσεις απορροφούν κάθε σπάσιμο του επαρχιακού δρόμου χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.…

Φουρκέτα την φουρκέτα ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά.

Αφήνουμε πίσω μας την ζέστη του κάμπου, το δροσερό αεράκι μας χαιδέυει το πρόσωπο.

Η θέα προς το Παράλιο Άστρος από ψηλά είναι συγκλονιστική. …

Αφου περάσαμε το διάσελο ξεκινά η κατάβαση μας προς το Πλάτανο.

Σε κάποια σημεία που τα έχουν στρώσει με νέα άσφαλτο είναι καταπληκτικά και ακόμα και μια μοτοσυκλέτα σαν την Scarlet μπορεί να σου προσφέρει συγκινήσεις …

Η Scarlet είναι στο στοιχείο της, δείχνει να είναι φτιαγμένη για να κινείται σε τέτοιους δρόμους …

Ο ήχος του μοτέρ και της εξάτμισής της είναι ο μόνος που διαταράσει την σιωπή του βουνού …

Περνάμε απο τον Πλάτανο χωρίς να σταματήσουμε, είχαμε ξαναπεράσει πριν απο κάποιους μήνες  και συνεχίζουμε …

Συνεχίζουμε και φτάνουμε στην Σίταινα όπου γίνεται ένας οργασμός απο ετοιμασίες κάποια γιορτή φαίνεται πως πλησιάζει…

Συνεχίζουμε προς Καστανίτσα απολαμβάνοντας τους έρημους δρόμους τού Πάρνωνα…

Φτάνουμε στην Καστανίτσα, η οποία μας δίνει μια καλή αφορμή για στάση.
Λίγη ξεκούραση, λίγη δροσιά, λίγο να γεμίσουν οι αισθήσεις…

Η Scarlet μου «παραπονιέται», σχεδόν παρακαλάει να τη φωτογραφίσω , και πώς να της το αρνηθώ;
Στέκει εκεί, κομψή και περήφανη, σαν να ανήκει στο τοπίο.

Συνεχίζουμε, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο βουνό.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Μια βροχή , θα ήταν λύτρωση.

Με παρέα τη συννεφιά, περιηγούμαστε στα δάση του Πάρνωνα.
Δεν αργούμε να αφήσουμε την άσφαλτο και να ακολουθήσουμε χωματόδρομους, βυθιζόμαστε πιο βαθιά μέσα στη φύση, ψάχνοντας την καρδιά του δάσους.

Διαταράσσουμε την ησυχία του με τον βόμβο της εξάτμισης, μα η Scarlet δεν φαίνεται ξένη σε τούτο το τοπίο.

Είναι μια καταπληκτική μοτοσυκλέτα εξερεύνησης.

  • Είναι άνετη, με χαμηλό κέντρο βάρους.
  • Τα κιλά της δεν είναι λίγα, αλλά δεν φαίνονται , ούτε στατικά ούτε εν κινήσει.
  • Οι αναρτήσεις της καταπίνουν τα πάντα (σε λογικά πλαίσια).
  • Ο ψεκασμός άψογος, καμία διστακτικότητα, ακόμη και σε χωματόδρομους ή δασικούς δρόμους.
  • Το κοντό μεταξόνιο, το αρκετό ύψος από το έδαφος, και ταυτόχρονα το χαμηλό ύψος σέλας, κάνουν τη διαφορά.
  • Το χαμηλόροπο μοτέρ της βγάζει δύναμη ομαλά, ελεγχόμενα, προοδευτικά, και βρίσκει πρόσφυση παντού.

Δεν είναι «εντουράδικη» με τη στενή έννοια, μα έχει τη στόφα της περιπέτειας.
Σε πάει όπου θες , όσο θες , χωρίς να ζητήσει πολλά.
Και πάντα με τον δικό της, αρχοντικό τρόπο.

Η συνέχεια μας βρίσκει να κατηφορίζουμε προς τον Άγιο Πέτρο.
Ο δρόμος είναι καλυμμένος από πριονίδια λόγω υλοτομίας , θέλει μια έξτρα προσοχή.
Είχα χρόνια να περάσω από εδώ, από εκείνη την εκδρομή που είχε οργανώσει ο Γιάννης στο advride, πριν κάμποσα χρόνια…
Νοσταλγία, ειδικά για το χοντρό μακαρόνι με κόκορα που είχαμε φάει τότε…

Προσπερνάμε τον οικισμό και πιάνουμε τον επαρχιακό δρόμο Τρίπολης – Παραλίου Άστρους.
Κι αυτός, απολαυστικός, γεμάτος εναλλαγές εικόνων.
Περνάμε δίπλα από το μοναστήρι της Παναγίας Μαλεβής και φτάνουμε στο Ξηροκάμπι.

Τα τοπία αλλάζουν , από το δάσος στα σταροχώραφα.
Εικόνες που σου γεννούν σκέψεις και σε πάνε αλλού…

Μετά το Ξηροκάμπι, κάνουμε μια τελευταία στάση για φωτογραφίες.
Η ώρα έχει περάσει, το στομάχι διαμαρτύρεται , δεν έχουμε φάει τίποτα από το πρωί, μόνο νερό στις στάσεις.

Η Scarlet, όμως, δεν παραπονιέται.
Έχει ακόμα καύσιμο… και όρεξη για χιλιόμετρα.

Κατεβαίνοντας προς το Παράλιο Άστρος, η δροσιά του βουνού μας εγκαταλείπει.
Η ζέστη επιστρέφει, και μαζί της, η κούραση.

Ακολουθούμε τα πρωινά μας βήματα ανάποδα.
Κάπου μετά το Ναύπλιο, η Scarlet διψάει.
Ανάβει το λαμπάκι της ρεζέρβας, και ο χιλιομετρητής γυρίζει στο “F” και μετρά τα χιλιόμετρα της εφεδρείας.

Της ρίχνω ένα χάδι, σαν να της λέω: “Κάνε λίγη υπομονή.”

Ξέρω ότι θέλει να την ξεδιψάσω.
Όμως η ζέστη, οι αρκετές ώρες πάνω στη σέλα και η πείνα είχαν αρχίσει να με κουράζουν και να με κάνουν ανυπόμονο να φτάσω.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω στάση…

Η Scarlet είναι ίσως ένα κλικ πιο μικρή από το ιδανικό για το σώμα μου.
Είχα αρχίσει να νιώθω ενόχληση στα γόνατα και μυϊκή κόπωση στον δεξί καρπό, από την γκαζιέρα.
Θα ήθελα η σέλα της να ήταν λίγο πιο ψηλή.

Φτάνουμε.

Την αφήνω στη σκιά να ξεκουραστεί, κι εγώ παίρνω θέση στο τραπέζι, όπου με περίμεναν:
Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, χωριάτικη και πατατοσαλάτα…

Όταν σε αγαπάνε, σε προσέχουν.

Η συνέχεια με βρίσκει να απολαμβάνω έναν σύντομο απογευματινό ύπνο.
Μετά, παραλία, ξαπλώστρα, καφές, και παιχνίδι με τον μικρό στη θάλασσα.

Η Scarlet ξεκουράζεται σε μια σκιά, αφήνοντας το θαλασσινό αεράκι να τη δροσίζει.
Σαν να αναπολεί και αυτή τη μέρα μας.
Μια μέρα γεμάτη στροφές, εικόνες, θύμησες και ήχους.

Οι ώρες περνούν γρήγορα.
Ήρθε η στιγμή να αφήσω πίσω μου τους αγαπημένους μου και να επιστρέψω στην Αθήνα…

Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά.
Ξεκινάμε με μια σιωπηλή θλίψη – τόσο στο πρόσωπό μου όσο και στο φανάρι της Scarlet.
Ξέρουμε και οι δύο καλά πως ο αποχωρισμός πλησιάζει.

Η πρώτη μας έγνοια είναι να βρούμε βενζινάδικο.
Η Scarlet διψάει, όλα είναι κλειστά – τόσο μέσα στην Παλιά Επίδαυρο όσο και πάνω στον επαρχιακό.
Έχουμε ήδη διανύσει 40 χιλιόμετρα με τη ρεζέρβα, μια ανησυχία αρχίζει να πλανάται.
Η Scarlet προσπαθεί να με καθησυχάσει, μα εγώ αγωνιώ , δεν γνωρίζω την ακριβή αυτονομία της.

Τελικά, προλαβαίνουμε ένα πρατήριο τη στιγμή που ο υπάλληλος κλειδώνε την πόρτα.

Η Scarlet ξεδιψά επιτέλους!
Έχει διανύσει 362 χιλιόμετρα και καταναλώσει 9,9 λίτρα απλής αμόλυβδης.
Μέση κατανάλωση: 2,73 λίτρα / 100 χλμ.
Ένα μικρό θαύμα… ή ίσως όχι.
Με αυτές τις επιδόσεις είναι λογικό να έχει και αυτή την κατανάλωση

Να έχεις τον νου σου, όμως, από την Παλιά Επίδαυρο μέχρι τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, μετά τις 22:00, δεν θα βρεις ανοιχτό βενζινάδικο.

Η νυχτερινή αύρα, το φεγγάρι και τα αστέρια μας κρατούν συντροφιά.
Μια σύντομη στάση για νυχτερινές φωτογραφίες… και σύντομα βρισκόμαστε στην παλιά εθνική οδό Αθηνών–Κορίνθου.

Η τελευταία στάση Κινέτα.
Παραλία, φεγγαρόφωτο, να ξεμουδιάσουμε.
Ανταλλάσσουμε ματιές, όχι λέξεις, δεν χρειάζονται.

Φτάνουμε σπίτι, έπειτα από μια γεμάτη μέρα.
Η νύχτα μάς βρίσκει χωριστά…
Μα σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον.

Πρωινό ξύπνημα αυτή τη φορά όχι από το κελάηδισμα των πουλιών, αλλά από το άχαρο ξυπνητήρι.
Γρήγορο ντουζάκι, πρόχειρο ντύσιμο και τα σκυλιά βγαίνουν για την πρωινή τους βόλτα.
Καφές στα γρήγορα, ετοιμασία για δουλειά… μα το μυαλό μου είναι αλλού, θα μου λείψει.

Μα τι ήταν τελικά αυτό;
Ένας καλοκαιρινός έρωτας; Ή μήπως η αρχή μιας εξωσυζυγικής σχέσης, με όλα τα παρελκόμενα , πιθανό διαζύγιο και νέος γάμος;
Πώς θα κοιτάξω την Τζο ξανά στο ολοστρόγγυλο, μοναδικό της φανάρι;

Καβαλάω τη Scarlet για τελευταία φορά, με προορισμό να την αφήσω.
Η Τζο με περιμένει. Μουτρωμένη. Μα χαίρεται που με βλέπει. Το καταλαβαίνω.

Οι διαφορές ανάμεσά τους τεράστιες.
Η καθεμία τους σου προσφέρει κάτι διαφορετικό: άλλες εμπειρίες, άλλα συναισθήματα, άλλη ζωή.

Το Royal Enfield Classic 350 και, γενικά, όλα τα 350άρια της μάρκας, είναι μοτοσυκλέτες με ψυχή. Ιδανικές για αστικές και περιαστικές περιπλανήσεις.
Προφανώς και μπορούν να ταξιδέψουν. Αρκεί να είσαι πρόθυμος να κάνεις τους συμβιβασμούς που χρειάζονται.
Να αποφύγεις δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, να ρίξεις ρυθμούς.

Στη σημερινή εποχή του πλουραλισμού, της υπερβολής, της διαρκούς επίδειξης και της ανεξήγητης βιασύνης, υπάρχει μια ταπεινή, ευγενική μοτοσυκλέτα, με αριστοκρατική καταγωγή, που αναζητά συνειδητοποιημένους αναβάτες , συντρόφους για να γράψουν μαζί ιστορίες.

Και θα γράψουν, μοναδικές ιστορίες. Όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι οι προορισμοί…
Τα όρια τα βάζουμε εμείς.

Δυστυχώς όμως, αν δεν είσαι έτοιμος να αποδεχτείς αυτό που είναι, θα μπεις στον πειρασμό να προσπαθήσεις να τη μετατρέψεις σε κάτι άλλο.
Κάτι που δεν είναι.

Η τελική της ταχύτητα 120 χλμ/ώρα. Όχι επειδή δεν μπορεί παραπάνω, αλλά επειδή έτσι την πιστοποίησαν.
Μπορείς να την κάνεις να φτάσει τα 120 πιο γρήγορα.
Αλλά δεν μπορείς να της αλλάξεις την ουσία της.

Δεν ξέρω αν θα την ξανακαβαλήσω. Δεν ξέρω αν ήταν έρωτας ή απλώς μια σύντομη περιπέτεια.

Ξέρω μόνο ότι αυτό το Σαββατοκύριακο ζήσαμε μαζί κάτι όμορφο.

Κι αν κάποια μέρα τη δω ξανά με κάποιον άλλο αναβάτη, σε κάποιο άλλο ταξίδι, θα της ρίξω ένα βλέμμα κι ένα χαμόγελο που μόνο εκείνη θα καταλάβει, σαν να χαιρετώ έναν παλιό έρωτα που δεν χάθηκε ποτέ, απλώς άλλαξε πορεία.

Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που σε πάνε απλώς από το Α στο Β.

Και υπάρχουν κι εκείνες που χωρίς να βιάζονται σε πάνε λίγο πιο κοντά στον εαυτό σου. Γιατί μέχρι να φτάσεις έχεις ήδη κάνει μια μικρή διαδρομή μέσα σου, έτσι κι αλλιώς με τέτοιο ρυθμό δεν γίνεται αλλιώς.

Ίσως εκεί να κρύβεται το νόημα.

Όχι στο να φτάσεις γρήγορα, αλλά στο να φτάσεις πιο γεμάτος απ’ όταν ξεκίνησες.

Σχολιάστε