Visiting an old friend

Κάποια ταξιδία δεν τα σχεδιάζεις απλά νιώθεις να σε καλούν.

Ισως είναι η αναγκη να δραπετεύσεις απο την καθημερινότητα σου.

Ίσως απλά χρειάζεσαι έναν φίλο που να σε καταλαβαίνει και να μπορείς να συζητήσεις μαζί του.

Η απλά θές να χαθείς με την μοτοσυκλέτα σου προσπαθώντας να ανακαλύψεις τον εαυτό σου …

Ενα μήνυμα ήταν αρκετό για να πάρει μπρός το μυαλό και χωρίς πολλά πολλά Παρασκευή απόγευμα με βρίσκει να ξεκινάω μετα την δουλειά για το Λάχι Λακωνίας.

Το ταξίδι συνέπεσε με αρκετά υψηλές θερμοκρασίες κάτι το οποίο δεν θα με σταματούσε απο το να το κάνω …

Μέχρι να βγώ απο την Αθήνα και ιδιαίτερα μέχρι τα διόδια της Ελευσίνας η κατάσταση τοσο απο την υψηλή θερμοκρασία όσο και απο την κίνηση ήταν απελπιστική!

Η Μπουμπούκα (δεν την έχω βαφτίσει επίσημα ακόμα) ενα BMW R850 GS που τα έχει τα χρονάκια της (μοντέλο 2000) δεν έδειχνε να δυσανασχετεί απο την υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος και παραδόξως η ζέστη που δημιουργούσε ήταν ελάχιστη και δεν ενοχλούσε, εβαζε τα δυνατά της να με κρατήσει όσο πιο δροσερό γίνεται …

Η Μπουμπούκα είναι ένα περίεργο μηχανικό κατασκεύασμα, ο πιο γρήγορος και εύκολος προσδιορισμός της είναι ενα αυτοκίνητο σε 2 ρόδες …

Από τα διόδια της Ελευσίνας έως και την έξοδο στην Τρίπολη για Τεγέα – Σπάρτη κράταγε σταθερά 140 τα οποία το συγκεκριμένο μοντέλο τα έχει λίγο πάνω απο τις 5000 στροφές με αρκετά αποθέματα ακόμα και εδώ θα το συγκρίνω και πάλι με το Moto Guzzi V85TT που είχα που σε αυτά τα χιλιόμετρα έδειχνε ηδη τα όρια του τόσο απο αποψης σταθερότητας όσο και απο απόθεμα δύναμης η κατανάλωσης …

Η Μπουμπούκα είναι φτιαγμένη να καταπίνει χιλιόμετρα χωρίς να κουράζεται και χωρίς να σε κουράζει, είναι απόλυτα σταθερή και προβλέψιμη και σου επιτρέπει να κρατάς “υψηλές” μέσες ωριαίες ταχύτητες χωρίς να το καταλαβαίνεις απο την άλλη όμως δεν σε εξιτάρει, δεν σε φτιάχνει, δεν σε πορώνει, απλά σε ταξιδεύει!

Μετά την σήραγγα του Αρτεμισίου η θερμοκρασία έπεσε σε πιο ανεκτά επίπεδα και αυτό κράτησε μέχρι να αρχίσουμε να βλέπουμε τον Ταύγετο στο βάθος και να κατηφορίζουμε προς την Σπάρτη …

Με την πρώτη ευκαιρία σταματούσαμε για φωτογραφίες και το παγωμένο νερό που κουβαλούσα ήταν βάλσαμο.

Η πρώτη στάση για ανεφοδιασμό της Μπουμπούκας έγινε στους Μολάους και μεχρι εκεί ήπιε 17 λίτρα απλής βενζίνης για 312 χλμ, χωρίς να διαμαρτηρηθεί ούτε μια φορά (σε αντίθεση με το Moto Guzzi V85ΤΤ που θα έκανε συναυλία απο τα πυράκια και με σούπερ και θα με είχε ψησει ….)

Μετά τους Μολάους χαλάρωσα γιατι είχα την εντύπωση ότι φτάνω και αντί να κατευθυνθώ προς Ασωπό συνέχισα προς Συκέα και το σκοτάδι άρχισε να με βρίσκει στον Αγγέλωνα όπου και κατάλαβα ότι είχα πάρει τον μακρύ τον δρόμο …

Συνέχισα, πέρασα τις Βελιές, τα Τάλαντα, για να πέσω στην Δαιμονιά στον δρόμο που θα έπρεπε να είχα πάρει, κρίμα που “χάθηκα” νύχτα γιατί η διαδρομή έδειχνε πολύ όμορφη …

Η σέλα είχε αρχίσει να με κουράζει αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω στάση, φτάνω Νεάπολη και απο εκεί συνέχισα την ολιγόλεπτη ανάβαση προς το Λάχι που ήταν και ο τελικός προορισμός, όπου ο Κυριάκος με περίμενε να μου δείξει που θα αφήσω την Μπουμπούκα στα στενά σοκάκια του χωριού …

Η συνέχεια είχε κουβέντα και μια μακαρονάδα που ετοίμασε ο Κυριάκος όπου μαζί με την συντροφιά ενός ξαδέρφου του την απολαύσαμε με την συνοδεία παγωμένης μπύρας …

Οι κουβέντες συνεχίστηκαν μέχρι αργά ωσπου γλάρωσα τελείως και η κουρασή του ταξιδιού άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια …

Το σώμα μου ξύπνησε ξεκούραστο, λες και η κούραση της προηγούμενης μέρας είχε σβηστεί εντελώς μέσα σε εκείνον τον βαθύ, λυτρωτικό ύπνο.

Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτομαι τον Κυριάκο στο χωριό του και εκτός απο καλός φίλος και συνομιλητής είναι και καταπληκτικός οικοδεσπότης αρκεί να του δώσεις τον χρόνο που χρειάζεται το πρωί για να ξυπνήσει και να αρχίσει να λειτουργεί …

Η Μπουμπούκα δεν φαινόταν από τη βεράντα  και την άφησα ήσυχη, να συνεχίσει να ξεκουράζεται με τη θέα του κόλπου και την Ελαφόνησο να αχνοφαίνεται στο βάθος.

Εγώ, από την άλλη, έδινα μάχη με τον πρώτο καφέ της ημέρας. Ένας στιγμιαίος καφές,  τι πιο απλό σκέφτηκα. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να ανακατέψεις λίγο καφέ με νερό;
Αποδείχθηκε αρκετά δύσκολο τελικά.

Όταν σε έχουν καλομάθει να σε περιμένει το καφεδάκι σου κάθε πρωί, έτοιμο στην ώρα του και στην ακριβή θερμοκρασία, το να το φτιάξεις μόνος σου μοιάζει ξαφνικά με επιστήμη.

Δεν πειράζει. Η θέα έσωζε τα πάντα.

Σύντομα ξύπνησε και ο Κυριάκος, και αφού έβγαλε βόλτα τον σκύλο του, καθίσαμε να φάμε πρωινό, φρυγανισμένο ψωμί με βούτυρο και μια μίξη μαρμελάδας λεμονιού και πορτοκαλιού, παραδόξως αρκετά γευστική.

Οι κουβέντες και οι αναλύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζαμε πώς θα περάσουμε τη μέρα. Τελικά, αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα μέχρι το χωριό Βελανίδια ένα μέρος που δε μοιάζει με κανένα άλλο στην περιοχή, κάτασπρα σπίτια, μπλε πορτοπαράθυρα και μια αισθητική που σε έκανε να ξεχνάς πως βρίσκεσαι στη Λακωνία. Αν δεν υπήρχαν οι κεραμοσκεπές, θα ορκιζόσουν πως είσαι σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Όπως έμαθα αργότερα, το χωριό ιδρύθηκε από Σπετσιώτες και αυτό εξηγεί πολλά.

Μια δροσιστική μπύρα και μια μικρή ποικιλία στο μοναδικό ανοιχτό μαγαζί του χωριού μας δρόσισαν, κι έπειτα πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το Λάχι.

Τελικά, δεν είχα ξεκουραστεί τόσο καλά όσο νόμιζα. Το μεσημέρι με βρήκε πάλι ξαπλωμένο, να προσπαθώ να ξεκουράσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί.

Το απόγευμα μας βρήκε να χαζεύουμε το ηλιοβασίλεμα με χαλαρές κουβέντες επί παντός επιστητού και να απολαμβάνουμε παγωτό με γεύσεις φυστίκι Αιγίνης, στρατσιατέλα περγαμόντο και πορτοκάλι με αρμπαρόριζα. 

Ο Κυριάκος, πάντα οργανωτικός, είχε φροντίσει και για το βραδινό: σουβλάκια, πίτες, σαλάτα, παγωμένες μπύρες και φρούτο για “σβήσιμο”. Η κουβέντα ως συνήθως κράτησε μέχρι πολύ αργά.

Είναι ωραίο να συνομιλείς με ανθρώπους που σε προβληματίζουν θετικά, που σε ωθούν να σκεφτείς πιο βαθιά, να ξεκλειδώσεις γωνιές του μυαλού σου που συνήθως μένουν σιωπηλές.

Ο Κυριάκος είναι από αυτούς. Από τους συνομιλητές που σε “ανεβάζουν” που σε κάνουν να φεύγεις από μια κουβέντα λίγο πιο πλούσιος, λίγο πιο καθαρός μέσα σου.

Γιατί υπάρχουν και συνομιλητές που δεν σε εξελίσσουν, αλλά σε φθείρουν που σε τραβούν προς τα κάτω, σε κάνουν να ξεχνάς ποιος είσαι ή ποιος θα μπορούσες να γίνεις.

Με αυτές τις σκέψεις αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα!

Όλο το βράδυ ο αέρας λυσσομανούσε έξω και το πρωινό ξύπνημα από τις καμπάνες του χωριού δεν ήταν και το καλύτερο ξεκίνημα…

Η δεύτερη προσπάθεια για καφέ στέφθηκε με επιτυχία, και με τη συνοδεία από υπέροχα μουστοκούλουρα έγινε καταπληκτική.

Ο Κυριάκος άργησε να ξυπνήσει ή μάλλον εγώ ξύπνησα πολύ νωρίς κι έτσι αφέθηκα στις σκέψεις μου, σχεδιάζοντας την επιστροφή.

Όταν σηκώθηκε και ο Κυριάκος, φάγαμε πρωινό μαζί. Είχε έρθει και ο ξάδερφός του, ο Δημήτρης, για παρέα. Ο αέρας δε μας άφηνε να καθίσουμε στη βεράντα, κι η θάλασσα στο βάθος είχε γεμίσει “προβατάκια” λευκά αφρισμένα κύματα που στροβιλίζονταν σαν να ήθελαν να δραπετεύσουν.

Η κουβέντα κύλησε για άλλη μια φορά όμορφα, αλλά η ώρα είχε περάσει. Ήρθε η στιγμή να ξεκινήσω την επιστροφή.

Η Μπουμπούκα με περίμενε ανυπόμονη, έτοιμη να συνεχίσει να γράφει χιλιόμετρα σε γνώριμους και σε άγνωστους δρόμους…

Η διαδρομή μέχρι τη Μονεμβασιά ήταν πανέμορφη, αλλά ο δυνατός αέρας δεν σε άφηνε να την ευχαριστηθείς. Κατά διαστήματα, σε χτυπούσαν ριπές που σε έβγαζαν από την πορεία σου και η συγκέντρωση έπρεπε να είναι συνεχής.

Δεν μπήκα μέσα στο κάστρο. Συνέχισα την πορεία μου προς Συκέα, Μεταμόρφωση, Χάρακα, και από εκεί στο Κυπαρίσσι. Στην κάθοδο, κατάφερα να βράσω το πίσω φρένο,  πέρασα μέσα από το όμορφο χωριό χωρίς να σταματήσω, με τη σκέψη καρφωμένη στο φρένο.

Στη συνέχεια, ακολούθησα τον δρόμο προς τον Φωκιανό ένα καταπληκτικό κομμάτι ασφάλτου που ένωνε τα δύο χωριά, σχεδόν σαν να είχε ξεπηδήσει από πίστα! Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι επαρχιακοί δρόμοι…
Εν τω μεταξύ, πριν το Κυπαρίσσι και μετά τον Φωκιανό, οι δρόμοι δεν είχαν καμία μα καμία σχέση. Όμορφοι μεν, αλλά χωρίς την οδηγική ευχαρίστηση που σου πρόσφερε η σύνδεση των δύο χωριών.

Έκανα μια στάση για καφέ στο Λεωνίδιο, αλλά δεν κατάφερα να βρεθώ με τον φίλο μου τον Μάνο. Οπότε συνέχισα την υπέροχη παραλιακή διαδρομή μέχρι το Ναύπλιο, όπου σταμάτησα ξανά για καφέ και συνάντησα τον Γιώργο είχαμε να τα πούμε από το προηγούμενο φθινόπωρο, οπότε η ώρα πέρασε ευχάριστα με το να μου εξιστορεί πόσο πολύ άλλαξε η ζωή του με την έλευση της εγγόνας!!!

Από εκεί, μπήκα στην Εθνική, με τη Μπουμπούκα να καταπίνει τα χιλιόμετρα αμάσητα…
Τελικά, είναι ένα πολύ καλό μηχανάκι. Απλό, με καταπληκτικές τουριστικές δυνατότητες. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, με ταξίδεψε υπέροχα σε αυτήν τη βόλτα.

Είναι σαν το παλιό, καλό κρασί: όσο παλιώνει, τόσο καλύτερο γίνεται.

Η επιστροφή στην οικογενειακή θαλπωρή είχε τη δική της μαγεία.

Χαμογελαστά πρόσωπα με περίμεναν στην πόρτα, μια αγκαλια, ένα φιλί, ένα πιάτο ζεστό φαγητό και παιχνίδι με τον μικρό, που μου έδειξε χωρίς λόγια πόσο τους είχα λείψει.

«Chunky» Gets Tested (BMW R850GS)

The Curse of Time

In most fairytales, there’s a dragon. In Chunky’s case, it’s her age.

It’s rare to find an older bike where the previous owner genuinely tried to keep it like new. Usually, they keep it looking decent, do the bare minimum for maintenance, and fix things only when they break. Preventative replacements? Almost never.

Suspension? Rarely new. At best, maybe a rebuilt shock. Spring upgrades? Not even discussed, the mindset is, “these things never break.” And with the Telelever front end, many believe it doesn’t need replacement at all. Wrong assumptions about what the fork does or doesn’t do.

Wiring and hoses? That’s usually chaos. “If it hasn’t failed, don’t touch it” even if the wiring harness is already falling apart.

Buying an older bike, you know you’re in for a rebuild. How deep that goes depends on how much trust you want to feel when riding. Often, the cost ends up higher than the purchase price. And since you’ll never get that money back, most people just give up: “not worth it.”


What It’s Been Like Together

That’s kind of how things are between me and Chunky, torn between what I should do, what I want to do, and the way I’ve imagined her in my head.

After every major change, I take her out for a ride. This time, I replaced the front shock, rebuilt the rear, synced the throttle bodies, adjusted them, and swapped in injectors from a 1200.

The improvement in handling is clear even though I haven’t nailed the settings yet. The damping works much better you can feel the wheels connected to the road.


First Stop: Psatha

The route was familiar old national road toward Thiva, then through Agia Sotira to Psatha. I stopped now and then for pictures or just to take in the view.

I’m happy with the new front shock. The rear is better than before, but the difference between the two is obvious. Chunky rides well, perfect for flowing country roads. She doesn’t like sudden gear changes, luckily she’s got torque so you don’t have to shift often.

After about 3,000 km together, her main drawback is still her weight. You feel it every time you stop.


A Surprise Dirt Road

Just before Psatha, I pulled over at a clearing. I spotted a dirt road disappearing into the distance. Didn’t take long to decide I had to check it out, and see how Chunky handles off-road.

With the fresh suspension, I felt secure. But if she starts to tip, you’ll need strength and sweat to get her upright again. Her balance is excellent, and at low speeds she tackles obstacles with ease. While you’re riding, you don’t feel her weight. It’s only when you put a foot down that you remember why you called her “Chunky.”

The road sloped downhill, and the rain had carved it up. Washout after washout but she held her ground like a lady. Her “high heels” (the dual-purpose tires) handled it well, even though they’re not full off-road.

I thought the road would lead to a quiet beach—instead, it popped out onto the paved road to Porto Germeno. So I turned around and took the same dirt path back. Thanks to the short first gear and strong torque, climbing back up was a breeze, no clutch slipping needed.


A Breather at Psatha, Twists Toward Schinos

We chilled on Psatha beach for a breather, then continued toward Schinos through Alepochori. The road there is twisty with good asphalt, a great setup for Chunky to show her other side. She’s a joy in tight corners. She’s got the handling but no growl to stir your soul, another one of her weak points, maybe.


Stop at Pisia – and a Small Climb

Just before Pisia, we saw a slightly muddy incline. We stopped. I looked her in the eye, well in her one and only eye (headlight) and asked her, “What do you think?” She answered, “Let’s go.”

Second gear, and we climbed it like it was nothing. I’d planned to go up and come right back down, but the trail looked too interesting. A little further, then a little more, chasing the perfect photo spot… and eventually, we popped out onto the tarmac just before Perachora.


Heraion – Melagavi – and the Way Back

We kept going toward Lake Vouliagmeni, then visited the Heraion archaeological site and the Melagavi lighthouse. I left Chunky parked and walked the site. I’d have never visited it before, totally worth it.

She waited patiently. The ride to Loutraki was beautiful. We found a good rhythm, stopping only for a few photos.


The Verdict

The BMW R850GS reveals its strengths on the open road. It keeps a steady pace without demanding much from the rider. It still has plenty to offer despite its age. As long as you give it the care it needs.

And that’s when the questions start creeping in: Is it worth pouring more money into her, or is it time to let go? Is she a bottomless pit, or a worthy partner, one who gives back as much as you give?

“Chunky” – A BMW R850GS in My Hands

It’s often hard to stay objective—especially when emotion, logic, and personal experience get tangled up. And when it comes to motorcycles, things get even messier.

There was nothing logical about buying the BMW R850GS (which, due to its weight, I’ll refer to as “Chunky”). There was no real need, no practical reason. Just a deep, long-standing desire to own one—without even knowing what it could offer me.

Until 2019, before a trip to Turkey, I had my mind set on the BMW R80GS. But its weak brakes and high price held me back. Around that time, the Moto Guzzi V85TT appeared, which I saw as a modern-day R80GS, but its cost was just too much. That’s when the R850GS caught my eye.

The years went by with a few failed attempts to get one—until, out of the blue, I came across a slightly used Moto Guzzi V85TT. I bought it, rode it a lot, and quickly realized that despite its charm, the Italians had rushed it to market without ironing out the model’s issues.

The Guzzi went, but the desire for the BMW stayed. After some nudging from friends and a few sleepless nights of internal debate, I made the decision. I found an R850GS in decent shape, and after an intense negotiation with my beloved wife aka the “Minister of Finance” (who initially reacted strongly), the deal was finally approved—somewhere between strike threats and the declaration, “I’m not washing another dish unless there’s hot water!”


First Impressions & Riding

Chunky’s first big ride was a trip to Thessaloniki to get a set of Motoz Tractionator GPS tires—and to see how she handles on the highway (and meet up with a few buddies).

The highway ride instantly highlighted her strengths: effortless on long hauls, rock-solid at high speeds, and largely unaffected by crosswinds. At 150 km/h she cruises without a fuss, and a small visor added above the stock windscreen made a noticeable difference in wind protection.

She gives you the feel of a bike with a long wheelbase but with the agility of a shorter one—and with a handlebar that turns a lot. That takes some getting used to, along with the vague feedback from the front wheel.

The second ride took us through country roads and a bit of off-road to see how she handles outside the highway. The route included the old national road, passes through Loutra Oraias Elenis, Athikia, Agionori, Ligourio, Kranidi, and Ermioni, then on through Lemonodasos, Galatas, Epidaurus and back—with junior tagging along until we reached Kineta. The roads were twisty, the scenery beautiful, and Chunky seemed to enjoy every single curve. Her suspension, though tired, did its best to keep up.

The trip began with a hearty breakfast—Chunky filled up on regular gas. A few hours later, I found myself on a bench near a souvlaki joint at the port of Koilada, enjoying my meal with a view of the boats. I could feel her one big square headlight staring at me—as if to say, “Seriously? Not even a bite for me?” But let’s be honest, she was still digesting her own breakfast.

The Motoz Tractionator GPS tires performed great on the road, with solid grip and confidence through turns. On loose gravel they didn’t seem bothered, and they handled early morning moisture well—considering their design.


Technical Notes & Issues

On the way back from Thessaloniki, we hit the first “bug.” It was December, temperatures were in the single digits, and suddenly there was a loud hum—like the sound of tires on rough pavement. Turned out the speedo cable needed lubrication where it connects to the gauge—a common issue in cold weather, as we later read.

On the second ride, a new problem showed up: an annoying rattle that got worse on bumpy roads. When George took her for a spin, he realized the noise disappeared if you were standing on the pegs—not sitting on the seat. A bit of lube on the subframe bolts fixed it for now, but it’ll need monitoring.

She might be a bit of a diva, but Chunky is also sensitive. She needs her lube—otherwise she creaks and complains like a neglected lover.


Weaknesses I’ve Noticed So Far

Fuel tank capacity: Even though it’s a 24-liter tank, only about 20 are usable because there’s no communication between the tank’s two sides. There are some DIY fixes to access another 3 liters, but if that’s still not enough, the 30-liter tank from the R1150GS Adventure is the only real solution.

Lighting: Her cyclopean look isn’t just an aesthetic issue—it’s a functional one too. The single square headlight barely lights the road at night, making nighttime rides feel like a journey “toward the light”—just with the hope it’s not your last one. A wiring upgrade and a headlamp upgrade is a must.

Suspension: While stable overall, the suspension’s definitely showing its age, especially on rough roads.

Engine performance: After trying George’s R1100GS, I noticed its engine runs smoother. That either means mine isn’t running quite right, or all the hype about the smoother performance of the smaller 850 engine was just talk.

Weight: There’s no workaround here—you just have to get used to it.


Initial Comparison with the Moto Guzzi V85TT

On the highway, the R850GS is more stable and fuel-efficient (6–6.5 L/100km), while the Guzzi guzzles more (8–9 L/100km).

On country roads though, the Guzzi fights back—it’s easier to get 4 L/100km if you take it easy, and it’s noticeably lighter when stationary. That said, it has a higher center of gravity, and once moving, I’d say the R850GS actually feels lighter. Plus, Chunky gives you more confidence in the corners—and unlike the Guzzi, she doesn’t throw a tantrum when she gets hot.


Where We Stand So Far…

Even though she’s Bavarian, and might bring to mind red leather lingerie and whips, the truth is, Chunky’s nothing like that. She’s more like a cold English aristocrat—everything by the book, keeping her distance. Her engine and exhaust note don’t excite you, but they don’t wear you out on long trips either. She’s comfortable, relaxing—but we haven’t truly clicked yet. We’re not at that point where I feel she was made just for me.

She may be dressed in red, looking ready for passion and adventure, but in reality, she’s reserved and proper. Like she’s waiting for the right dance partner to finally let loose on the open road.

Maybe, with time, as I get to know her better and she adapts to my hands, things will change. Maybe the cold-hearted countess will start to melt…


To be continued…
(Next episode: the first repairs and upgrades)

Η «Στρουμπουλή» δοκιμάζεται (BMW R850GS)

Ο δράκος της παλαιότητας

Στα περισσότερα παραμύθια υπάρχει κι ένας δράκος. Στην περίπτωση της «στρουμπουλής», αυτός είναι η ηλικία της.

Δύσκολα βρίσκεις ώριμη μοτοσυκλέτα όπου ο προηγούμενος ιδιοκτήτης να έχει προσπαθήσει πραγματικά να τη διατηρήσει σαν καινούργια. Συνήθως την κρατάνε εμφανίσιμη, τη συντηρούν στα βασικά, και αν κάτι χαλάσει, το φτιάχνουν. Προληπτικές αντικαταστάσεις; Σπάνια.

Αναρτήσεις; Σπανίως καινούργιες. Στην καλύτερη, ίσως επισκευασμένο το υδραυλικό ενός αμορτισέρ. Αλλαγή ελατηρίων; Εκτός κουβέντας — κυριαρχεί η λογική «αυτά δεν παθαίνουν τίποτα». Και λόγω του telelever μπροστινού, πολλοί πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται αντικατάσταση. Λάθος εντυπώσεις για το τι κάνει και τι δεν κάνει το πιρούνι.

Καλωδιώσεις και σωληνώσεις; Εκεί επικρατεί χάος. «Αφού δεν χάλασε, μην το πειράζεις» — ακόμη κι αν η πλεξούδα έχει αρχίσει να μαδάει.

Αγοράζοντας μια παλιά μοτοσυκλέτα, ξέρεις ότι πας για ανακατασκευή. Το πόσο εκτεταμένη θα είναι εξαρτάται από το πόση εμπιστοσύνη θέλεις να νιώθεις πάνω της. Συχνά, το κόστος της υπερβαίνει την αρχική τιμή αγοράς. Και επειδή τα λεφτά αυτά δεν πρόκειται να τα πάρεις πίσω, πολλοί απλώς παραιτούνται: «δεν αξίζει».


Η δική μου συμβίωση

Κάπως έτσι είναι και η δική μου ιστορία με τη «στρουμπουλή» — ανάμεσα σε «πρέπει» και «θέλω», και στο πώς την έχω φανταστεί.

Μετά από κάθε μεγάλη αλλαγή, της κάνω μια βόλτα. Αυτή τη φορά, άλλαξα το μπροστινό αμορτισέρ, επισκεύασα το πίσω, έκανα συγχρονισμό στα σώματα ψεκασμού, ρύθμισή τους, και έβαλα μπεκ από το 1200.

Η διαφορά στο πάτημα είναι αισθητή, παρόλο που δεν έχω βρει ακόμα τις σωστές ρυθμίσεις. Οι αποσβέσεις δουλεύουν πολύ καλύτερα — νιώθεις τους τροχούς να ακολουθούν το δρόμο.


Πρώτη στάση: Ψάθα

Η διαδρομή γνώριμη: παλιά Εθνική προς Θήβα και μετά, από την Αγία Σωτήρα προς Ψάθα. Σταματάω πού και πού για φωτογραφίες ή για να χαζέψω το τοπίο.

Είμαι ικανοποιημένος από το νέο μπροστινό. Το πίσω δουλεύει καλύτερα από πριν, αλλά η διαφορά σε σχέση με το μπροστινό είναι εμφανής. Η «στρουμπουλή» έχει ωραίο πάτημα, ιδανική για επαρχιακούς με ροή. Δεν της αρέσουν οι απότομες αλλαγές ταχυτήτων — ευτυχώς έχει ροπή, και δεν χρειάζονται συχνές αλλαγές.

Μετά από περίπου 3000 χλμ μαζί, το βασικό της μειονέκτημα είναι το βάρος. Κάνει αισθητή την παρουσία του κάθε φορά που σταματάς.


Χωματόδρομος στα ξαφνικά

Λίγο πριν την Ψάθα, σταματώ σε ένα πλάτωμα. Βλέπω έναν χωματόδρομο να χάνεται στο βάθος. Δεν μου πήρε πολύ: μπαίνω μέσα για να δω πού βγάζει — και να δοκιμάσω πώς συμπεριφέρεται η «στρουμπουλή» στο χώμα.

Με τις φρεσκαρισμένες αναρτήσεις, νιώθω ασφάλεια. Αν όμως αρχίσει να γέρνει, χρειάζεται γυμνασμένο κορμί και ιδρώτα για να τη σηκώσεις. Έχει πολύ καλό ζύγισμα και στις χαμηλές στροφές περνά εμπόδια με άνεση. Όσο είσαι πάνω της, δεν καταλαβαίνεις το βάρος. Μόνο αν πατήσεις κάτω — τότε σου θυμίζει γιατί την φώναξες «στρουμπουλή».

Ο δρόμος κατηφορίζει και οι βροχές τον έχουν σκάψει. Το ένα νεροφάγωμα διαδέχεται το άλλο, αλλά εκείνη στέκεται κυρία. Οι «τακουνάτες γόβες» της (τα ελαστικά) τα καταφέρνουν καλά παρότι μεικτής χρήσης.

Πίστευα ότι ο δρόμος θα οδηγεί σε μια ήσυχη παραλία. Αντ’ αυτού, έβγαλε στον ασφαλτόδρομο για Πόρτο Γερμενό. Αναστροφή και επιστροφή από τον ίδιο χωματόδρομο. Η κοντή πρώτη σχέση και η ροπή κάνουν τις ανηφόρες παιχνιδάκι — ο συμπλέκτης δεν χρειάζεται καθόλου πατινάρισμα.


Ανάσες στην Ψάθα, στροφές προς Σχίνο

Μετά από λίγο, καθόμαστε στην παραλία της Ψάθας για μια ανάσα. Συνεχίζουμε προς Σχίνο, περνώντας από το Αλεποχώρι. Ο δρόμος, στριφτερός με καλή άσφαλτο, φέρνει στο φως το άλλο πρόσωπο της «στρουμπουλής». Απολαυστική στο σφιχτό στροφηλίκι. Μόνο που της λείπει η ηχητική υπόκρουση — ίσως άλλο ένα από τα μειονεκτήματά της.


Στάση στα Πίσια – και μια ανηφορίτσα

Λίγο πριν τα Πίσια, βλέπουμε μια ελαφρώς λασπωμένη ανηφόρα. Σταματάμε. Την κοιτάζω στο μοναδικό της μάτι και ρωτάω: «τι λες;» Μου απαντά: «πάμε».

Με δευτέρα στο κιβώτιο, την ανεβαίνουμε λες και δεν υπήρχε. Είχα σκοπό να ανέβω και να ξανακατέβω, αλλά η διαδρομή έμοιαζε ενδιαφέρουσα. Όλο λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, για μια ωραία τοποθεσία για φωτογραφία… και τελικά βγήκαμε στην άσφαλτο λίγο πριν την Περαχώρα.


Ηραίον – Μελαγκάβι – και επιστροφή

Συνεχίσαμε προς Λίμνη Βουλιαγμένης, τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου και τον φάρο Μελαγκάβι. Άφησα τη «στρουμπουλή» στο πάρκινγκ και περπάτησα στον χώρο. Δεν είχα ξαναπάει — αξίζει.

Με περίμενε στωικά. Η διαδρομή προς Λουτράκι ήταν όμορφη. Πιάσαμε καλό ρυθμό, σταματώντας μόνο για μερικές φωτογραφίες.


Συμπέρασμα

Το BMW R850GS ξεδιπλώνει τις αρετές του στον δρόμο. Κρατάει ρυθμό χωρίς να ζητάει πολλά από τον αναβάτη. Έχει να προσφέρει πολλά — παρά τα χρόνια του. Αρκεί να του δώσεις τη φροντίδα που του πρέπει.

Και τότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι: αξίζει να συνεχίσω να ρίχνω λεφτά πάνω της ή να την αποχωριστώ; Είναι, άραγε, ένα βαρέλι δίχως πάτο; Ή είναι τελικά ένας καλός σύντροφος, που όσο τον φροντίζεις, τόσο σου το επιστρέφει;

Η «Στρουμπουλή» – Μια BMW R850GS στα χέρια μου

Πολλές φορές είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός, ιδιαίτερα όταν μπλέκονται το συναίσθημα, η λογική και οι εμπειρίες μας. Και όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο…

Δεν υπήρχε λογική στην αγορά της BMW R850GS (την οποία, λόγω βάρους, θα αποκαλούμε «Στρουμπουλή»). Δεν υπήρχε ανάγκη, ούτε κάποιο πρακτικό επιχείρημα. Υπήρχε μόνο ένας διακαής πόθος να την αποκτήσω εδώ και χρόνια, χωρίς καν να ξέρω τι θα μπορούσε να μου προσφέρει.

Μέχρι το 2019, πριν από ένα ταξίδι στην Τουρκία, το BMW R80GS ήταν στο μυαλό μου. Ωστόσο, οι αδύναμες επιδόσεις των φρένων και η υψηλή τιμή του με κράτησαν πίσω. Εκείνη την περίοδο, εμφανίστηκε το Moto Guzzi V85TT, το οποίο έβλεπα σαν ένα σύγχρονο R80GS, αλλά το κόστος του ήταν απαγορευτικό. Έτσι, έπεσε στην αντίληψή μου το R850GS.

Τα χρόνια πέρασαν με κάποιες άκαρπες προσπάθειες απόκτησής του, μέχρι που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου ένα ελαφρώς μεταχειρισμένο Moto Guzzi V85TT. Το απέκτησα, το οδήγησα αρκετά και σύντομα κατάλαβα πως, παρά τη γοητεία του, οι Ιταλοί το είχαν βγάλει στην αγορά λίγο βιαστικά, χωρίς να λύσουν όλα τα προβλήματα του μοντέλου.

Το Guzzi έφυγε, αλλά ο πόθος για το BMW παρέμενε. Έπειτα από λίγο «μαρκάρισμα» από φίλους και έναν εσωτερικό διάλογο που περιλάμβανε πολλές νύχτες αγρύπνιας, η απόφαση πάρθηκε. Βρέθηκε ένα R850GS σε αρκετά καλή κατάσταση και, μετά από ένα εκτενές συμβούλιο με την «υπουργό οικονομικών» (η οποία αρχικά αντέδρασε έντονα), όταν μπήκαν στο τραπέζι οι απεργιακές κινητοποιήσεις και η δήλωση ότι «δεν θα ξαναπλύνω πιάτο αν δεν έχει ζεστό νερό», τελικά το νομοσχέδιο εγκρίθηκε και υπογράφηκε!


Πρώτες Εντυπώσεις & Οδήγηση

Η πρώτη μεγάλη βόλτα της «Στρουμπουλής» έγινε με ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την τοποθέτηση ελαστικών Motoz Tractionator GPS και με την ευκαιρία να δω πώς συμπεριφέρεται στην εθνική, αλλά και να συναντήσω κάποια φιλαράκια…

 Η διαδρομή στην εθνική ανέδειξε αμέσως τα δυνατά σημεία της, ακούραστη στα πολλά χιλιόμετρα, απόλυτα σταθερή στις υψηλές ταχύτητες και σχεδόν αδιάφορη απέναντι στους πλευρικούς ανέμους. Στα 150 km/h ταξιδεύει χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, ενώ ένα μικρό φρυδάκι πάνω από την εργοστασιακή ζελατίνα βελτίωσε την αεροδυναμική άνεση.

Σου δίνει την σταθερή αίσθηση μοτοσυκλέτας με μακρύ μεταξόνιο και παράλληλα την ευελιξία μοτοσυκλέτας με κοντό μεταξόνιο με ενα τιμόνι που κόβει πάρα πολύ, αυτό σε μπερδεύει λίγο στην αρχή μαζί με το γεγονός ότι δεν έχεις επαρκή πληροφόρηση απο το μπροστινό τροχό.

Η δεύτερη βόλτα της έγινε σε επαρχιακούς δρόμους και λίγο χώμα, για να δω πώς συμπεριφέρεται εκτός αυτοκινητοδρόμου. Η διαδρομή περιλάμβανε την παλιά εθνική οδό, περάσματα από Λουτρά Ωραίας Ελένης, Αθίκια, Αγιονόρι και Λυγουριό, Κρανίδι και  Ερμιόνη και στην συνέχεια Λεμονοδάσος, Γαλατά, Επίδαυρο και πίσω, με την συνοδεία του τζούνιορ μέχρι την Κινέτα . Ο δρόμος ήταν φιδίσιος, τα τοπία πανέμορφα και η «Στρουμπουλή» έδειχνε να απολαμβάνει κάθε στροφή. Οι αναρτήσεις της, αν και κουρασμένες, προσπαθούσαν να κάνουν το καθήκον τους.

Το ταξίδι ξεκίνησε με ένα γενναίο πρωινό που απόλαυσε η «Στρουμπουλή», γεμίζοντας το ρεζερβουάρ της με απλή βενζίνη. Λίγες ώρες αργότερα, καθισμένος σε ένα παγκάκι απέναντι από ένα σουβλακοπωλείο στο λιμάνι της Κοιλάδας με θέα τις βάρκες και απολαμβάνοντας ένα σουβλάκι, ένιωθα το ένα και μοναδικό τετράγωνο μάτι της να με κοιτάζει. Ήταν σαν να διαμαρτυρόταν που δεν μοιραζόμουν το γεύμα μου μαζί της. Αλλά αυτή δεν είχε χωνέψει ακόμα το πρωινό της οπότε έμεινε με την όρεξη…

Τα Motoz Tractionator GPS έδειξαν εξαιρετική συμπεριφορά στον δρόμο, με καλό κράτημα και αίσθηση εμπιστοσύνης στις στροφές. Στο σαθρό χώμα δεν εδειξαν αν προβληματίζονται καθώς επίσης διαχειρίστηκαν άριστα τις πρωινές υγρασίες (με γνώμονα πάντα τον σχεδιασμό τους)


Τεχνικές Παρατηρήσεις & Προβλήματα

  • Κατά την επιστροφή από τη Θεσσαλονίκη, ανακαλύψαμε το πρώτο «bug» του μοντέλου. Ήταν Δεκέμβρης, με τη θερμοκρασία σε μονοψήφια νούμερα, όταν ξαφνικά άρχισε να ακούγεται ένα έντονο βουητό, σαν ήχος ελαστικών σε άγριο οδόστρωμα.
    • Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην ανάγκη λίπανσης του κοντέρ, εκεί όπου μπαίνει η ντίζα – κάτι που, όπως διαβάσαμε, είναι σύνηθες σε κρύο καιρό.
  • Κατά τη δεύτερη βόλτα, εμφανίστηκε ένα νέο πρόβλημα: ένας ενοχλητικός τριγμός ιδιαίτερα έντονος όταν περνούσα πάνω από ανωμαλίες.
    • Σε δοκιμή που τις έκανε ο Γιώργος διαπίστωσε ότι ο θόρυβος δεν ακούγεται αν είσαι όρθιος και δεν κάθεσαι στην σέλα! 
    • Με λίπανση στις επάνω βίδες του υποπλαισίου, το πρόβλημα λύθηκε προσωρινά,  θα χρειαστεί παρακολούθηση και επίλυση. 

Παρόλο που είναι βιτσιόζα, η «Στρουμπουλή» είναι και ευαισθητούλα. Και το θέλει το λιπαντικό της, αλλιώς αρχίζει να τρίζει και να διαμαρτύρεται σαν ανικανοποίητη ερωμένη…


Αδυναμίες που έχω εντοπίσει μέχρι στιγμής

  • Χωρητικότητα ρεζερβουάρ: Παρόλο που έχει 24 λίτρα, μόνο τα 20 είναι αξιοποιήσιμα, λόγω έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών του ρεζερβουαρ.  Υπάρχουν διάφορες DIY επεμβάσεις ώστε να μπορεσεις να χρησιμοποιήσεις αλλα περίπου 3 λίτρα, αλλά αν η αυτονομία δεν φτάνει, τότε το ρεζερβουάρ (30 λίτρα) απο το r1150gs adventure είναι μονόδρομος
  • Φωτισμός: Η μονόφθαλμη όψη της δεν είναι μόνο αισθητικό θέμα, αλλά και πρακτικό. Το μοναδικό της φανάρι δεν φωτίζει ικανοποιητικά τον δρόμο τη νύχτα, κάνοντας τη νυχτερινή οδήγηση μια εμπειρία τύπου «πήγαινε προς το φως», αλλά με την ελπίδα ότι δεν θα είναι το τελευταίο σου ταξίδι.
    Θα χρειαστεί επέμβαση με αλλαγή της καλωδίωσης καθώς επίσης και το να αλλάξεις το μονό τετράγωνο οφθαλμό (προβολέα) με 1 διπλό με τσακίρικο βλέμμα.
  • Αναρτήσεις: Αν και η «Στρουμπουλή» είναι σταθερή, οι αναρτήσεις της έχουν δείξει σημάδια κόπωσης, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα σε δρόμους με ανωμαλίες.
  • Λειτουργία κινητήρα: Σε δοκιμή που έκανα το r1100gs του Γιώργου διαπίστωσα οτι το μεγάλο μοτέρ έχει καλύτερη λειτουργία που σημαίνει ότι είτε το δικό μου δεν λειτουργεί σωστά είτε όλα αυτά που ακούγονταν και διάβαζα περί καλύτερης λειτουργίας του μικρού 850 μοτέρ δεν ήταν αλήθειες …
  • Το βάρος: Δεν υπάρχει κάτι να κάνεις για αυτό πέρα από το να το συνηθίσεις.

Αρχική Σύγκριση με Moto Guzzi V85TT

Στον αυτοκινητόδρομο, το R850GS είναι πιο σταθερό και οικονομικό, με κατανάλωση 6-6,5 λτ/100χλμ, ενώ το Guzzi καταναλώνει 8-9 λτ. 

Οσον αφορα τους επαρχιακούς εκεί το Guzzi παίρνει το αίμα του πίσω όσον αφορά την κατανάλωση μιας και το να δείς 4 λιτρα στα 100 είναι κάτι πολύ εύκολο αν δεν το κυνηγάς καθώς και στην αίσθηση του βάρους στατικά (είναι κάμποσα κιλά ελαφρύτερο το Guzzi) αλλά έχει πιο ψηλό κέντρο βάρους και εν κινήση μπορώ να πώ ότι το r850gs έχει ελαφρύτερη αίσθηση, επίσης η στρουμπουλή σου εμπνέει μεγαλύτερη σιγουριά και εμπιστοσύνη στις στροφές, και το βασικότερο δεν χτυπάει πυράκια οταν ζεσταθεί σε αντίθεση με το Guzzi.


Η σχέση μας μέχρι στιγμής

Παρόλο που είναι Βαυαρή στην καταγωγή, η «Στρουμπουλή» και στο μυαλό σου έρχονται εικόνες από δερμάτινα κόκκινα εσώρουχα και μαστίγια, η αλήθεια είναι πως δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Περισσότερο μοιάζει με μια Αγγλίδα ανέραστη αριστοκράτισσα, που τα κάνει όλα με το savoir vivre, κρατώντας τις αποστάσεις της. Ο ήχος από το μοτέρ ή την εξάτμιση δεν σε πορώνει, αλλά ούτε σε κουράζει στα μεγάλα ταξίδια. Είναι άνετη, ξεκούραστη, αλλά ακόμα… «δεν έχουμε ταιριάξει». Δεν έχουμε φτάσει στο σημείο που η σχέση μας θα γίνει απόλυτη, που θα νιώθω ότι είναι φτιαγμένη για εμένα.

Αν και ντύνεται στα κόκκινα και δείχνει έτοιμη για πάθη και περιπέτειες, στην πραγματικότητα παραμένει ψυχρή και συγκρατημένη. Σαν να περιμένει τον σωστό χορευτή για να αφεθεί στον ρυθμό του δρόμου…

Ίσως με τον καιρό, όταν την καταλάβω καλύτερα και εκείνη προσαρμοστεί στα δικά μου χέρια, να αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως η ψυχρή αριστοκράτισσα να αρχίσει να λυγίζει…

Συνεχίζεται… (Επόμενο επεισόδιο: οι πρώτες επισκευές και αναβαθμίσεις).