Royal Enfield Bear 650 — Η αρκουδίτσα

Εκεί που κάθεσαι χαλαρά και χαζεύεις στο ίντερνετ, πέφτεις πάνω στην παρουσίαση ενός νέου μοντέλου μοτοσυκλέτας. Κάτι σε τραβάει, φαίνεται ενδιαφέρον.
Αρχίζεις να το ψάχνεις, να το συζητάς με φίλους, να ψάχνεις φωτογραφίες, βίντεο, κριτικές. Κάτι μέσα σου σου λέει πως αυτό είναι για σένα.

Ο καιρός περνάει… και μια μέρα το βλέπεις τυχαία από κοντά. Σε εντυπωσιάζει, αλλά η στατική επαφή σε αφήνει λίγο προβληματισμένο.
Το βάζεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου και η ζωή συνεχίζεται. Δεν το σκέφτεσαι πια. Όταν το συναντάς στο δρόμο, το μάτι σου σχεδόν το προσπερνάει.

Μέχρι που, αναπάντεχα, φτάνει η στιγμή της δοκιμής.
Είχες κανονίσει να οδηγήσεις ένα άλλο μηχανάκι, αλλά τελικά δεν είναι διαθέσιμο… και στα χέρια σου έρχεται το Royal Enfield Bear 650.

Και τότε όλα αλλάζουν.
Ξαφνικά, όλα τα καταχωνιασμένα συναισθήματα και οι παλιές σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Μια απίστευτη ευφορία σε διαπερνάει.

Πώς είναι δυνατόν ένα άψυχο, μεταλλικό αντικείμενο να σου προκαλεί τόσα συναισθήματα;
Ή μήπως δεν είναι και τόσο άψυχο τελικά;

Το μοτέρ του Bear 650 δείχνει πιο δυνατό από τις προηγούμενες εκδόσεις του δικύλινδρου 650 της Royal Enfield.
Σύμφωνα με την εταιρία, έχει 8% περισσότερη ροπή, χάρη σε νέες ρυθμίσεις αλλά και στην εξάτμιση, η οποία πλέον καταλήγει σε ένα ενιαίο τελικό.

Η πρώτη εντύπωση είναι θετική: ο κινητήρας φαίνεται ελαστικός, γεμάτος δύναμη, και συνοδεύεται από ευχάριστο ήχο.

Οι αναρτήσεις του είναι σχετικά σφιχτές. Τα πίσω αμορτισέρ δίνουν μια περίεργη αίσθηση:

  • πάνω από μικρές ανωμαλίες του δρόμου σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τίποτα,
  • αλλά στις μεγαλύτερες, η απόσβεση δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική.

Στον αντίποδα, στις στροφές είναι εξαιρετικά σταθερό. Τα φρένα του βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο:

  • το μπροστινό είναι ισχυρό και με πολύ καλή αίσθηση,
  • το πίσω έχει δύναμη, αλλά η πληροφόρηση δεν είναι στο ίδιο επίπεδο.

Τα ινδικά ελαστικά δεν προβληματίζουν πουθενά, οι κραδασμοί είναι από ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι, ενώ η σέλα είναι σκληρή και δεν δείχνει ιδιαίτερα άνετη για μεγάλα ταξίδια.

Το στρογγυλό πολυόργανο είναι πολύ όμορφο και είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί η Royal Enfield και στο Himalayan 450.

Και εκεί που οδηγείς χαλαρά, μαθαίνοντας τη μοτοσυκλέτα, με κατεύθυνση από Κερατέα προς Ανάβυσσο, ρίχνεις μια ματιά στο όργανο και βλέπεις μέση κατανάλωση κάτω από 3,5 λίτρα/100 χλμ! 

 Δεν μπορεί, κάτι πάει λάθος, σκέφτεσαι. Το δικό σου Royal Enfield Super Meteor 650 με το ίδιο μοτέρ δεν κατεβαίνει τόσο χαμηλά σε αυτούς τους ρυθμούς…

Κάνεις την πρώτη στάση για φωτογραφίες. Κάθεσαι, το χαζεύεις, το παρατηρείς με την ησυχία σου είναι η στιγμή που αρχίζεις πραγματικά να το γνωρίζεις

Το Bear 650 έχει κάτι το ιδιαίτερο. Διαθέτει λιτότητα, κομψότητα και μια σιωπηλή γοητεία που σου δημιουργεί συναισθήματα τα οποία αποκαλύπτονται μόνο όταν το οδηγήσεις.

Αν έπρεπε να το παρομοιάσω με μια γυναίκα, μάλλον θα έλεγα τη σύζυγό μου.

Όχι γιατί έχουν και οι δύο όμορφες καμπύλες, είναι όμορφες, κομψές, με χαρακτήρα και άποψη,

αλλά γιατί, αν τις γνωρίσεις πραγματικά, ανακαλύπτεις ότι έχουν πολύ περισσότερα να σου δώσουν απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.

Γιατί, πίσω από τη λιτή ομορφιά, υπάρχει ουσία και συναίσθημα.

Και τότε το συνειδητοποιείς:
Είναι όμορφο. Πολύ όμορφο.
Λιτό, απέριττο, χωρίς περιττά στολίδια. Όπως πρέπει να είναι οι μοτοσυκλέτες.
Όχι αυτοκίνητα με δύο ρόδες.

Με κέρδισε, όπως με είχε κερδίσει κι εκείνη, τότε, πριν από καιρό.

Βγαίνουμε παραλιακή και ανεβάζουμε ρυθμούς. Το Bear 650 αποδεικνύεται πολύ ευχάριστο και εύκολο μηχανάκι, στρίβει πρόθυμα και μεταφέρει ξεκάθαρα την αίσθηση της επαφής των τροχών με τον δρόμο εμπνέοντας σιγουριά.
Μπλέκουμε στην κίνηση όσο πλησιάζουμε, και το μόνο που σε προβληματίζει είναι η θερμοκρασία του κινητήρα, κάνει αισθητή την παρουσία της! Δεν είναι κάτι ανυπόφορο, αλλά σίγουρα δεν την αγνοείς.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, η κατανάλωση έχει ανέβει στα 3,8 λίτρα/100 χλμ.
Η συνέχεια περιλαμβάνει έναν καφέ και μια γρήγορη “επίδειξη” στον φίλο Θανάση. Το απόγευμα μας βρίσκει να κινούμαστε στην Εθνική Οδό με κατεύθυνση προς Κόρινθο. Ο ρυθμός είναι 110-120 χλμ/ώρα, και το όργανο δείχνει κατανάλωση περίπου 4 λίτρα/100 χλμ.

Στον επαρχιακό της Επιδαύρου, το Bear 650 είναι σκέτη απόλαυση. Οι στροφές, η σταθερότητα, ο ήχος… όλα συνεργάζονται ιδανικά.
Δυστυχώς, το σκοτάδι που έπεφτε δεν μας άφησε να το ευχαριστηθούμε όσο θα θέλαμε.

Το βράδυ με βρίσκει με την οικογένεια. Είμαστε όλοι δίπλα στον τετράποδο σύντροφο, τον φίλο, το μέλος της οικογένειάς μας που δεν μιλούσε, αλλά καταλάβαινε τα πάντα, για τελευταία φορά.

Κρατάμε βάρδιες  σαν να είμαστε στον στρατό, “σκοπιά” για να μην μείνει μόνος του ούτε στιγμή το τελευταίο του βράδυ.

Η επάρατη νόσος τον έχει καταβάλει, δεν μπορεί πια να μετακινηθεί, δεν τρώει…

Μας κοιτάζει μόνο με εκείνα τα απίστευτα μάτια, μάτια γεμάτα αγάπη.

Και τι σχέση έχει αυτό με το Bear 650;
Ίσως καμία… και ταυτόχρονα τα πάντα.
Γιατί το Bear 650 ήταν το μέσο που με βοήθησε να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη μετά το τελευταίο αντίο.

Προφανώς και δεν είναι όλα τέλεια, αλλά είναι αρκετά καλά θα έλεγα. Η ποιότητα κατασκευής είναι πάρα πολύ καλή, σίγουρα καλύτερη από αυτό που θα περίμενες στην κατηγορία τιμής της.

Φυσικά, υπάρχουν και κάποιες παραφωνίες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το χειριστήριο της οθόνης, απαράδεκτο ως προς τη χρήση του, ναι το συνηθίζεις, αλλά χαλάει λίγο την εμπειρία.
Και ενώ έχουν σχεδιάσει ένα πανέμορφο μεταλλικό καβούκι για τους διακόπτες, το συγκεκριμένο χειριστήριο δείχνει εκτός κλίματος και “χαλάει” την εικόνα.

Τα μαρσπιέ θα τα ήθελα λίγο μεγαλύτερα ή έστω τοποθετημένα ένα-δύο πόντους πιο έξω. Και κάπου εδώ… τελειώνουν οι παραφωνίες.

Αν το οδηγήσεις σαν χούλιγκαν, η κατανάλωση θα φλερτάρει ίσως και να ξεπεράσει τα 6 λίτρα/100 χλμ, ειδικά αν ψάξεις να βρεις την τελική του ταχύτητα.
Σε νορμάλ χρήση, όμως, μένει περίπου στα 4 λίτρα/100 χλμ.

Πριν από μερικά χρόνια, είχα οδηγήσει το Royal Enfield Interceptor 650 και, για να είμαι ειλικρινής, μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Έτσι, όταν ήρθε μήνυμα από τον φίλο Λεωνίδα για καφεδάκι στη Δάφνη, το Bear 650 ήταν η αφορμή να ξαναπεράσω με το Bear απο τους ίδιους δρόμους.

Η διαδρομή, μετά τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών, είναι γυμνή και αγνώριστη. Καθώς οδηγούσα, προσπαθούσα να καταλάβω αν κάτι στο στήσιμο του Bear 650 μου θύμιζε το Interceptor ή αν κάτι με χάλαγε. Δεν βρήκα τίποτα να με χαλάει αντιθέτως μου άρεσε πιο πολύ απο το Interceptor!!!
Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι έτσι θα έπρεπε να είχαν βγάλει το Interceptor πριν από χρόνια.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.

Το Bear 650 είναι φτιαγμένο για τέτοιες διαδρομές:
σφιχτές, στριφτερές, απολαυστικές, γεμάτες ρυθμό και χαμόγελο.
Κι αυτό το χαμόγελο δεν σβήνει ούτε όταν κατεβαίνεις από τη μηχανή, γιατί τότε είναι που κάθεσαι και την κοιτάς. Σε μαγνητίζει.

Κι έτσι, πριν το καταλάβω, έφτασα στο χωριό Δάφνη, όπου με περίμενε ο Λεωνίδας. Ελληνικός καφές, κουβεντούλα επί παντός επιστητού, χαζεύοντας τις μηχανές.
Λίγο πριν αναχωρήσω, ήρθε να μας συναντήσει και ο Νίκος με τη σύζυγό του, την Πόπη, ήρθαν από την Ιτέα μόνο για να πιουν καφέ μαζί μας!
Πολύ τους χάρηκα.

Αλλά είχε έρθει η ώρα να χαρώ και την αρκουδίτσα.
Ο Λεωνίδας μου είχε ετοιμάσει μια κοντινή διαδρομή, την οποία όμως δεν ακολούθησα ολόκληρη.
Ό,τι και να πούμε για τον Λεωνίδα είναι λίγο… ψυχάρα!

Φεύγω από τη Δάφνη με κατεύθυνση προς τις Ερυθρές. Η διαδρομή όμορφη, ήρεμη, αλλά ξαφνικά το μάτι πέφτει σε έναν χωματόδρομο που διασχίζει τα σταροχώραφα.
“Εδώ είμαστε”, σκέφτομαι… και χωρίς δεύτερη σκέψη, οι ρόδες της αρκουδίτσας πατάνε χώμα!

Εννοείται πως όλες οι μηχανές μπορούν να διασχίσουν χωματόδρομους, αλλά οι σύγχρονες μηχανές που είναι φτιαγμένες γι’ αυτό ξεχωρίζουν γιατί έχουν τη δυνατότητα απενεργοποίησης του ABS, τουλάχιστον στον πίσω τροχό. Αλλιώς, ειδικά αν φορτώσεις χιλιόμετρα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσεις.
Στάση λοιπόν… και με το πάτημα ενός κουμπιού, το ABS απενεργοποιείται στον πίσω τροχό της αρκουδίτσας και παραμένει έτσι, όσο δεν κλείσεις τον διακόπτη.

Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος κομμένα στάχυα, η πρόσφυση ελάχιστη και κατά διαστήματα σχεδόν ανύπαρκτη.
Παρόλα αυτά, η αρκουδίτσα τα πήγαινε περίφημα, μέχρι που μια απότομη κατηφόρα εμφανίζεται μπροστά μας!

 Κατεβαίνω για να την δώ καλύτερα.
“Γυρνάμε πίσω ή την κατεβαίνουμε;” σκέφτομαι.
Κοιτάζω την αρκουδίτσα κατάματα στο ένα της μάτι, γεμάτο απορία.
“Ανέβα, το έχουμε” μου απαντάει…
Και όντως, ήταν… ευκολάκι!

Στη συνέχεια, περιηγηθήκαμε σε έναν λαβύρινθο αγροτικών δρόμων ανάμεσα στα χωράφια, μέχρι που βγήκαμε στο κανάλι.


Ακολουθήσαμε τη διαδρομή δίπλα του και καταλήξαμε λίγο πριν τη Θήβα.
Από εκεί συνεχίσαμε μέχρι την Αλίαρτο, στη συνέχεια προς Μάζι, και λίγο πριν τη Μονή της Ευαγγελίστριας, στρίψαμε προς Πέτρα.
Κάναμε στάση σε μια βρύση να ξεκουραστούμε και μετά ανεβήκαμε στους καταρράκτες της Πέτρας, το νερό που έτρεχε αυτή την εποχή ήταν ελάχιστο.

Σύμφωνα με το πλάνο του Λεωνίδα, από εκεί θα έπρεπε να πάω στην Κορώνεια και μετά προς Αγία Άννα, Θίσβη κτλ.
Αλλά η ζέστη και η πείνα με είχαν καταβάλει, οπότε αποφασίζω να επιστρέψω προς Θίσβη και από εκεί να ξαναπιάσω τον χωματόδρομο δίπλα από το κανάλι, ώστε να βγω κοντά στις Ερυθρές.

Λίγο πριν τη Θήβα, παίρνουμε το δρόμο προς την παραλία Σαράντι.
Τι καταπληκτικός δρόμος είναι αυτός! Εξαιρετική χάραξη, καλή άσφαλτος, σκέτη απόλαυση…
Η αρκουδίτσα κρατάει πολύ καλό ρυθμό· ελαστικά, μοτέρ και πλαίσιο συνεργάζονται αρμονικά, ταξιδεύοντας σε σχετικά υψηλές ταχύτητες χωρίς το παραμικρό ίχνος προβληματισμού.
Διαβήτης!

Βρίσκουμε ξανά το κανάλι, λίγο μετά τα Λεύκτρα· τώρα, όμως, είναι γεμάτο απαγορευτικές πινακίδες.
Η επιλεκτική όρασή μας τις αγνοεί.
Σε αυτούς τους πατημένους χαλικόδρομους, η αρκουδίτσα βρίσκεται στο στοιχείο της.
Σηκώνεσαι όρθιος στα μαρσπιέ, αφήνεις τον πίσω τροχό να διαγράφει ημικύκλια με την παραμικρή ευκαιρία και απλά απολαμβάνεις.

Αφήνουμε για λίγο πίσω μας τον δρόμο δίπλα απο το κανάλι και χανόμαστε κυριολεκτικά στον λαβύρινθο των χωματόδρομων ανάμεσα στα χωράφια με κατεύθυνση τη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Φαίνεται τόσο κοντά, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά…
Περνάμε δίπλα από οικισμούς με κοντέινερ, όπου μένουν εργάτες.
Μάλλον τους χαλάσαμε τη μεσημεριανή σιέστα, γιατί μας κοιτάζουν με μια μίξη απορίας και καχυποψίας.
Ένα νέυμα… και συνεχίζουμε ακάθεκτοι.

Όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε τη μονάδα, που θα σήμαινε την επιστροφή σε ασφαλτόδρομο, δεν τα καταφέρνουμε.
Η μόνη λύση επιστροφή στον χαλικόδρομο δίπλα από το κανάλι.

Η αρκουδίτσα τα καταφέρνει περίφημα, παρότι οι αναρτήσεις της δεν έχουν μεγάλες διαδρομές.
Βοηθάει και το αρκετό ύψος από το έδαφος.
Το μόνο που θα ήθελα είναι τα μαρσπιέ να ήταν λίγο πιο έξω. Αυτό μόνο.

Στο μεταξύ, η κατανάλωση παραμένει σταθερά κάτω από 4 λίτρα/100 χλμ.
Βγαίνουμε στον επαρχιακό δρόμο και κατευθυνόμαστε προς Μάνδρα, ένας ακόμη υπέροχος δρόμος, αλλά επικίνδυνος εξαιτίας της έντονης κίνησης και κυρίως άλλων μοτοσυκλετιστών και οδηγών αυτοκινήτων που νομίζουν ότι βρίσκονται σε πίστα και αδιαφορούν πλήρως για τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου.

Η αρκουδίτσα κάνει ό,τι περνάει από τις ρόδες της για να με κάνει χαρούμενο και να διώξει όλες τις θλιβερές σκέψεις που έχουν θολώσει το μυαλό μου.
Και τα καταφέρνει.

Δεν είναι ένα απλό μεταφορικό μέσο.
Είναι μια συνεδρία ψυχανάλυσης.
Μια θεραπεία.

Πολλοί μπορεί να αναρωτιούνται πώς γίνεται ένα άψυχο αντικείμενο, όπως μια μοτοσυκλέτα, να μπορεί να μας γεννά τόσο έντονα συναισθήματα.

Η απάντηση κρύβεται σε δύο διαστάσεις:

Στη ρομαντική διάσταση, η μοτοσυκλέτα γίνεται προέκταση του εαυτού σου. Σου επιτρέπει να ξεφεύγεις από την καθημερινότητα, να νιώθεις ελευθερία, αυτονομία και πληρότητα. Είναι ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, ένας τρόπος να ξαναβρίσκεις ή ακόμα και να προβάλλεις τον εαυτό σου.

Και στη νευροβιολογία: η οδήγηση ενεργοποιεί νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη και η ενδορφίνη, που σχετίζονται με την ευχαρίστηση, την επιβράβευση και την αποφόρτιση από το στρες. Η συγκέντρωση που απαιτεί, η εναλλαγή εικόνων και ρυθμού, το στοιχείο του ελέγχου αλλά και του κινδύνου, δημιουργούν μια κατάσταση ροής (flow)  μια εμπειρία που ελάχιστες δραστηριότητες μπορούν να προσφέρουν στη σύγχρονη εποχή.

Ίσως γι’ αυτό, η μοτοσυκλέτα δεν είναι απλώς ένα μέσο μετακίνησης, είναι μια ψυχολογική ανάγκη. Ένα εργαλείο που γεφυρώνει την καθημερινότητα με την εσωτερική μας ισορροπία.

Κι αυτός είναι ο λόγος που, όσοι το έχουν ζήσει, επιστρέφουν ξανά και ξανά σε αυτήν την εμπειρία.

 Και η αρκουδίτσα το προσφέρει αυτό απλόχερα.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει συχνά η εντύπωση ανάμεσα στους μοτοσυκλετιστές ότι το πάθος τους, τούς κάνει ξεχωριστούς, ότι κατά κάποιον τρόπο υπερέχουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ίσως γιατί αυτό τους κάνει να νιώθουν καλύτερα.

Όμως, η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημάδι ανωτερότητας, αλλά προσωπικής επιλογής. Είναι ένα μονοπάτι που κάποιοι επιλέγουμε για να νιώσουμε ελευθερία, έλεγχο, απόδραση ή ηρεμία.
Για άλλους, αυτό το μονοπάτι μπορεί να είναι η θάλασσα, η αναρρίχηση, η ζωγραφική ή απλά μια βόλτα στο βουνό.

Η μοτοσυκλέτα δεν μας κάνει διαφορετικούς ως ανθρώπους, μας προσφέρει όμως, έναν διαφορετικό τρόπο να συνδεθούμε με τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Κι αυτό είναι που την κάνει μοναδική,  όχι το ότι μας τοποθετεί πάνω από τους άλλους.

Η αρκουδίτσα δεν απευθύνεται σε όσους ψάχνουν να αποδείξουν κάτι ή να δείξουν ανωτερότητα. Με τις κλασικές της γραμμές, τον χαρακτήρα της και την τίμια αξία της, σε προσγειώνει στην πραγματικότητα.

Φτάνουμε πίσω στη βάση μας χωρίς να έχουμε γράψει τα χιλιόμετρα που θα θέλαμε, λόγω των συγκυριών.
Και για την ιστορία, να πω ότι η μέση κατανάλωση της ημέρας ήταν 3,6 λίτρα/100 χλμ.

Η σέλα της κουράζει μετά από λίγη ώρα, αλλά, όπως είδα, υπάρχει και τουριστική έκδοση μόνο σε καφέ χρώμα, η οποία είναι και 1,5 εκατοστό πιο ψηλή.
Νομίζω ότι οι πιθανοί ιδιοκτήτες πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά.

Στο τέλος της ημέρας, συνειδητοποιώ ότι το Bear 650 δεν ήταν απλώς μια μοτοσυκλέτα για δοκιμή.
Ήταν το μέσο που με βοήθησε να ταξιδέψω μέσα μου, να βάλω σκέψεις και συναισθήματα σε μια τάξη, έτσι όπως μόνο μια πραγματική μοτοσυκλέτα μπορεί να σε ταξιδέψει.

Με πήγε σε χωράφια, σε στροφές, σε χωματόδρομους, σε φίλους, σε στιγμές χαράς, αλλά και σε σιωπηλές σκέψεις.

Η “αρκουδίτσα” δεν είναι απλά ένα κομμάτι μέταλλο με δύο ρόδες. Είναι ένα καταφύγιο.
Ένας συνοδοιπόρος που ξέρει να ακούει χωρίς να μιλάει, που σε βοηθά να βάλεις σε τάξη τα πάντα μέσα σου, ακόμα κι όταν πρέπει να πεις το πιο δύσκολο αντίο.

Δεν είναι τέλεια. Έχει τις ιδιοτροπίες της, τις ελλείψεις της, τα σημεία που θα ήθελες να είναι αλλιώς.
Αλλά αυτό είναι που την κάνει αληθινή.

Στο τέλος, αυτή η αίσθηση ελευθερίας, αυτή η ψυχοθεραπεία που προσφέρει, είναι κάτι που δεν αγοράζεται.

Και κάπως έτσι, αυτή η βόλτα θα μείνει πάντα μαζί μου.
Όχι γιατί οδήγησα το Bear 650, αλλά γιατί, χάρη σε αυτό, έζησα κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή βόλτα.
Με ηρέμησε, με χαλάρωσε και με επέστρεψε πίσω στην οικογένειά μου.

Αν αφήσουμε στην άκρη τους ρομαντισμούς, θα έλεγα ότι το Bear 650 είναι ίσως το καλύτερο μοντέλο που έχει παρουσιάσει η Royal Enfield!

Η στενή σιλουέτα του και το αρκετό κόψιμο του τιμονιού σε βοηθούν να ελίσσεσαι εύκολα ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα.
Το βάρος, στα 216 κιλά, είναι απόλυτα διαχειρίσιμο, ενώ η κατανάλωση είναι η μεγάλη έκπληξη, στο καθημερινό πήγαινε-έλα από το σπίτι στη δουλειά, μέσα από το κέντρο της Αθήνας και την απίστευτη κίνηση, δεν ξεπέρασε τα 4 λίτρα/100 χλμ.
Σε επαρχιακούς δρόμους, με χαλαρή διάθεση, η κατανάλωση πέφτει ακόμα πιο χαμηλά·
αλλά αν αποφασίσεις να το στίψεις, θα δεις νούμερα που πλησιάζουν τα 6 λίτρα/100 χλμ.

Το μοτέρ του είναι απολαυστικό και ο ήχος του εθιστικός.
Ο ψεκασμός δουλεύει άψογα, ο Takashi Yamamoto έκανε πάλι το θαύμα του!

Τα φρένα είναι πολύ καλά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μονό δίσκο μπροστά.

Το επαρχιακό-ορεινό οδικό δίκτυο είναι το φυσικό του στοιχείο· εκεί το Bear 650 λάμπει!

Όμως δεν θα πει όχι ούτε στις εθνικές οδούς.
Η τελική ταχύτητα φτάνει τα 165 χλμ/ώρα και τα πιάνει εύκολα, ενώ μπορεί να τα διατηρήσει χωρίς κόπο — αρκεί να είσαι έτοιμος να παλέψεις με τον αέρα, μιας και μιλάμε για μια γυμνή μοτοσυκλέτα.

Και το χώμα δεν το φοβάται.
Σε χωματόδρομους οποιασδήποτε κατάστασης, το Bear 650 μπορεί να κινηθεί χωρίς δισταγμό.
Δεν είναι εντούρο, αλλά αν του δώσεις φλαταδούρες και αρχίσεις να παίζεις με την πρόσφυση, θα ζωγραφίσεις κύκλους και ημικύκλια.
Το ίδιο ισχύει και στην άσφαλτο, η ροπή του κινητήρα είναι αρκετή για να σπάσεις την πρόσφυση του πίσω ελαστικού, και μιας και δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά βοηθήματα, η αίσθηση είναι πραγματική!

Με δύο άτομα θα ζοριστεί από θέμα χώρων· δεν είναι φτιαγμένο γι’ αυτό.
Αν, όμως, μιλάμε για σύντομες εξορμήσεις ή για λιτούς ταξιδιώτες που δεν κουβαλάνε πολλά πράγματα, δεν θα πει όχι και αναλογιζόμενοι πάντα το είδος και το στυλ της μοτοσυκλέτας, δεν θα τους κουράσει ιδιαίτερα.

Και ίσως, για πρώτη φορά…
να μη θέλω να την επιστρέψω.
Ίσως να θέλω να την κρατήσω δική μου.
Ίσως να βρήκα αυτό που έψαχνα για πάρα πολύ καιρό.

Θα έλεγα ότι είναι μια μοτοσυκλέτα που όλοι πρέπει να οδηγήσουν  και γιατί όχι, να αποκτήσουν.
Είναι για όλες τις ηλικίες και ταιριάζει σε όλα τα γούστα,
είτε είσαι νέος, είτε μεστωμένος, είτε παραγινομένος.  Με γένια ή χωρίς,
με καγκούρικες διαθέσεις ή ήρεμος ταξιδευτής.  Κάνει για όλους …

Δείχνει το ίδιο όμορφη έξω από κάποιο κουλτουριάρικο καφέ στην πόλη,
ή σε ένα επαρχιακό καφενείο,
ή ακόμα καλύτερα στην κορυφή ενός βουνού.

Και τη θέλω.
Να ρίχνω έναν σάκο πίσω, να ανοίγω το γκάζι
και να χάνομαι στον ορίζοντα.
Το μόνο που μένει,
είναι να βρω πώς θα την αποκτήσω.

Κι εύχομαι κι εσείς να τη δοκιμάσετε,
να τη νιώσετε,
να σας κερδίσει όπως κέρδισε εμένα…
και να τη κάνετε δική σας.
Γιατί το αξίζει.

Royal Enfield Classic 350 Madras Red, Lady Scarlet η Κυρία με τα Κόκκινα που Δεν Ξεχνιέται

Η Royal Enfield Classic 350, ντυμένη στα Madras Red, δεν είναι απλώς μια ακόμη μοτοσυκλέτα. Είναι μια ιστορία επάνω σε δύο τροχούς, μια αφήγηση που δεν γράφεται με λέξεις, αλλά με διαδρομές.

Δεν έχει φτιαχτεί για να μεταφέρει το σώμα, αλλά για να ταξιδεύει την ψυχή.

Από την πρώτη ματιά, νιώθεις πως θα την θυμάσαι.

Από την πρώτη διαδρομή, ξέρεις πώς δεν θα την ξεχάσεις ποτέ.

Θα μπορούσε να είναι μια ντίβα του παλιού σινεμά, ντυμένη στα κόκκινα, με βλέμμα που καθηλώνει και κίνηση που υπονοεί περισσότερα απ’ όσα φαίνονται.

Μια γυναίκα που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να τραβήξει την προσοχή.

Κομψή, μυστηριώδης, ερωτική, με λάγνο βλέμμα και παρουσία που αφήνει πίσω της αναστάτωση και πόθο.

Αυτή είναι η Lady Scarlet.

Οι γραμμές της είναι κλασικές, νοσταλγικές, με καμπύλες σαν της Θεάς Αφροδίτης.

Μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από άλλες δεκαετίες, τότε που οι καμπύλες ήταν θέλγητρο.

Κι όμως, μέσα στη σημερινή εποχή, δεν μοιάζει ξεπερασμένη, μοιάζει και είναι διαχρονική.

Το Madras Red της δεν κραυγάζει, συστήνεται με σιγουριά, με μια αυτοπεποίθηση που δεν χρειάζεται φανφάρες.

Δεν βιάζεται. Η Lady Scarlet θέλει να σε κάνει να ζήσεις κάθε μέτρο, όχι να το προσπεράσεις. Είναι σύντροφος σε ταξίδι, όχι εργαλείο ταχύτητας. Κάθε κραδασμός, κάθε ήχος του μονοκύλινδρου κινητήρα είναι σαν παλμός καρδιάς που χτυπά δίπλα σου, πάνω σου, μαζί σου, μέσα σου.

Είναι για όσους δε βιάζονται να φτάσουν, αλλά θέλουν να θυμούνται ότι ταξίδεψαν. Για όσους αναγνωρίζουν την αξία του χαρακτήρα, της ιστορίας, του έρωτα.

Και κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει αυτή η ιστορία…

αν δεν μιλούσαμε για μια μοτοσυκλέτα ….

Ένα ελεύθερο Σαββατοκύριακο, μακριά από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, βάζει το μυαλό σε σκέψεις.
Πού να πάω; Με τι;
Λες να…; Μπα… Ίσως όμως είναι μια καλή ιδέα.

Και κάπως έτσι, στέλνω μήνυμα στον Μάνο, «μήπως υπάρχει καμιά μηχανή για δοκιμή το Σαββατοκύριακο;»
Όχι όμως όποια κι όποια, ήθελα ένα από τα τριαμισάρια. Είτε το Classic, είτε το Meteor.
Και κάπως έτσι, άρχισαν να κινούνται τα νήματα…

Με την βοήθεια του Γιάννη και της Ελένης μερικές ώρες αργότερα στεκόμουν απέναντι από την Lady Scarlet.
Και εκείνη… με κοίταζε πίσω.
Με ένα βλέμμα γεμάτο πάθος, σαν να μου ψιθύριζε «Διάλεξέ με. Δεν θα το μετανιώσεις…»

Κι έξω στο πάρκινγκ, η Τζο (η δική μου μηχανή ενα Royal Enfield Super Meteor 650) με κοιτούσε θυμωμένη «Θα αφήσεις εμένα, για να πας βόλτα με τη μικρούλα;»

Δεν την άκουγα, είχα θολώσει, η καρδιά χτυπούσε δυνατά, η πίεση είχε ανέβει και δεν είμαστε σε ηλικία για τέτοια …

Σύντομα βρίσκομαι καβάλα στην Scarlet και η πρώτη έκπληξη είναι το πόσο ελαφριά την αισθάνεσαι και συνάμα ότι έχει απίστευτα ωραία ποιοτητα κύλισης …
Οι αναρτήσεις της έχουν ένα γλυκό αλλά σφιχτό συνάμα δούλεμα που περνάς απο τις ανωμαλίες του οδοστρώματος με μια αρχοντιά, αριστοκρατικά θα έλεγα …

Το μοτεράκι της είναι σαν χτυποκάρδι ειδικά στο ρελαντί, παράγει ένα ελαφρύ κραδασμό που δεν ενοχλεί πουθενά, ίσα ίσα υπενθυμίζει ότι ζει και αναπνέει εκεί κάτω, στο κλείσιμο του γκαζιού οι στροφές πέφτουν γρήγορα στο ρελαντί και στην αρχή νομίζεις ότι έχει σβήσει …

Αλλά αυτό ειναι εκει και χτυπά… για σενα.

Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι είναι μια ομοιογενής και ποιοτική μοτοσυκλέτα.

Η σέλα της είναι άνετη και μαλακή, το τιμόνι σχετικά στενό αλλά η θέση οδήγησης είναι ωραία, ξεκούραστη, αρχοντική, κάθεσαι πάνω στην μοτοσυκλέτα σαν να ιππεύεις άλογο.

Τα φρένα της είναι αρκετά για τις επιδόσεις της (τις ποιές; ) …

Και φτάνουμε στο μελανό σημείο της, τις επιδόσεις, η καλύτερα στην έλλειψη αυτών …

Μέσα στην κίνηση της πόλης έχει αρκετή δύναμη και ροπή για να κινείται απροβλημάτιστα αλλά έτσι και βγείς σε ανοιχτό δρόμο εκεί δείχνει την αδυναμία της να ακολουθήσει τα άλλα οχήματα πέραν των ορίων ταχύτητας …

Το απόγευμα με βρίσκει να πίνω καφέ και να την δείχνω στον φίλο Θανάση και κανονίζουμε για το που θα την πάμε την επόμενη μέρα.

Το βράδυ κλείνει με μια βόλτα μέχρι το λιμάνι για μερικές φωτογραφίες …

Η Scarlet ποζάρει κάτω απ’ τα φώτα, με τρόπο που σχεδόν ζηλεύει κάθε άλλη παρουσία στο πάρκινγκ.

Ξημερώνει. Φτιάχνω καφέ, βγάζω τα σκυλιά βόλτα και ετοιμάζομαι.
Συναντιόμαστε με τον Θανάση, ο οποίος καβαλά ένα Royal Enfield Continental 650, και την παρέα συμπληρώνει ο γιος μου, ο Νικόλας, με ένα Royal Enfield Himalayan 450.
Σαν μάζωξη βασιλικής οικογένειας… 

Έχουμε κανονίσει να πάμε μέχρι τη Λάρυμνα, για να δούμε τον εγκαταλελειμμένο οικισμό των μεταλλωρύχων της ΛΑΡΚΟ.
Έναν τόπο βουβό, με βαριά ιστορία και εικόνες που έχουν παγώσει στον χρόνο.

Πρώτη στάση στον Ασπρόπυργο για ανεφοδιασμό , κι εκεί διαπιστώνουμε πως το Himalayan έχει πατήσει μια βίδα και έχει σκάσει το πίσω λάστιχο.
Ο μικρός το ένιωσε αμέσως να πλέει, και ευτυχώς που τα μαμά ελαστικά έχουν σκληρά πλαϊνά, δεν ξεζάνταρε, ούτε έκατσε τελείως.

Θα φανταζόταν κανείς πως η αναζήτηση βουλκανιζατέρ στον Ασπρόπυργο θα ήταν κάτι απλό και εύκολο, και είναι αρκεί να έχεις φορτηγό, αν έχεις μοτοσυκλέτα, σε στέλνει ο ένας στον άλλον.

Τελικά, βρήκαμε ένα συνεργείο μοτοσυκλετών που μας εξυπηρέτησε άμεσα.
Να είναι καλά οι άνθρωποι.
Κι έτσι, συνεχίσαμε τη βόλτα μας…

Η επόμενη στάση έγινε στις Ερυθρές, στην εγκαταλελειμμένη στρατιωτική βάση.
Βγάλαμε μερικές φωτογραφίες, περιπλανηθήκαμε λίγο στα ίχνη του παρελθόντος και συνεχίσαμε για Αλίαρτο.

Προσπαθώ να επιβάλλω τους ρυθμούς και τα «θέλω» μου στη Scarlet κι εκείνη τα δέχεται αγόγγυστα.  Πάμε τέρμα γκάζι…

Που σημαίνει ότι κινούμαστε με μάξιμουμ 110 χλμ/ώρα. Άντε, και λίγο παραπάνω. 

Από το εργοστάσιο, η μοτοσυκλέτα έρχεται με κόφτη στα 120 χλμ/ώρα (αν και αυτά δεν τα είδαμε, ίσως δεν βρήκαμε αρκετά μεγάλη κατηφόρα… ).

Με αυτές τις σκέψεις, φτάνουμε στην Αλίαρτο.
Περνάμε από έναν φούρνο, για να πάρουμε το πρωινό που δεν φάγαμε.
(Η αγαπημένη μου λείπει αυτές τις μέρες και το σπίτι είναι άδειο. Μόνο τα ντουλάπια δεν έχουμε φάει…)

Καθόμαστε στη σκιά ενός πλάτανου για καφέ.
Ώρα για κουβέντα, για γέλιο, και φυσικά για να συζητήσουμε τη μέχρι τώρα συμπεριφορά της Lady Scarlet…

Συνεχίζουμε προς Ακραίφνιο με μερικές στάσεις για φωτογραφίες, η Scarlet θα μπορούσε άνετα να είναι pin-up μοντέλο.

Ξέρει να στέκεται, ξέρει να παίρνει ωραίες πόζες και να τραβάει τα βλέμματα …


Στην πορεία ενα ζουζούνι βρίσκει τρόπο να τρυπώσει μέσα στο μπουφάν απο το λαιμό και με τσιμπά ψηλά στο στέρνο …

Ενας έντονος πόνος με διαπέρνα, σαν να μου έκανε βουντού η “Τζο” (η μηχανή μου που την είχα αφήσει στην αντιπροσωπεία για τα ματια της μικρής κοκκινομάλας) …

Δεν ξέρω τι στούκας ήταν, αλλά τρεις μέρες μετά ακόμα είναι κόκκινο, πονάει και με φαγουρίζει …

Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στο Ακραίφνιο και δίχως να σταματήσουμε συνεχίζουμε προς Λάρυμνα όπου και σταματάμε στην είσοδο του οικισμού …

Εκεί, στην είσοδο του οικισμού, μας πλησιάζει ο φύλακας και μας ενημερώνει ευγενικά πως απαγορεύονται οι φωτογραφίες.
Μπορούμε να περιηγηθούμε ελεύθερα, αλλά χωρίς να αποτυπώνουμε τίποτα στον φωτογραφικό μας φακό.

Λίγα λεπτά αργότερα, μας πλησιάζει και η σύζυγός του.
Με μια θλίψη, μας εξιστορεί την ιστορία του οικισμού, πώς ξεκίνησε, πώς μεγάλωσε, πώς… ερήμωσε.

Θα μπορούσε να είναι η ιστορία του ίδιου του Ελληνικού κράτους.
Ένας κάποτε ακμαίος οικισμός, που έφτανε τους 3.500 κατοίκους, σήμερα στέκει βουβός και έρημος.

Οι ταμπέλες μαρτυρούν μια άλλη εποχή: Ιατρεία, φαρμακεία, μαγαζιά… κινηματογράφος.
Σαν μια μικρή αυτάρκης πολιτεία, βγαλμένη από τα όνειρα της μεταπολεμικής ανάπτυξης.

Η κυρία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί.  Η οικογένεια του παππού της, ανταποκρινόμενη στην αγγελία που είχε βάλει ο Μποδοσάκης, άφησε την άλλη άκρη της Ελλάδας και εγκαταστάθηκε εδώ.
Ο ντόπιος πληθυσμός δεν πήγαινε να δουλέψει στα ορυχεία, οπότε ήρθαν άλλοι να ριζώσουν.

Τρεις γενιές:
Έζησαν, δούλεψαν, ονειρεύτηκαν, αγάπησαν, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες.
Και τώρα, όλα αυτά έμειναν πίσω.
Άδεια.

Μετά την κρατικοποίηση, ήρθε η κακοδιαχείριση.
Οι κομματικές ανάγκες, το βόλεμα ημετέρων, το γνωστό έργο.
Και τελικά, το κλείσιμο των μεταλλείων.

Όπως μας είπε, οι εργαζόμενοι έμεναν στα σπίτια του οικισμού καταβάλλοντας ένα συμβολικό αντίτιμο, χωρίς άλλη επιβάρυνση για ρεύμα, νερό κ.λπ.
Μια πραγματική μικρή πόλη.
Οι τελευταίοι αποχώρησαν μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν η ΛΑΡΚΟ έκλεισε οριστικά.

Μέσα στη σιωπή αυτού του ξεχασμένου τόπου, η Scarlet στεκόταν ακίνητη.
Δεν έμοιαζε παράταιρη, ήταν ένα με αυτό το περιβάλλον.
Σαν να άκουγε τις ιστορίες των τοίχων… σαν να είχε ξαναβρεθεί εκεί.

Συνεχίσαμε την πορεία μας, με μια θλίψη να πλανάται πάνω μας.
Κι εγώ σκεφτόμουν… Ελπίζω και εύχομαι οι επόμενες γενιές να μην κάνουν τα δικά μας λάθη.

Φτάνουμε στο αναστηλωμένο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και κάνουμε μια στάση.
Προσπαθούμε να ξετινάξουμε από πάνω μας αυτή τη μαυρίλα που μας είχε καταπλακώσει.
Ύστερα κατεβαίνουμε στο λιμάνι, εκεί όπου δεσπόζει το έρημο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ , σαν φάντασμα του παρελθόντος.

Συνεχίζουμε προς τον δεύτερο οικισμό του συγκροτήματος, ο οποίος, σε αντίθεση με όσα μας είχαν πει, δείχνει να έχει ζωή.

Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ, διαμερίσματα που φαίνεται να κατοικούνται, απλωμένα ρούχα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Και όμως… οι κατοικίες εξωτερικά δείχνουν παρατημένες.
Απεριποίητες.
Ίσως χρησιμοποιούνται ως παραθεριστικές κατοικίες από πρώην κατοίκους ή απογόνους τους.
Ίσως πάλι… κάποιοι προσπαθούν να τα οικειοποιηθούν.

Αυτή η σκέψη ενισχύεται, όταν ένας περαστικός οδηγός σταματά και μας λέει:
«Ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Καλύτερα να γυρίσετε πίσω, φαίνεστε χαμένοι…»

Τον ευχαριστούμε ευγενικά, αλλά τον αγνοούμε.
Συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε στον οικισμό και ο δρόμος τελικά μας βγάζει σε ένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα.

Καθόμαστε.
Να ξεκουραστούμε, να φάμε, να δροσιστούμε.
Αλλά κυρίως να βάλουμε τις σκέψεις μας σε τάξη.
Όλα αυτά… είναι πολλά για να τα χωνέψεις.

Ευτυχώς, η θέα, η θάλασσα, και το νόστιμο φαγητό διώχνουν όλες τις αρνητικές σκέψεις.
Έστω για λίγο.

Ενώ λέγαμε να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, κατεβήκαμε πρώτα στο λιμάνι για μερικές ακόμη πόζες της Scarlet.
Σαν να ήθελε να αποχαιρετήσει τον χώρο. Ή μπορεί να τον θυμάται.

Στη συνέχεια, συνεχίσαμε προς το Μαρτίνο.
Ο Θανάσης και ο Νικόλας πήραν τον δρόμο της επιστροφής μέσω Εθνικής, μετά από προτροπή μου, και εγώ αποφάσισα να συνεχίσω από τον παράδρομο.

Λίγο μετά το Ακραίφνιο, όμως, ο δρόμος έγινε χωματόδρομος  και λίγο αργότερα κόπηκε τελείως. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω, προς το Ακραίφνιο, και από εκεί, ακολουθώντας τα βήματά μας ανάποδα, επέστρεψα στην Αλίαρτο.
Λίγο αργότερα, νωρίς το απόγευμα, βρισκόμουν ήδη πίσω στο σπίτι.

Κι εκεί συνέβη κάτι… παράδοξο.
Η Scarlet με είχε αλλάξει.
Με είχε μαλακώσει.

Δεν προσπαθούσα πια να της επιβάλλω τον ρυθμό μου.
Αφέθηκα στις ρόδες της να με ταξιδέψουν ήρεμα, απολαυστικά, χαλαρωτικά.

Σαν τα δύο καρδιοχτύπια να έγιναν ένα…

Lady Scarlet, η μηχανή που δεν σε πάει απλώς κάπου… σε φέρνει πιο κοντά σε σένα.

Διανύσαμε 279 χλμ τα περισσότερα απο τα οποία έγιναν με τέρμα γκάζι και κατανάλώσαμε 9,5 λίτρα απλής βενζίνης, το οποίο μας κάνει μια μέση κατανάλωση στα 3,42 λιτρα/100 χλμ.

Αφού ξεκουράστηκα για λίγο και αφού τα είπα με τον μικρό και καθώς άρχισε να σουρουπώνει την καβάλησα ξανά με προορισμό την Αρχαία Επίδαυρο, όπου σκόπευα να περάσω την νύχτα με την σύζυγο και τα δύο μικρότερα τέκνα …

Ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν πιο χαλαρός

Είχα αρχίσει να την γνωρίζω, να την καταλαβαίνω …

Αφέθηκα να την απολαμβάνω με όλες μου τις αισθήσεις.

Ο ήχος της με διαπερνούσε, οι ελάχιστοι κραδασμοί με χαλάρωναν …

Ο χαλαρός ρυθμός έδινε την ευκαιρία στο βλέμμα να ξεφεύγει να βλέπει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν…

Η νύχτα μας έχει πιάσει για τα καλά στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης όπου κάνω στάση για να πάρω burger, τα οποία αποδείχθηκαν εξαιρετικά.

Το μαγαζί είναι στην αρχή του χωριού στο ρεύμα προς Κόρινθο, πρέπει να είναι νέο μαγαζί γιατι δεν το θυμάμαι να το εχω ξαναδεί …

Για τους λάτρεις των burger επιβάλλεται μια βόλτα μέχρι εκεί !!!

Ο επαρχιακός της Επιδαύρου δεν έχει κίνηση και με τα burger στην πλάτη η Scarlet μοιαζει ασταμάτητη λές και πιστεύει οτι το ένα είναι για αυτήν και βιάζεται να φτάσουμε για να το απολαυσει …

Ο προβολεας της, τεχνολογίας led έχει αρκετά καλή δεσμη αριστερά και δεξιά αν και φωτίζει σχετικά κοντά το ίδιο και η μεγάλη σκάλα.

Στροφή την στροφή καταπίναμε τα χιλιόμετρα σε ένα απολαυστικό ρυθμό, χαλαρό μεν απολαυστικό δε.

Φτάνουμε στο κάμπινγκ και αφου τελειώνουν οι αγκαλιές και τα φιλιά, είχε έρθει η ώρα να απολαύσουμε τα burger, όντως αξίζουν !!!

Η συνέχεια είχε παιχνίδι με τον μικρό και δίχως να το καταλάβω με πήρε ο υπνος …

Το πρωί ξυπνάω απο τα κελαηδίσματα των πουλιών.

Σηκώνομαι αναζωογονημένος, ξεκούραστος, έτοιμος για νέες περιπέτειες με την Scarlet …

Φτιάχνω καφέ, της ρίχνω μια κλεφτή ματιά.

Στέκει εκεί έτοιμη και αυτή, ξεκούραστη απο τα χθεσινά χιλιόμετρα.

Με κοιτάει με ανυπομονησία σαν να μου λέει:

“άντε τελείωνε είναι ώρα να ξεκινήσουμε.

Δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας.

Αύριο θα με αφήσεις και θα γυρίσεις στην καλή σου …”

Της γυρνάω την πλάτη και κάθομαι να απολάυσω τον καφέ μου ρεμβάζοντας και περιμένοντας την οικογένεια να ξυπνήσει …

Προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, τι είναι αυτό που με τραβάει τόσο σε αυτήν την μοτοσυκλέτα;

Σίγουρα όχι οι επιδόσεις, δεν είναι εκεί οι συγκινήσεις της …

Αλλά έχει κάτι άλλο.
Μια ωραία ομοιογένεια.
Σε χαλαρώνει.
Είναι σαν να κάνεις διαλογισμό πάνω σε δύο τροχούς.

Η Zen μοτοσυκλέτα.

Αν ο Ρόμπερτ Πίρσιγκ ζούσε σήμερα, ίσως κάτι τέτοιο να καβαλούσε.

Η οικογένεια έχει ξυπνήσει, την μοναξιά και την ησυχία την αντικαθιστούν γλυκές φωνές, αγκαλιές και φιλιά …

Ετοιμάζομαι, το μόνο που παίρνω μαζί μου είναι ένα θερμός με παγωμένο νερό …

Η Scarlet παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση, είναι σαν να μου λέει:

“Αντε τελείωνε δεν μπορώ να περιμένω άλλο … 

Σε θέλω…

Να με ταξιδέψεις σε μέρη νέα, άγνωστα.

Να φτιάξουμε μαζί εμπειρίες και αναμνήσεις ανεξίτηλες στον χρόνο”

Της ρίχνω ένα βλέμμα που υπονοεί πολλά και κατευθύνομαι προς το μέρος της, την καβαλώ, πατάω την μίζα και η καρδιά της αρχίζει να χτυπά ρυθμικά στον ίδιο ρυθμό με την δική μου, γινόμαστε ένα…

Φεύγουμε απο την Παλιά Επίδαυρο με κατεύθυνση προς το Ναύπλιο περνάμε έξω απο το Λυγουριό και συνεχίζουμε.

Διασχίζουμε το Νάυπλιο, την Νέα Κϊο, το Κιβέρι…

Υπάρχουν φίλοι που θα μπορούσαμε να δούμε! αλλά δεν έχουμε χρόνο και για να πω την αλήθεια, δεν θέλω να την μοιραστώ την θέλω μόνο για μένα …

Στο Ξηροπήγαδο κάνουμε την πρώτη σταση της ημέρας για να πιούμε μια γουλιά νερό και συνεχίζουμε …

Φτάνουμε στο Παράλιο Άστρος.

Αφήνουμε πίσω μας το παραλιακό μέτωπο και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε τον Πάρνωνα με κατεύθυνση πρός τον Πλάτανο.

Ο δρόμος στενός, ανηφορικός, φιδίσιος, απολαυστικός …

Η Scarlet δείχνει να τον απολαμβάνει όσο και εγώ …

Η χαμηλόροπη καρδιά της σου επιτρέπει να ανηφορίζεις το βουνό χωρίς πίεση, χωρίς την ανάγκη για συνεχείς αλλαγές ταχυτήτων …

Το σχετικά κοντό μεταξόνιο της την κάνει παιχνίδι στις φουρκέτες και οι καταπληκτικές της αναρτήσεις απορροφούν κάθε σπάσιμο του επαρχιακού δρόμου χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.…

Φουρκέτα την φουρκέτα ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά.

Αφήνουμε πίσω μας την ζέστη του κάμπου, το δροσερό αεράκι μας χαιδέυει το πρόσωπο.

Η θέα προς το Παράλιο Άστρος από ψηλά είναι συγκλονιστική. …

Αφου περάσαμε το διάσελο ξεκινά η κατάβαση μας προς το Πλάτανο.

Σε κάποια σημεία που τα έχουν στρώσει με νέα άσφαλτο είναι καταπληκτικά και ακόμα και μια μοτοσυκλέτα σαν την Scarlet μπορεί να σου προσφέρει συγκινήσεις …

Η Scarlet είναι στο στοιχείο της, δείχνει να είναι φτιαγμένη για να κινείται σε τέτοιους δρόμους …

Ο ήχος του μοτέρ και της εξάτμισής της είναι ο μόνος που διαταράσει την σιωπή του βουνού …

Περνάμε απο τον Πλάτανο χωρίς να σταματήσουμε, είχαμε ξαναπεράσει πριν απο κάποιους μήνες  και συνεχίζουμε …

Συνεχίζουμε και φτάνουμε στην Σίταινα όπου γίνεται ένας οργασμός απο ετοιμασίες κάποια γιορτή φαίνεται πως πλησιάζει…

Συνεχίζουμε προς Καστανίτσα απολαμβάνοντας τους έρημους δρόμους τού Πάρνωνα…

Φτάνουμε στην Καστανίτσα, η οποία μας δίνει μια καλή αφορμή για στάση.
Λίγη ξεκούραση, λίγη δροσιά, λίγο να γεμίσουν οι αισθήσεις…

Η Scarlet μου «παραπονιέται», σχεδόν παρακαλάει να τη φωτογραφίσω , και πώς να της το αρνηθώ;
Στέκει εκεί, κομψή και περήφανη, σαν να ανήκει στο τοπίο.

Συνεχίζουμε, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο βουνό.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Μια βροχή , θα ήταν λύτρωση.

Με παρέα τη συννεφιά, περιηγούμαστε στα δάση του Πάρνωνα.
Δεν αργούμε να αφήσουμε την άσφαλτο και να ακολουθήσουμε χωματόδρομους, βυθιζόμαστε πιο βαθιά μέσα στη φύση, ψάχνοντας την καρδιά του δάσους.

Διαταράσσουμε την ησυχία του με τον βόμβο της εξάτμισης, μα η Scarlet δεν φαίνεται ξένη σε τούτο το τοπίο.

Είναι μια καταπληκτική μοτοσυκλέτα εξερεύνησης.

  • Είναι άνετη, με χαμηλό κέντρο βάρους.
  • Τα κιλά της δεν είναι λίγα, αλλά δεν φαίνονται , ούτε στατικά ούτε εν κινήσει.
  • Οι αναρτήσεις της καταπίνουν τα πάντα (σε λογικά πλαίσια).
  • Ο ψεκασμός άψογος, καμία διστακτικότητα, ακόμη και σε χωματόδρομους ή δασικούς δρόμους.
  • Το κοντό μεταξόνιο, το αρκετό ύψος από το έδαφος, και ταυτόχρονα το χαμηλό ύψος σέλας, κάνουν τη διαφορά.
  • Το χαμηλόροπο μοτέρ της βγάζει δύναμη ομαλά, ελεγχόμενα, προοδευτικά, και βρίσκει πρόσφυση παντού.

Δεν είναι «εντουράδικη» με τη στενή έννοια, μα έχει τη στόφα της περιπέτειας.
Σε πάει όπου θες , όσο θες , χωρίς να ζητήσει πολλά.
Και πάντα με τον δικό της, αρχοντικό τρόπο.

Η συνέχεια μας βρίσκει να κατηφορίζουμε προς τον Άγιο Πέτρο.
Ο δρόμος είναι καλυμμένος από πριονίδια λόγω υλοτομίας , θέλει μια έξτρα προσοχή.
Είχα χρόνια να περάσω από εδώ, από εκείνη την εκδρομή που είχε οργανώσει ο Γιάννης στο advride, πριν κάμποσα χρόνια…
Νοσταλγία, ειδικά για το χοντρό μακαρόνι με κόκορα που είχαμε φάει τότε…

Προσπερνάμε τον οικισμό και πιάνουμε τον επαρχιακό δρόμο Τρίπολης – Παραλίου Άστρους.
Κι αυτός, απολαυστικός, γεμάτος εναλλαγές εικόνων.
Περνάμε δίπλα από το μοναστήρι της Παναγίας Μαλεβής και φτάνουμε στο Ξηροκάμπι.

Τα τοπία αλλάζουν , από το δάσος στα σταροχώραφα.
Εικόνες που σου γεννούν σκέψεις και σε πάνε αλλού…

Μετά το Ξηροκάμπι, κάνουμε μια τελευταία στάση για φωτογραφίες.
Η ώρα έχει περάσει, το στομάχι διαμαρτύρεται , δεν έχουμε φάει τίποτα από το πρωί, μόνο νερό στις στάσεις.

Η Scarlet, όμως, δεν παραπονιέται.
Έχει ακόμα καύσιμο… και όρεξη για χιλιόμετρα.

Κατεβαίνοντας προς το Παράλιο Άστρος, η δροσιά του βουνού μας εγκαταλείπει.
Η ζέστη επιστρέφει, και μαζί της, η κούραση.

Ακολουθούμε τα πρωινά μας βήματα ανάποδα.
Κάπου μετά το Ναύπλιο, η Scarlet διψάει.
Ανάβει το λαμπάκι της ρεζέρβας, και ο χιλιομετρητής γυρίζει στο “F” και μετρά τα χιλιόμετρα της εφεδρείας.

Της ρίχνω ένα χάδι, σαν να της λέω: “Κάνε λίγη υπομονή.”

Ξέρω ότι θέλει να την ξεδιψάσω.
Όμως η ζέστη, οι αρκετές ώρες πάνω στη σέλα και η πείνα είχαν αρχίσει να με κουράζουν και να με κάνουν ανυπόμονο να φτάσω.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω στάση…

Η Scarlet είναι ίσως ένα κλικ πιο μικρή από το ιδανικό για το σώμα μου.
Είχα αρχίσει να νιώθω ενόχληση στα γόνατα και μυϊκή κόπωση στον δεξί καρπό, από την γκαζιέρα.
Θα ήθελα η σέλα της να ήταν λίγο πιο ψηλή.

Φτάνουμε.

Την αφήνω στη σκιά να ξεκουραστεί, κι εγώ παίρνω θέση στο τραπέζι, όπου με περίμεναν:
Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, χωριάτικη και πατατοσαλάτα…

Όταν σε αγαπάνε, σε προσέχουν.

Η συνέχεια με βρίσκει να απολαμβάνω έναν σύντομο απογευματινό ύπνο.
Μετά, παραλία, ξαπλώστρα, καφές, και παιχνίδι με τον μικρό στη θάλασσα.

Η Scarlet ξεκουράζεται σε μια σκιά, αφήνοντας το θαλασσινό αεράκι να τη δροσίζει.
Σαν να αναπολεί και αυτή τη μέρα μας.
Μια μέρα γεμάτη στροφές, εικόνες, θύμησες και ήχους.

Οι ώρες περνούν γρήγορα.
Ήρθε η στιγμή να αφήσω πίσω μου τους αγαπημένους μου και να επιστρέψω στην Αθήνα…

Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά.
Ξεκινάμε με μια σιωπηλή θλίψη – τόσο στο πρόσωπό μου όσο και στο φανάρι της Scarlet.
Ξέρουμε και οι δύο καλά πως ο αποχωρισμός πλησιάζει.

Η πρώτη μας έγνοια είναι να βρούμε βενζινάδικο.
Η Scarlet διψάει, όλα είναι κλειστά – τόσο μέσα στην Παλιά Επίδαυρο όσο και πάνω στον επαρχιακό.
Έχουμε ήδη διανύσει 40 χιλιόμετρα με τη ρεζέρβα, μια ανησυχία αρχίζει να πλανάται.
Η Scarlet προσπαθεί να με καθησυχάσει, μα εγώ αγωνιώ , δεν γνωρίζω την ακριβή αυτονομία της.

Τελικά, προλαβαίνουμε ένα πρατήριο τη στιγμή που ο υπάλληλος κλειδώνε την πόρτα.

Η Scarlet ξεδιψά επιτέλους!
Έχει διανύσει 362 χιλιόμετρα και καταναλώσει 9,9 λίτρα απλής αμόλυβδης.
Μέση κατανάλωση: 2,73 λίτρα / 100 χλμ.
Ένα μικρό θαύμα… ή ίσως όχι.
Με αυτές τις επιδόσεις είναι λογικό να έχει και αυτή την κατανάλωση

Να έχεις τον νου σου, όμως, από την Παλιά Επίδαυρο μέχρι τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, μετά τις 22:00, δεν θα βρεις ανοιχτό βενζινάδικο.

Η νυχτερινή αύρα, το φεγγάρι και τα αστέρια μας κρατούν συντροφιά.
Μια σύντομη στάση για νυχτερινές φωτογραφίες… και σύντομα βρισκόμαστε στην παλιά εθνική οδό Αθηνών–Κορίνθου.

Η τελευταία στάση Κινέτα.
Παραλία, φεγγαρόφωτο, να ξεμουδιάσουμε.
Ανταλλάσσουμε ματιές, όχι λέξεις, δεν χρειάζονται.

Φτάνουμε σπίτι, έπειτα από μια γεμάτη μέρα.
Η νύχτα μάς βρίσκει χωριστά…
Μα σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον.

Πρωινό ξύπνημα αυτή τη φορά όχι από το κελάηδισμα των πουλιών, αλλά από το άχαρο ξυπνητήρι.
Γρήγορο ντουζάκι, πρόχειρο ντύσιμο και τα σκυλιά βγαίνουν για την πρωινή τους βόλτα.
Καφές στα γρήγορα, ετοιμασία για δουλειά… μα το μυαλό μου είναι αλλού, θα μου λείψει.

Μα τι ήταν τελικά αυτό;
Ένας καλοκαιρινός έρωτας; Ή μήπως η αρχή μιας εξωσυζυγικής σχέσης, με όλα τα παρελκόμενα , πιθανό διαζύγιο και νέος γάμος;
Πώς θα κοιτάξω την Τζο ξανά στο ολοστρόγγυλο, μοναδικό της φανάρι;

Καβαλάω τη Scarlet για τελευταία φορά, με προορισμό να την αφήσω.
Η Τζο με περιμένει. Μουτρωμένη. Μα χαίρεται που με βλέπει. Το καταλαβαίνω.

Οι διαφορές ανάμεσά τους τεράστιες.
Η καθεμία τους σου προσφέρει κάτι διαφορετικό: άλλες εμπειρίες, άλλα συναισθήματα, άλλη ζωή.

Το Royal Enfield Classic 350 και, γενικά, όλα τα 350άρια της μάρκας, είναι μοτοσυκλέτες με ψυχή. Ιδανικές για αστικές και περιαστικές περιπλανήσεις.
Προφανώς και μπορούν να ταξιδέψουν. Αρκεί να είσαι πρόθυμος να κάνεις τους συμβιβασμούς που χρειάζονται.
Να αποφύγεις δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, να ρίξεις ρυθμούς.

Στη σημερινή εποχή του πλουραλισμού, της υπερβολής, της διαρκούς επίδειξης και της ανεξήγητης βιασύνης, υπάρχει μια ταπεινή, ευγενική μοτοσυκλέτα, με αριστοκρατική καταγωγή, που αναζητά συνειδητοποιημένους αναβάτες , συντρόφους για να γράψουν μαζί ιστορίες.

Και θα γράψουν, μοναδικές ιστορίες. Όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι οι προορισμοί…
Τα όρια τα βάζουμε εμείς.

Δυστυχώς όμως, αν δεν είσαι έτοιμος να αποδεχτείς αυτό που είναι, θα μπεις στον πειρασμό να προσπαθήσεις να τη μετατρέψεις σε κάτι άλλο.
Κάτι που δεν είναι.

Η τελική της ταχύτητα 120 χλμ/ώρα. Όχι επειδή δεν μπορεί παραπάνω, αλλά επειδή έτσι την πιστοποίησαν.
Μπορείς να την κάνεις να φτάσει τα 120 πιο γρήγορα.
Αλλά δεν μπορείς να της αλλάξεις την ουσία της.

Δεν ξέρω αν θα την ξανακαβαλήσω. Δεν ξέρω αν ήταν έρωτας ή απλώς μια σύντομη περιπέτεια.

Ξέρω μόνο ότι αυτό το Σαββατοκύριακο ζήσαμε μαζί κάτι όμορφο.

Κι αν κάποια μέρα τη δω ξανά με κάποιον άλλο αναβάτη, σε κάποιο άλλο ταξίδι, θα της ρίξω ένα βλέμμα κι ένα χαμόγελο που μόνο εκείνη θα καταλάβει, σαν να χαιρετώ έναν παλιό έρωτα που δεν χάθηκε ποτέ, απλώς άλλαξε πορεία.

Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που σε πάνε απλώς από το Α στο Β.

Και υπάρχουν κι εκείνες που χωρίς να βιάζονται σε πάνε λίγο πιο κοντά στον εαυτό σου. Γιατί μέχρι να φτάσεις έχεις ήδη κάνει μια μικρή διαδρομή μέσα σου, έτσι κι αλλιώς με τέτοιο ρυθμό δεν γίνεται αλλιώς.

Ίσως εκεί να κρύβεται το νόημα.

Όχι στο να φτάσεις γρήγορα, αλλά στο να φτάσεις πιο γεμάτος απ’ όταν ξεκίνησες.

Εξερευνώντας την κεντρική Στερεά Ελλάδα με ένα Royal Enfield Super Meteor

Σάββατο 10 Μαίου 2025

Μερικές φορές, οι καλύτερες βόλτες είναι αυτές που δεν τις σχεδιάζεις.
Το Σάββατο βρέθηκε απρόσμενα ελεύθερο και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία μεγάλη εξόρμηση με τη μηχανή, κι αυτή ήταν η κατάλληλη αφορμή.

Ο «σχεδιασμός», όσο μπορείς να τον πεις έτσι, ήταν υπέρμετρα φιλόδοξος, επαρχιακοί δρόμοι μέχρι τα Άγραφα, μετά Μουζάκι, Αργιθέα, Άρτα, και επιστροφή Αθήνα από την εθνική. Μια γεμάτη διαδρομή, που για να τη βγάλεις, πρέπει να ξεκινήσεις νωρίς και να μην κάνεις πολλές στάσεις. Κάτι που… δεν το ‘χω. Καταρχάς, το πρωινό ξεκίνημα είναι πάντα σχετικό. Και δεύτερον το παραδέχομαι δεν μπορώ να αντισταθώ στις στάσεις για φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες.

Για τη βόλτα αυτή διάλεξα να πάρω μαζί μου την “Jo”, το Royal Enfield Super Meteor μου. Πρώτο ταξίδι μετά την αλλαγή των αμορτισέρ με Ohlins και την προσθήκη των εργοστασιακών βαλιτσών. Ήθελα να δω πώς θα σταθεί στον δρόμο, πώς θα πατήσει στους επαρχιακούς, και πόσο πρακτικές είναι τελικά αυτές οι βαλίτσες σε μια διαδρομή με πολλές στάσεις και αλλαγές ρυθμού. Χωράνε 17 λίτρα η καθεμία, θα ήταν αρκετά για όλα όσα κουβαλάς σε ένα μικρό ταξίδι;

Δεν ήταν μόνο η διαδρομή λοιπόν. Ήταν και μια δοκιμή. Για μένα, για τη Jo, και για εκείνες τις μικρές αναβαθμίσεις που θες να πιστεύεις ότι θα κάνουν τη διαφορά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ξεκινήσαμε σχετικά αργά — γύρω στις 9 το πρωί. Πράγμα που σήμαινε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε τον αρχικό σχεδιασμό.

Η πρώτη στάση έγινε πριν καν βγούμε από την Αθήνα, για ανεφοδιασμό της Jo. Εκεί συνέβη το πρώτο… αξιοσημείωτο της ημέρας. Κατάφεραν να βάλουν 15 λίτρα βενζίνη σε ένα ρεζερβουάρ που χωράει 15,5 — χωρίς να ξεχειλίσει. Και δεν είχα πάει άδειος! Αν αφαιρέσεις και τον όγκο που πιάνει η αντλία μέσα στο ντεπόζιτο θα έπρεπε να βάλω και στις τσέπες!

«Έχει πρόβλημα η αντλία σου,» του λέω.
«Τι εννοείς;» μου απαντάει απορημένος ο πιτσιρικάς.
«Δεν χωράει τόσο καύσιμο η μοτοσυκλέτα μου. Δεν μετράει σωστά.»
Με κοίταζε χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Να πεις στο αφεντικό σου ότι κλέβει,» του πέταξα και δεν έδωσα συνέχεια, προς το παρόν. Θα δω πού μπορώ να τον καταγγείλω.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η βόλτα μας. Με λίγη καθυστέρηση, μια δόση νεύρα, και τη Jo με σχεδόν φουλ ρεζερβουάρ.

Η πρώτη ουσιαστική στάση έγινε στην Οινόη για τις πρώτες φωτογραφίες. Η κίνηση ήταν σχεδόν μηδενική, και η Jo αποδείχθηκε απολαυστική στον επαρχιακό δρόμο. Τα νέα Ohlins έκαναν τη διαφορά, η μοτοσυκλέτα πατούσε σίγουρα και σε κάθε στροφή σου έδινε εμπιστοσύνη. Όσο για τις εργοστασιακές αποσκευές; Ό,τι κουβάλησα μπήκε τακτοποιημένα, χωρίς άγχος για ιμάντες, δίχτυα και αυτοσχέδιες λύσεις. Πέρα από πρακτικές, έδιναν στη Jo και μια άλλη πίσω όψη, την έκαναν πιο όμορφη, και θύμιζε Λατίνα ή Μεσογειακή θεά!

Τα χιλιόμετρα κυλούσαν ευχάριστα κάτω από τις ρόδες της. Περάσαμε την Θήβα, την Λιβαδειά, και στο Δίστομο στρίψαμε προς Ιτέα. Πριν φτάσουμε στη Δεσφίνα, κάναμε την επόμενη στάση. Λίγες ακόμη φωτογραφίες, και ευκαιρία για ένα διάλειμμα και να τσιμπήσουμε και λίγα από τα μπισκότα που είχαμε μαζί μας.

Η Jo παίζει να είναι η πιο όμορφη και αρμονική μοτοσυκλέτα που έχει βγάλει η Royal Enfield τα τελευταία χρόνια. Στα περισσότερα μοντέλα τους κάτι δεν κολλάει, κάτι δείχνει παράταιρο. Όχι εδώ. Η Jo είναι καλοστημένη, ισορροπημένη, και απλώς… σωστή.

Πριν το καταλάβουμε, είχαμε αρχίσει την κατάβαση προς την Ιτέα, κι εκεί μου ήρθε στο μυαλό κάτι που μου είχε πει ο φίλος μου ο Χρήστος (παλιός μοτοσυκλετιστής, Guzzisti, μάστορας, καταπληκτικός άνθρωπος …) για τον παλιό δρόμο, τον ξεχασμένο, που δεν τον πατά πια κανείς. Δεν άργησα να τον βρω, μου είχε δώσει οδηγίες.

Ήταν όπως τον περιέγραψε. Ξεχασμένος απ’ τον χρόνο, μόνος, χωρίς τροχούς να τον ταξιδεύουν. Η διαδρομή σφιχτή, η μία φουρκέτα διαδέχοταν την άλλη, σε έβαζε να σκέφτεσαι πώς ταξίδευαν παλιότερα. Η φύση είχε αρχίσει να τον καταπίνει. Οδόστρωμα αξιοπρεπές, αλλά ιστοί αράχνης σε όλο το πλάτος  σαν κάποιος να τον είχε σφραγίσει. Σε κάθε στροφή σκεφτόσουν να σταματήσεις. Όχι γιατί κουράστηκες αλλά γιατί η κάθε στροφή σου χάριζε και μια νέα εικόνα, κάτι που ήθελες να κρατήσεις.

Σύντομα είχαμε κατέβει το βουνό και μπήκαμε στην Ιτέα. Η Jo ανεφοδιαστηκε ξανά με καύσιμο, αυτή τη φορά στη σωστή ποσότητα και συνεχίσαμε.

Ο παραλιακός δρόμος από την Ιτέα προς το Γαλαξίδι ήταν απλώς απολαυστικός. Ο ήλιος έπαιζε πάνω στη θάλασσα, η Jo ρολάριζε ήρεμα, και η διαδρομή κύλαγε χωρίς καμία πίεση. Σταματήσαμε μόνο για να επικοινωνήσουμε με το σπίτι και να ρίξουμε μια ματιά στη διαδρομή.

Λίγο πιο κάτω αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τα Πέντεορια και από εκεί προς το Λιδωρίκι. Λίγο πριν φτάσουμε, στρίψαμε προς το φράγμα του Μόρνου. Εκεί η εικόνα μάς έκοψε λίγο τη φόρα.

Η στάθμη του νερού ήταν πολύ πιο χαμηλή απ’ ό,τι θυμόμουν από το περασμένο καλοκαίρι. Θα περίμενε κανείς πως με τις βροχές του χειμώνα θα είχε γεμίσει ή έστω θα είχε ανέβει κάπως. Αντίθετα, έμοιαζε σαν ο χειμώνας να μην είχε περάσει ποτέ από εδώ.

Κάτι τέτοιες εικόνες σε ταρακουνούν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι πού πάει όλο αυτό, αν συνεχιστεί η ξηρασία τι μας περιμένει.

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, βάλαμε μπροστά και συνεχίσαμε. Στη διασταύρωση, στρίψαμε δεξιά…

Φτάνουμε στο χωριό Κόκκινο. Έρημο, σιωπηλό, και η μελωδία της Jo ήρθε να ταράξει για λίγο την ησυχία του. Όμορφες αυλές με ανθισμένα λουλούδια, όλα έδειχναν να έχουν σταματήσει στον χρόνο.

Στην έξοδο του χωριού σταματάμε και τότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Πρέπει να επιστρέψουμε πίσω, στη διασταύρωση στο φράγμα. Τελικά ο σωστός δρόμος είναι προς το Κροκύλειο.

Δεν αργήσαμε να ξαναβρούμε την πορεία μας. Λίγο πιο κάτω, βλέπουμε έναν άλλον μοτοσυκλετιστή να ξεκουράζεται κάτω από τη σκιά των δέντρων. Ένα νεύμα αρκούσε, οι δύο ταξιδευτές είπαν περισσότερα χωρίς λόγια.

Η ώρα είχε προχωρήσει και το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Λίγο πριν το Κροκύλειο, βλέπω ένα εκκλησάκι με σκιά και μια βρύση με τρεχούμενο νερό. Σταματήσαμε. Ξεκούραση κάτω από τον πυκνό ίσκιο των δέντρων.

Βγάλαμε το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει η αγαπημένη μου. Η Jo στεκόταν απέναντί μου και, για μια στιγμή, μου φάνηκε πως με κοίταζε παραπονιάρικα σαν να μου ‘λεγε «δώσε μου κι εμένα μια μπουκιά.»

Το νερό της βρύσης μας δρόσισε, φτιάξαμε κι ένα καφεδάκι, και το απολαύσαμε ρεμβάζοντας.

Με το στομάχι γεμάτο και την ενέργεια ανανεωμένη, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας.

Περάσαμε το Κροκύλειο, τους Πενταγιούς, και συνεχίσαμε προς Αρτοτίνα και Γραμμένη Οξυά, κάνοντας κάποιες στάσεις για φωτογραφίες. Όμορφα χωριά, με τα πέτρινα σπίτια και τις λουλουδιασμένες αυλές τους. Δυστυχώς όμως, σχεδόν άδεια. Περιμένουν και αυτά υπομονετικά κάποια αργία για να έρθουν επισκέπτες, ή να γυρίσουν για λίγο οι ιδιοκτήτες τους.

Μετά τη Γραμμένη Οξυά, ο δρόμος γίνεται βατός χωματόδρομος. Καθώς ανηφορίζουμε, αρχίζει να ψιχαλίζει. Ο καιρός κλείνει, τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά, και η ατμόσφαιρα γίνεται σχεδόν απόκοσμη.

Κι όμως, η Jo παρά το ότι είναι cruiser με ασφάλτινα λάστιχα και ρυθμίσεις στέκεται άψογα στο χώμα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Ό,τι και να βρει μπροστά της, μοιάζει ικανή να το περάσει. Και έτσι απλά συνεχίσαμε.

Μέσα στην ομίχλη, συναντάμε μια παρέα με χωμάτινα μηχανάκια. Μας κοιτούν με απορία, και πάλι, ένα νεύμα είναι αρκετό. Οι ταξιδιώτες καταλαβαίνονται μεταξύ τους.

Μπαίνουμε στο πυκνό δάσος. Η ομίχλη το τυλίγει σιγά-σιγά και του δίνει μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση. Που και που σταματάμε για φωτογραφίες, ώσπου τελικά φτάνουμε στο μνημείο της Ελληνικής Επανάστασης. Εκεί τελειώνει ο χωματόδρομος και ξεκινά η άσφαλτος προς το Γαρδίκι.

Αρχίζουμε την κατάβαση, και το τοπίο γίνεται όλο και πιο όμορφο. Σε προκαλεί να σταματήσεις, να το χαζέψεις, να το αποθανατίσεις. Και φυσικά, η Jo πάντα πρόθυμη, το τέλειο μοντέλο για κάθε φόντο.

Λίγο πιο κάτω βρίσκουμε μια βρύση, ιδανική στάση για να φτιάξουμε έναν καφέ και να τσιμπήσουμε λίγα μπισκότα. Η καλή μου σύζυγος είχε φροντίσει να βρίσκονται όλα στις αποσκευές, καφεδάκια στιγμής, μπισκότα, σάντουιτς, τα πάντα.

Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι, με την ώρα να πλησιάζει πέντε, τα Άγραφα δεν θα τα δούμε ούτε από μακριά. Οπότε, αλλαγή σχεδίου. Ανοίγουμε το GPS και βρίσκουμε νέα διαδρομή από το Γαρδίκι προς τα Πουγκάκια, μετά Μακρακώμη, Λαμία και πίσω Αθήνα.

Εκεί που είμαι χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μηχανές να πλησιάζουν. Ήταν τα παιδιά από το advride.gr, που χαρτογραφούσαν τη διαδρομή για την ετήσια χωμάτινη εκδρομή τους. Τυχαία συνάντηση στον δρόμο με γνωστούς, λίγα λόγια, ένα χαμόγελο. Δεν είχαν χρόνο να σταθούν έπρεπε να συνεχίσουν για την Άνω Χώρα.

Αφού ήπιαμε τον καφέ μας και αναπροσαρμόσαμε τη διαδρομή, ήρθε η ώρα να ξανακαβαλήσω τη Jo και να συνεχίσουμε κι εμείς τον δρόμο μας.

Κατηφορίζουμε προς το Γαρδίκι με τον ήλιο να γέρνει και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο από τις καμινάδες. Στη διασταύρωση δείχνει δεξιά για Λαμία και αριστερά για Πουγκάκια. Τι να διαλέξω; την γρήγορη επιστροφή; Ίσως. Αλλά εμείς δεν βιαζόμαστε και δεν έχουμε δει ποτέ τα Πουγκάκια.

Στρίβουμε αριστερά. Η διαδρομή πανέμορφη. Περνάμε το Παλαιοχώρι και φτάνουμε στα Πουγκάκια. Στην πλατεία, ο δρόμος στενεύει. Κάτι λέει μέσα μου πως τα πράγματα μπροστά δεν θα είναι εύκολα.

Ρωτάμε στο καφενείο. Ο δρόμος συνεχίζει, αλλά είναι χωματόδρομος. Μου λένε να το αποφύγω. «Καλύτερα να γυρίσεις πίσω.» Αλλά εγώ, αγύριστο κεφάλι.

Το GPS με βγάζει δεξιά, προς Κανάλια. Ο δρόμος ύποπτος. Μία κατηφόρα, μετά άλλη πιο σαθρή, μετά κι άλλη. Η Jo αρχίζει να γλιστράει. Χτυπάνε καμπανάκια στο κεφάλι μου. Σβήνω τον κινητήρα, κατεβαίνουμε σιγά, με φρένο μπροστά και τον συμπλέκτη να κρατά πίσω.

Στο ποτάμι ο δρόμος είναι κομμένος. Ένας ντόπιος με κοιτά με απορία. Μου λέει να γυρίσω πίσω και να πάω προς Πίτσι, θα ακολουθήσει με το παπάκι του μηπως και χρειαστώ βοήθεια. Ξεκινάμε.

Η Jo δεν δείχνει να ζορίζεται να ανέβει τις ανηφόρες και αρχίζουμε την μία μετα την άλλη να τις ανεβαίνουμε … ο ντόπιος με το παπι δεν φαίνεται πουθενά! στο πρώτο πλάτωμα που βρίσκω σταματάω, λές να έπεσε σκέφτομαι, αφουγκράζομαι για να ακούσω το μοτερ απο το παπί τα δευτερόλεπτα περνάνε χωρίς να ακούω τίποτα … και πάνω που έχω αρχίσει να σκέφτομαι να γυρίσω πίσω να τον ψάξω νάτος εμφανίζεται …

Φτάνει δίπλα μου και τον βάζω μπροστά να μην τον έχω άγχος και ήταν η τελευταία φορά που τον είδα  …

Στα μέσα μιας απότομης ανηφόρας, η Jo αρχίζει να ξεψυχά, έχει κουραστεί (ειχα δευτέρα). Πατάω φρένο. Δεν κρατά. Γλιστράμε πίσω. Πέφτουμε. Η Jo ξαπλωμένη με τους τροχούς προς την ανηφόρα, εγώ κουτρουβαλάω κάτω.

Δεν μπορώ να το πιστέψω. Βγάζω κράνος και γάντια. Κοιτάζω την Jo σαν να την πλήγωσα. 240 κιλά. Θα την σηκώσω; Την πιάνω από το τιμόνι. Σηκώνεται πιο εύκολα απ’ όσο περίμενα.

Ξαναγλιστράει. Βάζω μπροστά, πρώτη, συμπλέκτη. Ο πίσω τροχός σπινιάρει αλλά σταματά την ολίσθηση. Την περπατάω μέχρι το τέλος της ανηφόρας. Την στηρίζω στον πλαϊνό ορθοστάτη. Μικρές ζημιές, μια στραβωμένη μανέτα συμπλέκτη και μια γρατζουνισμένη αριστερή βαλίτσα. Φτηνά τη γλιτώσαμε.

Κατεβαίνω, μαζεύω τα πράγματα και συνεχίζουμε. Ο δρόμος προς Πίτσι είναι πιο βατός. Λασπολακούβες με βατραχάκια, ένα ελάφι που πετάγεται μπροστά μας και χάνεται στην πλαγιά, ένας λαγός πανικόβλητος. Η Jo τραντάζει τη σιωπή του δάσους με τις εξατμίσεις της. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει. Εγώ δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ πολιτισμό.

Αγωνία. Κι αν με πιάσει η νύχτα εδώ πάνω; Εντάξει έχουμε νερό, έχουμε φαγητό. Θα την παλέψουμε. Η Jo δεν το βάζει κάτω. «Κάνε κουράγιο», μοιάζει να μου λέει. «Σε λίγο θα βγούμε στην άσφαλτο.»

Και βγήκαμε. Στο Πίτσι. Δύο τσοπανόσκυλα μας γαυγίζουν πίσω από έναν φράχτη, ευτυχώς δεν βγήκαν.

Χαρούμενος που τα χειρότερα πέρασαν και σαφώς σοφότερος, περνάω το χωριό Λευκάδα και φτάνω στη Μακρακώμη. Ανεφοδιάζω την Jo.

Η συνέχεια μας βρίσκει στην εθνική. Περνάμε την Λαμία και σταματάμε στον σταθμό της Αταλάντης. Εκεί, καταβροχθίζουμε το δεύτερο σάντουιτς της ημέρας και τα τελευταία μπισκότα, η Jo είναι ακόμα χορτάτη από το προηγούμενο γεύμα.

Λίγο μετά τις 12, φτάνουμε στο σπίτι. Η Jo μας έφερε πίσω, κρατώντας έναν ήρεμο ρυθμό.

Την χάιδεψα. Την καληνύχτισα. Της υποσχέθηκα να μην την ταλαιπωρήσω έτσι ξανά. Την άφησα να ξεκουραστεί.

Εγώ; Πήγα κι αφέθηκα στην πιο γλυκιά αγκαλιά που με περίμενε στο σπίτι.

Χαμένοι στις πλαγιές του Πάρνωνα

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Την εκδρομή την κανόνισε ο Θανάσης, είχε στο μυαλό του να επισκεφτούμε κάποια χωριά στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο. Το ραντεβού ήταν μετά τα διόδια της Ελευσίνας, αλλά όπως πάντα, άργησα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και αποφασίσαμε να βρεθούμε στα ΣΕΑ Σπαθοβουνίου.

Ξεκίνησα λίγο αγχωμένος, αλλά η Τζό (Royal Enfield Super Meteor 650) με έβαλε σε τάξη. Τα χιλιόμετρα της εθνικής μέχρι το Σπαθοβούνι πέρασαν γρήγορα , Η Τζό τα κατάπινε χωρις πρόβλημα μόνο ο αέρας ήταν λιγο ενοχλητικός, τίποτα άλλο.

Στα ΣΕΑ, βρήκα τα παιδιά να πίνουν καφέ: ο Θανάσης με το Continental 650 και ο Θάνος με το Triumph Speed Twin. Πήρα και εγώ ένα καφεδάκι και πιάσαμε κουβέντα για το πλάνο. Το πρόγραμμα του Θανάση έμοιαζε φιλόδοξο, και εκεί πετάγεται ο Θάνος:
«Δεν έχω πάει ποτέ στον Κοσμά. Ούτε έχω δοκιμάσει το φημισμένο γαλακτομπούρεκο …»

Δανειστήκαμε και τελικά αγοράσαμε έναν χάρτη και σχεδιάσαμε μια διαδρομή προς Κοσμά, περνώντας κι από κάποια άλλα χωριά που θέλαμε να δούμε. Αφήνουμε πίσω μας την Εθνική στην έξοδο για Ναύπλιο και από εκεί τραβάμε προς Άστρος μέσω Άργους. Οι δρόμοι γνωστοί, οικείοι .

Ξεκινάμε την ανάβαση προς τον Πλάτανο. Η διαδρομή πανέμορφη, με στάσεις για φωτογραφίες, τσιγάρο (Θανάσης) και κουβέντα. Λίγο πιο κάτω, βλέπουμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με σκασμένο λάστιχο, σταματήσαμε, το αλλάξαμε (μάς πήρε μερικά λεπτά) και συνεχίσαμε.

Στον Πλάτανο κάτσαμε στον ξενώνα Άννα, και πριν το πολυσκεφτούμε είχαν παραγγελθεί ομελέτες και λουκάνικα τα οποία καταβροχθίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και στην συνέχεια κουβεντούλα με συνοδεία καφέ. Πανέμορφο χωριό, το φαγητό καταπληκτικό αλλά η ώρα περνάει και εμείς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.

Συνεχίζουμε, περνάμε Σίταινα και Καστανίτσα, και βουτάμε κυριολεκτικά στον καταπράσινο Πάρνωνα, κάνοντας τις απαραίτητες στάσεις για φωτογραφίες και να θαυμάσουμε το τοπίο. Κανένα σήμα στο κινητό. Ούτε GPS. Ευτυχώς είχαμε τον χάρτη. 

Αναγκαστική στάση, άνοιγμα του χάρτη και τελικά ανακαλύψαμε ότι κατευθυνόμασταν λάθος …

Είχαμε πάρει πορεία βόρεια, προς Βαμβακού, ενώ στόχος ήταν ο Νότος ο Κοσμάς.

Ο Θάνος είχε αγχωθεί ότι χαθήκαμε, ο Θανάσης σκεφτόταν την αυτονομία της μηχανής του, η Τζό μου “έκλεινε” το ένα της μάτι σαν να μου έλεγε μην ανησυχείς το έχω …

Πήραμε τα πίσω μπρός και καταλήξαμε στα Τσίντζινα (Πολύδροσο), για καφέ στο «Κουκουνάρι». Εκεί μάθαμε πως ο δρόμος για τον Κοσμά είναι κακός χωματόδρομος. Το επιβεβαίωσε μετά απο τηλεφωνική επικοινωνία και ο Μανώλης από τη Μοτοπαρέα Λεωνιδίου.

Ο Θάνος δεν ήθελε να ταλαιπωρήσει το Triumph και έτσι εγκαταλείψαμε την προσπάθεια. 

Σχεδιάσαμε νέα διαδρομή με τη βοήθεια των ντόπιων και κινηθήκαμε προς Σπάρτη. Φτάσαμε ενώ είχε πέσει το σκοτάδι και ψάχναμε βενζινάδικο. Ξεδιψάσαμε τα “άτια” μας και ξεκινήσαμε την επιστροφή από την επαρχιακή οδό  Σπάρτης – Τρίπολης.

Τα πρόσθετα φώτα που έχω στην Τζο έκαναν εξαιρετική δουλειά – δεν τύφλωναν και φώτιζαν σωστά. Απο τις λίγες φορές που μπορώ να πώ ότι έβλεπα την νύχτα !!!

Μεγάλη διαφορά στον φωτισμό σε σύγκριση με τις αλλες μηχανές της παρέας.

Εν τω μεταξύ η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει και όσο πλησιάζαμε προς την Τρίπολη έπεφτε όλο και πιο πολύ . Από τη ζέστη της μέρας, περάσαμε στο τσουχτερό κρύο.
Ο Θανάσης πέρασε μπροστά μιας και είχε αναλάβει την διατροφή μας και μας οδήγησε στην Κερασίτσα, στο μαγαζί «Ρίγανη», να ζεσταθούμε λίγο και να φάμε κάτι.

Στην Εθνική οδό, μέχρι την Κόρινθο, πραγματικά παγώσαμε, νομίζω ότι μόνο μέσα στα τούνελ έκανε ζέστη,  το να περάσουμε απο το Σπαθοβούνι ήταν μαρτυρικό, η υγρασία και η παγωνιά έκανε τα χιλιόμετρα να φαίνονται διπλά. Όσο πλησιάζαμε την Αθήνα, η θερμοκρασία ανέβηκε λίγο και έκανε την διαδρομή υποφερτή.Χωριστήκαμε με τον Θάνο στα διόδια της Ελευσίνας. Ο Θανάσης κι εγώ συνεχίσαμε μαζί.


Ο Πάρνωνας μάς άφησε εκκρεμότητες. Μας μάγεψε.
Θα επιστρέψουμε.

Το στρώσιμο του Royal Enfield Himalayan 450 (μέρος πρώτο συνοδεία με ένα  BMW XR 1000)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Όλα κάπως ξεκινούν έτσι και αυτή η βόλτα κανονίστηκε σε μια συνάντηση μοτοσυκλετιστών, ο Κώστας (XRmaniac) μου πρότεινε να πάμε μια “φωτογραφική” βόλτα, εννοείται ότι συμφώνησα αμέσως …

Ξεκινήσαμε την Κυριακή χωρίς να έχουμε βγάλει συγκεκριμένη διαδρομή αυτό που είχαμε πει είναι ότι θα πάμε προς ορεινή Ναυπακτία – Ευρυτανία.

Η συνάντηση έγινε στο γνωστό περίπτερο – Σταθμός 14 στον Σκαραμαγκά και από εκεί κατευθυνθήκαμε προς Θήβα μέσω της παλιάς εθνικής …

Ο ρυθμός μας ήταν χαλαρός μιας και το Himalayan ήταν ακόμα στο στρώσιμο …

Λίγο πρίν τις Ερυθρές σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και ρώτησα τον Κώστα αν θέλει να το δοκιμάσει και σύντομα ο Κώστας είναι μπροστά με το Himalayan και εγώ από πίσω του με το XR

Πρώτες εντυπώσεις από το BMW είναι ότι η σέλα του είναι πολύ άνετη, το μοτέρ του δυνατό και ελαστικό, τα φρένα του δυνατά  και οι αναρτήσεις σχετικά σφιχτές …

Δείχνει να είναι ένα μηχανάκι που μπορεί να καταπιεί μεγάλες αποστάσεις σε σύντομα χρονικά διαστήματα.

Θέλει προσοχή γιατί οι στροφές και τα εμπόδια έρχονται πολύ γρήγορα ….

Θέλει σύνεση …

Μου άρεσε αν και ποτέ δεν θα σκεφτόμουν την απόκτηση του …

Πάντως για αυτούς που μπορούν να το κουμαντάρουν είναι μια καλή ταξιδιωτική επιλογή …

Με μια σύντομη στάση για τσιγάρο για τον Κώστα και πριν το καταλάβουμε έχουμε φτάσει Ιτέα όπου κάνουμε στάση για ανεφοδιασμό των μηχανών και να πιούμε ένα καφέ εμείς …

Η διαδρομή μέχρι την Ιτέα ήταν λίγο αγχωτική λόγω του XR δεν μπορώ να πώ ότι την απόλαυσα ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα ήταν μια καλή εμπειρία …

Το να πιάσεις τριψήφιες ταχύτητες που ξεκινούν από 2 είναι πανεύκολο και έρχεται πολύ γρήγορα και χωρίς να το καταλάβεις η να προβληματιστείς μέχρι να δεις το κοντέρ …

Καφεδάκι λοιπόν και κουβεντούλα στην Ιτέα για καμία ώρα σχεδόν και στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς Γαλαξίδι και λίγο πριν φτάσουμε ανεβήκαμε προς Πεντεόρια όπου ο Κώστας ξεσάλωσε το XR ακούγονταν παντού στην γύρω περιοχή ….

Επόμενη στάση στο φράγμα του Μόρνου όπου μας έκανε αρνητική εντύπωση η πολύ χαμηλή στάθμη του νερού …

Περάσαμε το Ρέρεσι την Λιμνίτσα και φτάνοντας στην Άνω Χώρα κάναμε ένα λάθος και κατευθυνθήκαμε προς Ελατού και από εκεί στην Τερψιθέα όπου κάναμε στάση για να ξεκουραστούμε λίγο και να δούμε και λίγο την διαδρομή …

Τελικά επιστρέψαμε προς Άνω Χώρα και επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η παράδοση του να χαθούμε και να κάνουμε και κάνα κύκλο …

Συνεχίζουμε προς Αμπελακιώτισσα, Περδικόβρυση όπου είδαμε ότι και στο φράγμα του Ευήνου η στάθμη του νερού ήταν πολύ χαμηλή …

Στην συνέχεια περάσαμε από Κλεπά, Αράχοβα και σταματήσαμε στην Δομνίστα για φαγητό μιας και είχε περάσει λίγο η ώρα και τα στομάχια μας είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται …

 Ο δρόμος σε κάποια σημεία ήταν σχετικά καλός και σε κάποια αλλά απλά ανύπαρκτος ….

Βέβαια δεν προβληματιστήκαμε κάπου μίας και τα χωμάτινα κομμάτια ήταν βατά από οποιαδήποτε μηχανή …

Αφού ξεκουραστήκαμε και χορτάσαμε την πείνα και την δίψα μας στην Δομνίστα, αποφασίσαμε να πάμε προς Προυσό, θέλαμε να περάσουμε και από τα Φιδάκια αλλά δεν μας έπαιρνε η ώρα …

Αφεθήκαμε στην όρεξη των google maps να μας κατευθύνει προς τα εκεί γνωρίζοντας ότι σίγουρα θα έχουμε “easter eggs”, περάσαμε απο το Κρίκελλο την Ανιάδα, συναντήσαμε ενα κοπάδι απο αιγοπρόβατα όπου τα τσοπανάσκλυλα ήθελαν να πιάσουν φιλίες και να παραβγούμε στο τρέξιμο, αυτά τα καταπληκτικά ζωάκια μην δουν ξένο αμέσως να του δείξουν πόσο φιλόξενα είναι και να τον συνοδεύσουν για κάποια απόσταση για να βεβαιωθούν οτι δεν θα χαθεί …

Ευτυχώς δεν είχαμε παρατράγουδα και πιο γρήγορος αποδείχθηκα και δεν χάθηκα το ίδιο και ο Κώστας αν και τα είχα τραβήξει όλα πάνω μου …

Ενδιάμεσα σταματούσαμε και για καμιά φωτογραφία και φτάνοντας στο Κλαυσί μας πέρασε μέσα από κάτι σοκάκια και κάτι δρομάκια και μας έβγαλε στον δρόμο από Καρπενήσι προς Προυσό …

Ο Κώστας είχε μια ανησυχία σχετικά με το αν θα του φτάσει η βενζίνη, το Himalayan από την άλλη είναι πάρα πολύ φιδολό σε αυτές τις συνθήκες …

Πηγαίνοντας πάρα πολύ χαλαρά φτάσαμε στο Θέρμο αφού περάσαμε από Λαμπίρη και κάναμε και μια στάση στην Καλλιθέα όπου ανεφοδιάσαμε τα αγέρωχα άτια μας και με την ευκαιρία λάδωσα λίγο και την αλυσίδα του Enfield.

Αν θυμάμαι καλά το Enfield πήρε 8,5 λίτρα ενώ το BMW 15.5 για την ίδια διαδρομή ….

Τα πολλά άλογα θέλουν τάισμα …

Φτάνουμε στην πλατεία του Θερμού αφου πρώτα κάνουμε μια στάση για φωτογραφίες στο μνημείο πεσόντων αεροπόρων …

Στην πλατεία του Θερμού κάτσαμε για το τελευταία στάση της βόλτας και για να πιούμε ένα καφεδάκι και να ξεκουραστούμε λίγο πριν ξεκινήσουμε την επιστροφή μας …

Μας είχε πιάσει και το βράδυ πλέον …

Στην συνέχεια ο Κώστας μας οδήγησε από το Θέρμο στην Ναύπακτο  αφού περάσαμε και από την γέφυρα Μπάνια …

Το XR έχει πιο δυνατά φώτα και μου είναι πιο εύκολο να τον ακολουθώ είχε αρχίσει και η κούραση να μαζεύεται …

Φτάνουμε Ναύπακτο, περνάμε την γέφυρα του Ριου-Αντιρίου και από εκεί πιάνουμε την εθνική οδό και χωρίς άλλη στάση φτάσαμε στην Αθήνα και αφού χαιρετιστήκαμε ο καθένας κατευθύνθηκε προς τα σπίτι του,  ο Κώστας βέβαια έκανε άλλη μια στάση για να πλύνει την κούκλα του πρώτα …

Το Himalayan βρίσκεται στο στοιχείο του σε επαρχιακούς και ορεινούς δρόμους όποια και αν είναι η κατάσταση τους η αν δεν υπάρχουν καν …

Τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης δείχνουν να είναι αρκετά καλά και δεν προβληματίζουν κάπου…

Η κατανάλωση του απλά δεν παίζεται …

Το μοτέρ του είναι ζωντανό αφού ξεπεράσεις τις 3000 στροφές …

Στην εθνική ταξιδεύει με 120 χωρίς να ζορίζεται ενώ μπορεί να κρατήσει και υψηλότερες ταχύτητες χωρίς εμφανές πρόβλημα …

Αν ήταν λίγο πιο άνετη η σέλα του …

Θα καταντήσουμε φακίριδες στο τέλος …

Σε γενικές γραμμές παίρνεις ένα πολύ καλοστημένο σύνολο σε πάρα πολύ καλή τιμή .

Ένα μηχανάκι να ξεκινήσεις την επόμενη μέρα τον γύρο του κόσμου …

Για τον Κώστα τι να πώ, καταπληκτικός Άνθρωπος, παλιός μοτοσυκλετιστής, φωτογράφος και ταξιδευτής …

Έλαμπε κάθε φορά όταν σταματάγαμε και μιλούσε με την οικογένεια του (γιορτή του πατέρα)…

Ήταν τιμή μου που μοιραστήκαμε αυτό το οδοιπορικό …

Περιπέτεια στον Δρόμο του Μεταξιού στην Τουρκία (10η ημέρα, τελευταία)

Δέκατη ημέρα ταξιδιού (Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023)

Χιλιόμετρα που διανύσαμε 1113.

Με το πρώτο χτύπημα από το ξυπνητήρι πεταχτήκαμε και με γρήγορες κινήσεις ετοιμαστήκαμε και κατεβήκαμε για πρωινό …

Η σημερινή ημέρα προμηνύονταν ότι θα ήταν πολύ μεγάλη, συζητήσαμε το πλάνο κατά την διάρκεια του πρωινού, επικοινωνήσαμε με την σύζυγο για να δούμε αν είναι ανοιχτός ο δρόμος και αφού επικοινώνησε με τις αρχές μας ενημέρωσε ότι για την ώρα είναι ανοιχτός αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει …

Φορτώνουμε την μηχανή κάνουμε check out και 9 παρά είμαστε στον δρόμο και κατευθηνόμαστε προς τα σύνορα, τα συναισθήματα ανάμικτα απο την μία χαρά που γυρνάμε πίσω στους αγαπημένους μας απο την άλλη λύπη που το ταξίδι τελειώνει …

Φθάνουμε στα σύνορα και μας ενημερώνουν να έχουμε υπομονή γιατί με τις φωτιές τα πράγματα είναι δύσκολα …

Μπήκαμε Ελλάδα πιάνουμε την Εγνατία και λίγο πριν φτάσουμε στην Αλεξανδρούπολη η αστυνομία μας στέλνει όλους στην πόλη μιας και ο δρόμος είχε κλείσει από την φωτιά …

Μην έχοντας τι να κάνουμε καθόμαστε με τους υπόλοιπους στην έξοδο προς την Εγνατία και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει …

Κανένας δεν μπορεί να μας πει ποτέ και άν θα ανοίξει ο δρόμος και η παλιά εθνική οδός είναι κλειστή λόγω της φωτιάς οπότε δεν υπάρχει γνωστός τρόπος να συνεχίσουμε …

Μετά από κάνα 2ωρο πεινάσαμε και μιας και είχε μεσημεριάσει για τα καλά πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη όπου σταματήσαμε σε ένα σουβλατζίδικο και χορτάσαμε την πείνα μας …

Εκεί συναντήσαμε έναν Ιταλό μοτοσικλετιστή που είχαμε γνωριστεί όταν μπαίναμε στην Τουρκία σε έξαλλη κατάσταση …

Είχε σταματήσει σε ένα καφέ περιμένοντας να ανοίξει ο δρόμος και ξέχασε όλα τα έγραφα του πάνω στην μηχανή και κάποιος του τα βούτηξε …

Είχε πάει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και ζητούσε να του εκδώσουν νέα ταξιδιωτικά έγραφα λες και ήταν στην Ιταλία …

Με τα πολλά του εξηγήσαμε ότι δεν μπορούν οι Ελληνικές αρχές να του εκδώσουν νέα ταξιδιωτικά έγραφα και ότι θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Ιταλικό προξενείο …

Αφού δεν μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε με κάποιο τρόπο τον χαιρετίσαμε και επιστρέψαμε να περιμένουμε πότε θα ανοίξει ο δρόμος …

Υπήρχε κόσμος που ήθελε να φτάσει Ηγουμενίτσα να προλάβει καράβι άλλοι που ήθελαν να πάνε Καβάλα στο Αεροδρόμιο ένας χαμός …

Από ότι κατάλαβα κανένας δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη να ανοίξει τον δρόμο, κάποια στιγμή 2 αστυνομικοί έκαναν την διαδρομή για να δουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από φωτιά και μόλις επέστρεψαν μετά από λίγο μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε τον δρόμο μας, 4 ώρες περιμέναμε …

Η φωτιά είχε περάσει πάνω από τον δρόμο, είδαμε ξένους πυροσβέστες να κάθονται στην άκρη του δρόμου να προσπαθούν να πάρουν μια ανάσα μετά την μάχη που έδωσαν με τις φλόγες ..

Η άσφαλτος κάπνιζε ακόμα όταν περνάγαμε, είδαμε καμμένα φορτηγά, καπνοί παντού και στα βουνά τριγύρω διάσπαρτες εστίες.

Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη καταστροφή !!!

Οδηγούσαμε στα καμμένα για πολύ ώρα ….

Φτάνοντας στην Καβάλα μπαίνουμε μέσα στην πόλη για να βρούμε βενζινάδικο να ξεδιψάσουμε το διψασμένο μας άτι, έχει να πιει Ελληνική βενζίνη αρκετό καιρό, έδειξε να προτιμά την Τούρκικη μιας και έβγαζε κατα μέσο όρο 50-70 χλμ παραπάνω μέχρι την ρεζέρβα …

Συνεχίζουμε μιας και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας και τα χιλιόμετρα δείχνουν ατελείωτα …

Το κακόμοιρο το Himalayan τέρμα γκάζι πασχίζει να κρατήσει τα 120 χλμ στο κοντέρ …

Οι ώρες δείχνουν να περνούν πιο γρήγορα από ότι τα χιλιόμετρα !!!

Φτάνουμε Θεσσαλονίκη, ούτε σκέψη να μπούμε μέσα ….

Συνεχίζουμε από τον περιφερειακό και στα πρώτα ΣΕΑ σταματάμε για ανεφοδιασμό, η ώρα είναι 22:30 περίπου ο σταθμός είναι άδειος, αφήνω την μικρή στο μηχανάκι και πάω και παίρνω 2 σάντουιτς και 2 αναψυκτικά και καθόμαστε δίπλα από το μηχανάκι και τα μοιραζόμαστε με τα αδέσποτα σκυλιά που είχαν έρθει να μας κάνουν παρέα …

Συνεχίζουμε και η κούραση έχει αρχίσει να δείχνει τα σημάδια της …

Σταματάγαμε άν όχι σε κάθε ΣΕΑ σε κάθε δεύτερο συμπληρώναμε καύσιμα κοιτάμε τα λάδια και πίναμε καφέ και που και που και κάνα redbull …

Το Himalayan χρειάστηκε 350 ml συμπλήρωμα λάδι για σχεδόν 4000 χλμ …

Τεσσερις παρά φτάνουμε έξω από το σπίτι, αφού πρώτα είδαμε τις φωτιές στην Πάρνηθα να καίνε …

Ξεφορτώνουμε το μηχανάκι το παρκάρουμε και σερνόμαστε και πέφτουμε ξεροί για ύπνο …

Ήταν ένα πολύ όμορφο ταξίδι, ζήσαμε πρωτόγνωρες εμπειρίες μαζί, κουραστήκαμε, πονέσαμε, εξαντληθήκαμε, συζητήσαμε, γελάσαμε πολύ, ήταν μια καλή ευκαιρία να ξανά πλησιάσουμε ό ένας τον άλλο μετά την απομάκρυνση της εφηβείας και να ξεκινήσουμε ένα καινούριο κεφάλαιο στην σχέση μας,…

Το ταξίδι και αυτά που ζήσαμε μας έφεραν πιο κοντά και δημιουργήσαμε αναμνήσεις που θα μας συντροφεύουν μια ζωή ….

Περιπέτεια στον Δρόμο του Μεταξιού στην Τουρκία (9η ημέρα )

Ένατη ημέρα ταξιδιού (Τρίτη 22 Αυγούστου 2023)

Χιλιόμετρα που περπατήσαμε 12.

Σήμερα είχε πρωινό πρωινό ξύπνημα, φάγαμε το πρωινό μας και στις 08:30 ήμασταν έξω από την Αγιά Σοφιά.

Πήραμε μια μαντήλα από ένα περίπτερο και ο περιπτεράς την φόρεσε στην Μαρία για να δούμε πως την φοράνε, μιας και πλέον δεν είναι μουσείο αλλά ναός οι γυναίκες πρέπει να φοράνε μαντήλα για να μπούν μέσα.

Ο κόσμος που περίμενε ήταν ελάχιστος και μπήκαμε κατευθείαν μέσα …

Οι αλλαγές σχετικά με το πριν που ήταν μουσείο είναι άμεσα εμφανείς, με το που μπείς βγάζεις τα παπούτσια σου και τα περίτεχνα μωσαϊκά έχουν καλυφθεί από μοκέτα, επίσης οι χριστιανικές τοιχογραφίες έχουν καλυφθεί με υφάσματα ….

Ένα δέος σε πιάνει στην Αγιά Σοφιά όχι μόνο λόγω της ιστορίας της για εμάς τους Έλληνες αλλά και για το μέγεθος της, τίποτα δεν σε προϊδεάζει για αυτό παρόλο που φαίνεται μεγάλη εξωτερικά με το που μπείς και δεις τον τρούλο να αιωρείται μαγεύεσαι ….

Βγήκαμε όταν είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι ορδές από τους τουρίστες (σαν και εμάς) και η ουρά από έξω ήταν τεράστια και σήμερα …

Κατευθυνθηκαμε προς το υδραγωγείο του Ιουστινιανού και ευτυχώς πάλι είχαμε προλάβει τον πολύ κόσμο μιας και μπήκαμε άμεσα μέσα.

Άλλος ένας μαγευτικός χώρος, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι παρόλο που είχε σχεδιαστεί για να είναι γεμάτος νερό είχαν δώσει πολύ προσοχή και στο να είναι και όμορφος …

Στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε στο μεγάλο παζάρι και αφεθήκαμε να χαθούμε στους διαδρόμους του …

Μία στάση για ένα ζεστό τσάι για εμένα και ένα παγωμένο για την Μαρία ήταν ότι έπρεπε για να πάρουμε δυνάμεις και να ξεκουραστούμε λίγο …

Αφού περιπλανηθήκαμε αρκετά μέσα στο παζάρι και έξω από αυτό ξεκινήσαμε την επιστροφή μας προς το ξενοδοχείο αφού πρώτα κάναμε άλλη μια στάση έξω από την Αγιά Σοφιά για το μεσημεριανό μας κουλούρι …

Το μεσημέρι μας βρήκε να ξεκουραζόμαστε στο ξενοδοχείο κάτω από την δροσιά του κλιματισμού …

Αφού ξυπνήσαμε το απόγευμα ξεκινήσαμε πάλι για την γέφυρα του Γαλατά για να φάμε πάλι λουκουμάδες και με την ευκαιρία επισκεφτήκαμε και το Αιγιπτιακό παζάρι που είναι κοντά.

Η νύχτα μας βρίσκει και πάλι στην ταβέρνα που είχαμε κάτσει και την πρώτη μας μέρα στην Πόλη και αφού χορτάσαμε τα στομάχια μας που είχαν αρχίσει τις διαμαρτυρίες κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο όπου είχαμε να ετοιμάσουμε και να μαζέψουμε τα πράγματα μας για την επιστροφή μας στην Ελλάδα την επόμενη μέρα …

Περιπέτεια στον Δρόμο του Μεταξιού στην Τουρκία (8η ημέρα )

Όγδοη ημέρα ταξιδιού (Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023)

Χιλιόμετρα που περπατήσαμε 18,2.

Χαλαρό πρωινό ξύπνημα, και μετά από λίγο χουζούρι κατεβήκαμε για ένα πλούσιο πρωινό …

Αφού φάγαμε το πρωινό μας ήπιαμε και τον καφέ μας ανεβήκαμε στο δωμάτιο και ετοιμαστήκαμε για την πρωινή εξόρμηση στα αξιοθέατα της Πόλης …

Ξεκινάμε την βόλτα μας και μετά από ένα σύντομο περίπατο κατά τις 09:30 είχαμε φτάσει έξω από την Αγία Σοφία και η ουρά για να μπείς μέσα ήταν τεράστια δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένουμε τόση ώρα στον ήλιο για να μπούμε μέσα …

Μας πήρε λίγη ώρα να συνδέσουμε τα γεγονότα, οι διάφορες εταιρίες που έχουν πακέτα ξενάγησης μαζεύουν τον κόσμο κατά τις 09:00 και ο πρώτος σταθμός είναι η Αγία Σοφία, οπότε αν θες να μπείς πρέπει να πας πριν από αυτούς …

Αφήνουμε πίσω μας την Αγιά Σοφιά και πάμε να δούμε το υδραγωγείο του Ιουστινιανού μία από τα ίδια και εκεί …

Συνεχίζουμε για την επόμενη στάση στο Τοπ Κάπι Σαράι και ευτυχώς σταθήκαμε τυχεροί μιας και οι ορδές των τουριστών δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί ….

Βέβαια και εκεί δεν έλειψαν οι καθυστερήσεις μιας και μπροστά μας ήταν δύο κοπέλες που προσπαθούσαν να βγάλουν εισιτήριο από τον αυτόματο πωλητή …

Πρέπει να δοκίμασαν τουλάχιστον 10 φορές για να τα καταφέρουν και κάπως έτσι βγαίνουν τα ανέκδοτα …

Αφού βγάλαμε τα εισιτήρια μας περιηγηθήκαμε μέσα στο παλάτι για αρκετές ώρες καθώς και στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης που βρίσκεται μέσα στον χώρο και λειτουργεί ώς μουσείο …

Περάσαμε κάμποσες ώρες, είδαμε όσα μπορούσαμε να δούμε, όχι όλα γιατί η κούραση και η ζέστη είχε αρχίσει να μας καταβάλει και ο κόσμος είχε αρχίσει να συρρέει …

Κατευθυνθήκαμε στην έξοδο και από εκεί στο διπλανό πάρκο για αναζήτησή λίγου ίσκιου και ενός χώρου να κάτσουμε και να ξεκουραστούμε λίγο …

Αφού πήραμε κάποιες ανάσες και δροσιστήκαμε με παγωμένο νερό ξεκινήσαμε την επιστροφή μας προς το ξενοδοχείο …

Περάσαμε πάλι από την Αγιά Σοφιά αλλά η ουρά ήταν ακόμα μεγάλη …

Τόσο το πρωί όσο και το μεσημέρι ήταν να λυπάσαι όλο αυτόν τον κόσμο που περίμενε υπομονετικά μέσα στον ήλιο για να μπεί …

Τις ώρες της προσευχής σταμάταγαν την ουρά από τους τουρίστες και έμπαιναν οι πιστοί για να προσευχηθούν μιας και πλέον δεν είναι μουσείο αλλά Μουσουλμανικό τέμενος ….

Καθήσαμε σε ένα ίσκιο, πήραμε 2 παγωμένα νερά από ένα πλανόδιο πωλητή καθώς και 2 κουλούρια που έμοιαζαν σαν τα δικά μας της “Θεσσαλονίκης” αλλά λίγο πιο μπαμπάτσικα με cream cheese τα οποία αποδείχτηκαν αρκετά χορταστικά μιας και αυτά ήταν το μεσημέριανο μας .

Αφού φάγαμε το λιτό μεσημεριανό μας κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο και μετά από ένα μπανάκι πέσαμε ξεροί για ύπνο …

Το απόγευμα αφού ήπια ένα καφέ στην ταράτσα του ξενοδοχείου κατευθυνθήκαμε προς την γέφυρα του Γαλατά η οποία δεν ήταν και ιδιαίτερα κοντά …

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις μια πόλη από το να την περπατήσεις …

Αφού κάναμε την βόλτα μας στην γέφυρα και αφού είδαμε τους ψαράδες να πιάνουν και να πετούν ψάρια στον αέρα για να τα πιάσουν οι γλάροι ξεκινήσαμε την επιστροφή μας …

Πρώτα όμως κέρασαμε τους εαυτούς μας λουκουμάδες και λίγο αργότερα από ένα κεμπάπ (το οποίο δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα πιο φθηνό από το χθεσινό φαγητό στην ταβέρνα)

Αφού φάγαμε επιστρέψαμε μετά από τον βραδινό πλέον περίπατο μας στο ξενοδοχείο όπου πέσαμε ξεροί για ύπνο μετά από τόσο περπάτημα …

Είχαμε αποφασίσει να ξεκινήσουμε πιο νωρίς την επόμενη ημέρα για να μπορέσουμε να δούμε την Αγιά Σοφιά …

Αφεθήκαμε στην αγκαλιά του Μορφέα και τα άνετα στρώματα των κρεβατιών μας ανέλαβαν να μας ξεκουράσουν …

Περιπέτεια στον Δρόμο του Μεταξιού στην Τουρκία (7η ημέρα )

Έβδομη ημέρα ταξιδιού (Κυριακή 20 Αυγούστου 2023)

Χιλιόμετρα που διανύσαμε 735.

Το ξυπνητήρι χτυπά και μετά από ελάχιστες ώρες ύπνου σηκώνομαι πρώτος εγώ, φτιάχνω ένα καφέ και βγαίνω έξω στην βεράντα να τον απολαύσω και να ξυπνήσω ταυτόχρονα, το ρολόι δείχνει 4 και κάτι το πρωί !!!

Αφού έχω πιει μερικές τζούρες καφέ που έχουν βοηθήσει τα μέγιστα ώστε να ανοίξουν τα μάτια, το μυαλό να αρχίσει να παίρνει στροφές και να υπάρχει ένας υποτυπώδης συγχρονισμός κινήσεων ξυπνάω την μικρή και αφού τρώμε για πρωινό μερικά μπισκότα για άλλη μια φορά, ξεκινάμε να μαζεύουμε τα πράγματα μας …

 Έχουμε φορτώσει το πιστό μας άτι, έχουμε παραδώσει τα κλειδιά  και το ρολόι δείχνει 05:29, πατάμε μίζα και ξεκινάμε …

Πρώτη στάση το ύψωμα πάνω από την πόλη ώστε να δούμε για μια τελευταία φορά τα αερόστατα και την ανατολή του ήλιου στην Καππαδοκία …

Έχει αρκετό κόσμο που έχει κάνει το ίδιο, κάποιοι έχουν κάτσει όλο το βράδυ εκεί ώστε να πιάσουν μια καλή θέση …

Το θέαμα μαγευτικό! Καθίσαμε και το απολαύσαμε …

Επί της ουσίας σήμερα ξεκίναγε το ταξίδι της επιστροφής,  σύντομη στάση στο Νεβσεχίρ για ανεφοδιασμό του Himalayan…

Στάσεις μόνο για ανεφοδιασμό και για να ξεμουδιάσουμε,  που και πού τρώμε και κάποιο σνακ που θα μας δώσει λίγο ενέργεια …

Τα αποτελέσματα του λιγοστού ύπνου της προηγούμενης νύχτας αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους όσο περνούν οι ώρες, ειδικά η μικρή είναι χώμα …

Σφίγγουμε τα δόντια και προχωράμε …

Οι ώρες μαζί με τα χιλιόμετρα περνούν, άλλες αργά και βασανιστικά και άλλες πιο γρήγορα ή έτσι το αισθανόμαστε …

Περνάμε από έρημα και αχανή τοπία μέχρι να φτάσουμε στην Άγκυρα και τους ουρανοξύστες της και στην συνέχεια αρχίζει ή άνοδος στις Ποντιακές Άλπεις όπου το ερημικό τοπίο δίνει την θέση του σε καταπράσινα βουνά …

Η μία ανηφόρα διαδέχεται την άλλη και αυτό συνεχίζεται για πολύ ώρα, το Himalayan τέρμα γκάζι να δίνει ότι έχει και δεν έχει και να κρατάει μια σταθερή ταχύτητα 90 κάτι …

Με αυτήν την ταχύτητα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να προσπεράσουμε οποιοδήποτε φορτηγό η λεωφορείο συναντάμε και την πλειονότητα των αυτοκινήτων  …

Κάποια στιγμή τελειώνουν οι ανηφόρες και αρχίζει η κάθοδος, εκεί ποιος μας πιάνει !!!

Τα χιλιόμετρα περνούν κάτω από τις ρόδες μας πιο εύκολα και σχετικά πιο γρήγορα ….

Μετά από αρκετές ώρες που μας φανήκαν αιώνες  καταφέρνουμε και φτάνουμε στην Κωνσταντινούπολη, ήμαστε και οι δύο κουρασμένοι αλλά χαρούμενοι που φτάσαμε στον προορισμό μας.

Είναι μέσα στο καταμεσήμερο και πρέπει πρώτα να διασχίσουμε την ανατολική πλευρά της να περάσουμε κάτω από τον Βόσπορο μέσα από το τούνελ και στην συνέχεια να χαθούμε στα στενά πίσω από την Αγία Σοφία ψάχνοντας να βρούμε το ξενοδοχείο μας …

Τα καταφέραμε μετά από αρκετούς κύκλους μιας και το tomtom gps όσο και το google maps μας καθοδηγούσαν στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου που δεν είχε ούτε είσοδο ούτε ταμπέλα …

Μετά από κάποιους κύκλους τυχαία περάσαμε μπροστά του και το είδαμε …

Σταματάμε μπροστά στην είσοδο όπου ο πορτιέρης μας υπέδειξε που να αφήσουμε το μηχανάκι μας …

Αφήνουμε το μηχανάκι με τα πράγματα μας να τα προσέχει ο πορτιέρης και μπαίνουμε μέσα στο ξενοδοχείο για να κάνουμε τσεκ ιν αλλά και για να δροσιστούμε …

Κατά το τσεκ ιν μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες για το τι να δούμε και πότε και αν θέλουμε να κλείσουμε με κάποιο τουριστικό οδηγό …

Αφού αρνηθήκαμε ευγενικά επιστρέψαμε στην μηχανή μας που μας περίμενε καρτερικά για να την ξεφορτώσουμε …

Το αφήσαμε παρκαρισμένο δίπλα από την είσοδο και ανεβήκαμε με όλα τα μπαγκάζια μας στο δωμάτιο …

Μετά από ένα ντουζάκι πέσαμε για ύπνο και ξεραθήκαμε για αρκετές ώρες …

Ξυπνήσαμε περισσότερο από τον θόρυβο που έκαναν τα στομάχια μας από την πείνα μιας και δεν είχαμε φάει σχεδόν τίποτα όλη την ημέρα.

Ντυνόμαστε και κατεβαίνουμε για βόλτα και για αναζήτησή τροφής …

Παίρναμε πολλά μαγαζάκια και χωρίς να το καταλάβουμε φτάνουμε στην Αγία Σοφία και στην συνέχεια επιστρέφουμε πίσω προς το ξενοδοχείο και σταματάμε σε ένα ταβερνάκι …

Το φαγητό ή ήταν καταπληκτικό ή ήμασταν πολύ πεινασμένοι, μιας και το καταβροχθίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες …

Στην συνέχεια επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο όπου καταστρώσαμε το πλάνο της επόμενης μέρας και πέσαμε ξεροί σε ένα βαθύ ύπνο που τόσο τον είχαμε ανάγκη ….

Royal Enfield Himalayan 450 ένα οικονομικό και συνάμα διασκεδαστικό μηχανάκι

Κλασική βόλτα για να γράψω όμορφα χιλιόμετρα, Μαγούλα, Δερβενοχώρια και απο εκεί έχεις πάρα πολλές επιλογές, επέλεξα να κατευθυνθώ προς Φυλή …

Το τοπίο έχει αλλάξει μετά τις περσυνές πυρκαγίες !!!

Γνώριμα μέρη φαίνονται τελείως ξένα, το μάυρο και το καμμένο έδωσε την θέση του στο πράσινο …

Πιο ψηλά νέες ανεμογεννήτριες σηκώνονται …

Ο ρυθμός ήταν χαλαρός μιας και ακόμα γράφαμε τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι την πρώτη αλλαγή λαδιών στα 500 χλμ.

Χαλαρός ρυθμός αλλά οχι ιδιαίτερα πιο χαλαρός απο ότι θα πήγαινα συνήθως

Το μοτέρ του σε αυτούς τους ρυθμούς είναι ιδιαίτερα φειδωλό στην κατανάλωση καυσίμου, 2,8 λ/100χλμ έδειξε ο μετρητής του για αυτήν την βόλτα .

Πατήσαμε και χώμα για πρώτη φορά πηγαίνοντας προς το φρούριο της Φυλής, προφανώς θα χρειαστεί μεγαλύτερη βόλτα σε χωματόδρομους για να έχω ολοκληρωμένη άποψη.

Στην άσφαλτο όμως είναι αρκετά διασκεδαστικό παρόλο το χωμάτινο στήσιμο, αυτό σίγουρα δεν το περίμενα …

Έχω πολλά ακόμα να δώ και να ανακαλύψω για αυτό το μηχανάκι αλλά οι πρώτες εντυπώσεις είναι πάρα πολύ καλές …