Εκεί που κάθεσαι χαλαρά και χαζεύεις στο ίντερνετ, πέφτεις πάνω στην παρουσίαση ενός νέου μοντέλου μοτοσυκλέτας. Κάτι σε τραβάει, φαίνεται ενδιαφέρον.
Αρχίζεις να το ψάχνεις, να το συζητάς με φίλους, να ψάχνεις φωτογραφίες, βίντεο, κριτικές. Κάτι μέσα σου σου λέει πως “αυτό είναι για σένα”.
Ο καιρός περνάει… και μια μέρα το βλέπεις τυχαία από κοντά. Σε εντυπωσιάζει, αλλά η στατική επαφή σε αφήνει λίγο προβληματισμένο.
Το βάζεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου και η ζωή συνεχίζεται. Δεν το σκέφτεσαι πια. Όταν το συναντάς στο δρόμο, το μάτι σου σχεδόν το προσπερνάει.
Μέχρι που, αναπάντεχα, φτάνει η στιγμή της δοκιμής.
Είχες κανονίσει να οδηγήσεις ένα άλλο μηχανάκι, αλλά τελικά δεν είναι διαθέσιμο… και στα χέρια σου έρχεται το Royal Enfield Bear 650.
Και τότε όλα αλλάζουν.
Ξαφνικά, όλα τα καταχωνιασμένα συναισθήματα και οι παλιές σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Μια απίστευτη ευφορία σε διαπερνάει.
Πώς είναι δυνατόν ένα άψυχο, μεταλλικό αντικείμενο να σου προκαλεί τόσα συναισθήματα;
Ή μήπως δεν είναι και τόσο άψυχο τελικά;
Το μοτέρ του Bear 650 δείχνει πιο δυνατό από τις προηγούμενες εκδόσεις του δικύλινδρου 650 της Royal Enfield.
Σύμφωνα με την εταιρία, έχει 8% περισσότερη ροπή, χάρη σε νέες ρυθμίσεις αλλά και στην εξάτμιση, η οποία πλέον καταλήγει σε ένα ενιαίο τελικό.
Η πρώτη εντύπωση είναι θετική: ο κινητήρας φαίνεται ελαστικός, γεμάτος δύναμη, και συνοδεύεται από ευχάριστο ήχο.
Οι αναρτήσεις του είναι σχετικά σφιχτές. Τα πίσω αμορτισέρ δίνουν μια περίεργη αίσθηση:
- πάνω από μικρές ανωμαλίες του δρόμου σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τίποτα,
- αλλά στις μεγαλύτερες, η απόσβεση δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική.
Στον αντίποδα, στις στροφές είναι εξαιρετικά σταθερό. Τα φρένα του βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο:
- το μπροστινό είναι ισχυρό και με πολύ καλή αίσθηση,
- το πίσω έχει δύναμη, αλλά η πληροφόρηση δεν είναι στο ίδιο επίπεδο.
Τα ινδικά ελαστικά δεν προβληματίζουν πουθενά, οι κραδασμοί είναι από ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι, ενώ η σέλα είναι σκληρή και δεν δείχνει ιδιαίτερα άνετη για μεγάλα ταξίδια.
Το στρογγυλό πολυόργανο είναι πολύ όμορφο και είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί η Royal Enfield και στο Himalayan 450.
Και εκεί που οδηγείς χαλαρά, μαθαίνοντας τη μοτοσυκλέτα, με κατεύθυνση από Κερατέα προς Ανάβυσσο, ρίχνεις μια ματιά στο όργανο και βλέπεις μέση κατανάλωση κάτω από 3,5 λίτρα/100 χλμ!
Δεν μπορεί, κάτι πάει λάθος, σκέφτεσαι. Το δικό σου Royal Enfield Super Meteor 650 με το ίδιο μοτέρ δεν κατεβαίνει τόσο χαμηλά σε αυτούς τους ρυθμούς…
Κάνεις την πρώτη στάση για φωτογραφίες. Κάθεσαι, το χαζεύεις, το παρατηρείς με την ησυχία σου είναι η στιγμή που αρχίζεις πραγματικά να το γνωρίζεις
Το Bear 650 έχει κάτι το ιδιαίτερο. Διαθέτει λιτότητα, κομψότητα και μια σιωπηλή γοητεία που σου δημιουργεί συναισθήματα τα οποία αποκαλύπτονται μόνο όταν το οδηγήσεις.
Αν έπρεπε να το παρομοιάσω με μια γυναίκα, μάλλον θα έλεγα τη σύζυγό μου.
Όχι γιατί έχουν και οι δύο όμορφες καμπύλες, είναι όμορφες, κομψές, με χαρακτήρα και άποψη,
αλλά γιατί, αν τις γνωρίσεις πραγματικά, ανακαλύπτεις ότι έχουν πολύ περισσότερα να σου δώσουν απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Γιατί, πίσω από τη λιτή ομορφιά, υπάρχει ουσία και συναίσθημα.
Και τότε το συνειδητοποιείς:
Είναι όμορφο. Πολύ όμορφο.
Λιτό, απέριττο, χωρίς περιττά στολίδια. Όπως πρέπει να είναι οι μοτοσυκλέτες.
Όχι αυτοκίνητα με δύο ρόδες.
Με κέρδισε, όπως με είχε κερδίσει κι εκείνη, τότε, πριν από καιρό.
















Βγαίνουμε παραλιακή και ανεβάζουμε ρυθμούς. Το Bear 650 αποδεικνύεται πολύ ευχάριστο και εύκολο μηχανάκι, στρίβει πρόθυμα και μεταφέρει ξεκάθαρα την αίσθηση της επαφής των τροχών με τον δρόμο εμπνέοντας σιγουριά.
Μπλέκουμε στην κίνηση όσο πλησιάζουμε, και το μόνο που σε προβληματίζει είναι η θερμοκρασία του κινητήρα, κάνει αισθητή την παρουσία της! Δεν είναι κάτι ανυπόφορο, αλλά σίγουρα δεν την αγνοείς.
Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, η κατανάλωση έχει ανέβει στα 3,8 λίτρα/100 χλμ.
Η συνέχεια περιλαμβάνει έναν καφέ και μια γρήγορη “επίδειξη” στον φίλο Θανάση. Το απόγευμα μας βρίσκει να κινούμαστε στην Εθνική Οδό με κατεύθυνση προς Κόρινθο. Ο ρυθμός είναι 110-120 χλμ/ώρα, και το όργανο δείχνει κατανάλωση περίπου 4 λίτρα/100 χλμ.
Στον επαρχιακό της Επιδαύρου, το Bear 650 είναι σκέτη απόλαυση. Οι στροφές, η σταθερότητα, ο ήχος… όλα συνεργάζονται ιδανικά.
Δυστυχώς, το σκοτάδι που έπεφτε δεν μας άφησε να το ευχαριστηθούμε όσο θα θέλαμε.
Το βράδυ με βρίσκει με την οικογένεια. Είμαστε όλοι δίπλα στον τετράποδο σύντροφο, τον φίλο, το μέλος της οικογένειάς μας που δεν μιλούσε, αλλά καταλάβαινε τα πάντα, για τελευταία φορά.
Κρατάμε βάρδιες σαν να είμαστε στον στρατό, “σκοπιά” για να μην μείνει μόνος του ούτε στιγμή το τελευταίο του βράδυ.
Η επάρατη νόσος τον έχει καταβάλει, δεν μπορεί πια να μετακινηθεί, δεν τρώει…
Μας κοιτάζει μόνο με εκείνα τα απίστευτα μάτια, μάτια γεμάτα αγάπη.

Και τι σχέση έχει αυτό με το Bear 650;
Ίσως καμία… και ταυτόχρονα τα πάντα.
Γιατί το Bear 650 ήταν το μέσο που με βοήθησε να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη μετά το τελευταίο αντίο.
Προφανώς και δεν είναι όλα τέλεια, αλλά είναι αρκετά καλά θα έλεγα. Η ποιότητα κατασκευής είναι πάρα πολύ καλή, σίγουρα καλύτερη από αυτό που θα περίμενες στην κατηγορία τιμής της.
Φυσικά, υπάρχουν και κάποιες παραφωνίες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το χειριστήριο της οθόνης, απαράδεκτο ως προς τη χρήση του, ναι το συνηθίζεις, αλλά χαλάει λίγο την εμπειρία.
Και ενώ έχουν σχεδιάσει ένα πανέμορφο μεταλλικό καβούκι για τους διακόπτες, το συγκεκριμένο χειριστήριο δείχνει εκτός κλίματος και “χαλάει” την εικόνα.
Τα μαρσπιέ θα τα ήθελα λίγο μεγαλύτερα ή έστω τοποθετημένα ένα-δύο πόντους πιο έξω. Και κάπου εδώ… τελειώνουν οι παραφωνίες.
Αν το οδηγήσεις σαν χούλιγκαν, η κατανάλωση θα φλερτάρει ίσως και να ξεπεράσει τα 6 λίτρα/100 χλμ, ειδικά αν ψάξεις να βρεις την τελική του ταχύτητα.
Σε νορμάλ χρήση, όμως, μένει περίπου στα 4 λίτρα/100 χλμ.







Πριν από μερικά χρόνια, είχα οδηγήσει το Royal Enfield Interceptor 650 και, για να είμαι ειλικρινής, μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Έτσι, όταν ήρθε μήνυμα από τον φίλο Λεωνίδα για καφεδάκι στη Δάφνη, το Bear 650 ήταν η αφορμή να ξαναπεράσω με το Bear απο τους ίδιους δρόμους.
Η διαδρομή, μετά τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών, είναι γυμνή και αγνώριστη. Καθώς οδηγούσα, προσπαθούσα να καταλάβω αν κάτι στο στήσιμο του Bear 650 μου θύμιζε το Interceptor ή αν κάτι με χάλαγε. Δεν βρήκα τίποτα να με χαλάει αντιθέτως μου άρεσε πιο πολύ απο το Interceptor!!!
Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι έτσι θα έπρεπε να είχαν βγάλει το Interceptor πριν από χρόνια.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.
Το Bear 650 είναι φτιαγμένο για τέτοιες διαδρομές:
σφιχτές, στριφτερές, απολαυστικές, γεμάτες ρυθμό και χαμόγελο.
Κι αυτό το χαμόγελο δεν σβήνει ούτε όταν κατεβαίνεις από τη μηχανή, γιατί τότε είναι που κάθεσαι και την κοιτάς. Σε μαγνητίζει.
Κι έτσι, πριν το καταλάβω, έφτασα στο χωριό Δάφνη, όπου με περίμενε ο Λεωνίδας. Ελληνικός καφές, κουβεντούλα επί παντός επιστητού, χαζεύοντας τις μηχανές.
Λίγο πριν αναχωρήσω, ήρθε να μας συναντήσει και ο Νίκος με τη σύζυγό του, την Πόπη, ήρθαν από την Ιτέα μόνο για να πιουν καφέ μαζί μας!
Πολύ τους χάρηκα.










Αλλά είχε έρθει η ώρα να χαρώ και την αρκουδίτσα.
Ο Λεωνίδας μου είχε ετοιμάσει μια κοντινή διαδρομή, την οποία όμως δεν ακολούθησα ολόκληρη.
Ό,τι και να πούμε για τον Λεωνίδα είναι λίγο… ψυχάρα!
Φεύγω από τη Δάφνη με κατεύθυνση προς τις Ερυθρές. Η διαδρομή όμορφη, ήρεμη, αλλά ξαφνικά το μάτι πέφτει σε έναν χωματόδρομο που διασχίζει τα σταροχώραφα.
“Εδώ είμαστε”, σκέφτομαι… και χωρίς δεύτερη σκέψη, οι ρόδες της αρκουδίτσας πατάνε χώμα!
Εννοείται πως όλες οι μηχανές μπορούν να διασχίσουν χωματόδρομους, αλλά οι σύγχρονες μηχανές που είναι φτιαγμένες γι’ αυτό ξεχωρίζουν γιατί έχουν τη δυνατότητα απενεργοποίησης του ABS, τουλάχιστον στον πίσω τροχό. Αλλιώς, ειδικά αν φορτώσεις χιλιόμετρα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσεις.
Στάση λοιπόν… και με το πάτημα ενός κουμπιού, το ABS απενεργοποιείται στον πίσω τροχό της αρκουδίτσας και παραμένει έτσι, όσο δεν κλείσεις τον διακόπτη.
Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος κομμένα στάχυα, η πρόσφυση ελάχιστη και κατά διαστήματα σχεδόν ανύπαρκτη.
Παρόλα αυτά, η αρκουδίτσα τα πήγαινε περίφημα, μέχρι που μια απότομη κατηφόρα εμφανίζεται μπροστά μας!
Κατεβαίνω για να την δώ καλύτερα.
“Γυρνάμε πίσω ή την κατεβαίνουμε;” σκέφτομαι.
Κοιτάζω την αρκουδίτσα κατάματα στο ένα της μάτι, γεμάτο απορία.
“Ανέβα, το έχουμε” μου απαντάει…
Και όντως, ήταν… ευκολάκι!
Στη συνέχεια, περιηγηθήκαμε σε έναν λαβύρινθο αγροτικών δρόμων ανάμεσα στα χωράφια, μέχρι που βγήκαμε στο κανάλι.

























Ακολουθήσαμε τη διαδρομή δίπλα του και καταλήξαμε λίγο πριν τη Θήβα.
Από εκεί συνεχίσαμε μέχρι την Αλίαρτο, στη συνέχεια προς Μάζι, και λίγο πριν τη Μονή της Ευαγγελίστριας, στρίψαμε προς Πέτρα.
Κάναμε στάση σε μια βρύση να ξεκουραστούμε και μετά ανεβήκαμε στους καταρράκτες της Πέτρας, το νερό που έτρεχε αυτή την εποχή ήταν ελάχιστο.







Σύμφωνα με το πλάνο του Λεωνίδα, από εκεί θα έπρεπε να πάω στην Κορώνεια και μετά προς Αγία Άννα, Θίσβη κτλ.
Αλλά η ζέστη και η πείνα με είχαν καταβάλει, οπότε αποφασίζω να επιστρέψω προς Θίσβη και από εκεί να ξαναπιάσω τον χωματόδρομο δίπλα από το κανάλι, ώστε να βγω κοντά στις Ερυθρές.
Λίγο πριν τη Θήβα, παίρνουμε το δρόμο προς την παραλία Σαράντι.
Τι καταπληκτικός δρόμος είναι αυτός! Εξαιρετική χάραξη, καλή άσφαλτος, σκέτη απόλαυση…
Η αρκουδίτσα κρατάει πολύ καλό ρυθμό· ελαστικά, μοτέρ και πλαίσιο συνεργάζονται αρμονικά, ταξιδεύοντας σε σχετικά υψηλές ταχύτητες χωρίς το παραμικρό ίχνος προβληματισμού.
Διαβήτης!
Βρίσκουμε ξανά το κανάλι, λίγο μετά τα Λεύκτρα· τώρα, όμως, είναι γεμάτο απαγορευτικές πινακίδες.
Η επιλεκτική όρασή μας τις αγνοεί.
Σε αυτούς τους πατημένους χαλικόδρομους, η αρκουδίτσα βρίσκεται στο στοιχείο της.
Σηκώνεσαι όρθιος στα μαρσπιέ, αφήνεις τον πίσω τροχό να διαγράφει ημικύκλια με την παραμικρή ευκαιρία και απλά απολαμβάνεις.
Αφήνουμε για λίγο πίσω μας τον δρόμο δίπλα απο το κανάλι και χανόμαστε κυριολεκτικά στον λαβύρινθο των χωματόδρομων ανάμεσα στα χωράφια με κατεύθυνση τη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Φαίνεται τόσο κοντά, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά…
Περνάμε δίπλα από οικισμούς με κοντέινερ, όπου μένουν εργάτες.
Μάλλον τους χαλάσαμε τη μεσημεριανή σιέστα, γιατί μας κοιτάζουν με μια μίξη απορίας και καχυποψίας.
Ένα νέυμα… και συνεχίζουμε ακάθεκτοι.
Όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε τη μονάδα, που θα σήμαινε την επιστροφή σε ασφαλτόδρομο, δεν τα καταφέρνουμε.
Η μόνη λύση επιστροφή στον χαλικόδρομο δίπλα από το κανάλι.










Η αρκουδίτσα τα καταφέρνει περίφημα, παρότι οι αναρτήσεις της δεν έχουν μεγάλες διαδρομές.
Βοηθάει και το αρκετό ύψος από το έδαφος.
Το μόνο που θα ήθελα είναι τα μαρσπιέ να ήταν λίγο πιο έξω. Αυτό μόνο.
Στο μεταξύ, η κατανάλωση παραμένει σταθερά κάτω από 4 λίτρα/100 χλμ.
Βγαίνουμε στον επαρχιακό δρόμο και κατευθυνόμαστε προς Μάνδρα, ένας ακόμη υπέροχος δρόμος, αλλά επικίνδυνος εξαιτίας της έντονης κίνησης και κυρίως άλλων μοτοσυκλετιστών και οδηγών αυτοκινήτων που νομίζουν ότι βρίσκονται σε πίστα και αδιαφορούν πλήρως για τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου.
Η αρκουδίτσα κάνει ό,τι περνάει από τις ρόδες της για να με κάνει χαρούμενο και να διώξει όλες τις θλιβερές σκέψεις που έχουν θολώσει το μυαλό μου.
Και τα καταφέρνει.
Δεν είναι ένα απλό μεταφορικό μέσο.
Είναι μια συνεδρία ψυχανάλυσης.
Μια θεραπεία.
Πολλοί μπορεί να αναρωτιούνται πώς γίνεται ένα άψυχο αντικείμενο, όπως μια μοτοσυκλέτα, να μπορεί να μας γεννά τόσο έντονα συναισθήματα.
Η απάντηση κρύβεται σε δύο διαστάσεις:
Στη ρομαντική διάσταση, η μοτοσυκλέτα γίνεται προέκταση του εαυτού σου. Σου επιτρέπει να ξεφεύγεις από την καθημερινότητα, να νιώθεις ελευθερία, αυτονομία και πληρότητα. Είναι ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, ένας τρόπος να ξαναβρίσκεις ή ακόμα και να προβάλλεις τον εαυτό σου.
Και στη νευροβιολογία: η οδήγηση ενεργοποιεί νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη και η ενδορφίνη, που σχετίζονται με την ευχαρίστηση, την επιβράβευση και την αποφόρτιση από το στρες. Η συγκέντρωση που απαιτεί, η εναλλαγή εικόνων και ρυθμού, το στοιχείο του ελέγχου αλλά και του κινδύνου, δημιουργούν μια κατάσταση ροής (flow) μια εμπειρία που ελάχιστες δραστηριότητες μπορούν να προσφέρουν στη σύγχρονη εποχή.
Ίσως γι’ αυτό, η μοτοσυκλέτα δεν είναι απλώς ένα μέσο μετακίνησης, είναι μια ψυχολογική ανάγκη. Ένα εργαλείο που γεφυρώνει την καθημερινότητα με την εσωτερική μας ισορροπία.
Κι αυτός είναι ο λόγος που, όσοι το έχουν ζήσει, επιστρέφουν ξανά και ξανά σε αυτήν την εμπειρία.
Και η αρκουδίτσα το προσφέρει αυτό απλόχερα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει συχνά η εντύπωση ανάμεσα στους μοτοσυκλετιστές ότι το πάθος τους, τούς κάνει ξεχωριστούς, ότι κατά κάποιον τρόπο υπερέχουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ίσως γιατί αυτό τους κάνει να νιώθουν καλύτερα.
Όμως, η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημάδι ανωτερότητας, αλλά προσωπικής επιλογής. Είναι ένα μονοπάτι που κάποιοι επιλέγουμε για να νιώσουμε ελευθερία, έλεγχο, απόδραση ή ηρεμία.
Για άλλους, αυτό το μονοπάτι μπορεί να είναι η θάλασσα, η αναρρίχηση, η ζωγραφική ή απλά μια βόλτα στο βουνό.
Η μοτοσυκλέτα δεν μας κάνει διαφορετικούς ως ανθρώπους, μας προσφέρει όμως, έναν διαφορετικό τρόπο να συνδεθούμε με τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Κι αυτό είναι που την κάνει μοναδική, όχι το ότι μας τοποθετεί πάνω από τους άλλους.
Η αρκουδίτσα δεν απευθύνεται σε όσους ψάχνουν να αποδείξουν κάτι ή να δείξουν ανωτερότητα. Με τις κλασικές της γραμμές, τον χαρακτήρα της και την τίμια αξία της, σε προσγειώνει στην πραγματικότητα.
Φτάνουμε πίσω στη βάση μας χωρίς να έχουμε γράψει τα χιλιόμετρα που θα θέλαμε, λόγω των συγκυριών.
Και για την ιστορία, να πω ότι η μέση κατανάλωση της ημέρας ήταν 3,6 λίτρα/100 χλμ.
Η σέλα της κουράζει μετά από λίγη ώρα, αλλά, όπως είδα, υπάρχει και τουριστική έκδοση μόνο σε καφέ χρώμα, η οποία είναι και 1,5 εκατοστό πιο ψηλή.
Νομίζω ότι οι πιθανοί ιδιοκτήτες πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά.
Στο τέλος της ημέρας, συνειδητοποιώ ότι το Bear 650 δεν ήταν απλώς μια μοτοσυκλέτα για δοκιμή.
Ήταν το μέσο που με βοήθησε να ταξιδέψω μέσα μου, να βάλω σκέψεις και συναισθήματα σε μια τάξη, έτσι όπως μόνο μια πραγματική μοτοσυκλέτα μπορεί να σε ταξιδέψει.
Με πήγε σε χωράφια, σε στροφές, σε χωματόδρομους, σε φίλους, σε στιγμές χαράς, αλλά και σε σιωπηλές σκέψεις.
Η “αρκουδίτσα” δεν είναι απλά ένα κομμάτι μέταλλο με δύο ρόδες. Είναι ένα καταφύγιο.
Ένας συνοδοιπόρος που ξέρει να ακούει χωρίς να μιλάει, που σε βοηθά να βάλεις σε τάξη τα πάντα μέσα σου, ακόμα κι όταν πρέπει να πεις το πιο δύσκολο αντίο.
Δεν είναι τέλεια. Έχει τις ιδιοτροπίες της, τις ελλείψεις της, τα σημεία που θα ήθελες να είναι αλλιώς.
Αλλά αυτό είναι που την κάνει αληθινή.
Στο τέλος, αυτή η αίσθηση ελευθερίας, αυτή η ψυχοθεραπεία που προσφέρει, είναι κάτι που δεν αγοράζεται.
Και κάπως έτσι, αυτή η βόλτα θα μείνει πάντα μαζί μου.
Όχι γιατί οδήγησα το Bear 650, αλλά γιατί, χάρη σε αυτό, έζησα κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή βόλτα.
Με ηρέμησε, με χαλάρωσε και με επέστρεψε πίσω στην οικογένειά μου.
Αν αφήσουμε στην άκρη τους ρομαντισμούς, θα έλεγα ότι το Bear 650 είναι ίσως το καλύτερο μοντέλο που έχει παρουσιάσει η Royal Enfield!
Η στενή σιλουέτα του και το αρκετό κόψιμο του τιμονιού σε βοηθούν να ελίσσεσαι εύκολα ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα.
Το βάρος, στα 216 κιλά, είναι απόλυτα διαχειρίσιμο, ενώ η κατανάλωση είναι η μεγάλη έκπληξη, στο καθημερινό πήγαινε-έλα από το σπίτι στη δουλειά, μέσα από το κέντρο της Αθήνας και την απίστευτη κίνηση, δεν ξεπέρασε τα 4 λίτρα/100 χλμ.
Σε επαρχιακούς δρόμους, με χαλαρή διάθεση, η κατανάλωση πέφτει ακόμα πιο χαμηλά·
αλλά αν αποφασίσεις να το στίψεις, θα δεις νούμερα που πλησιάζουν τα 6 λίτρα/100 χλμ.
Το μοτέρ του είναι απολαυστικό και ο ήχος του εθιστικός.
Ο ψεκασμός δουλεύει άψογα, ο Takashi Yamamoto έκανε πάλι το θαύμα του!
Τα φρένα είναι πολύ καλά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μονό δίσκο μπροστά.
Το επαρχιακό-ορεινό οδικό δίκτυο είναι το φυσικό του στοιχείο· εκεί το Bear 650 λάμπει!
Όμως δεν θα πει όχι ούτε στις εθνικές οδούς.
Η τελική ταχύτητα φτάνει τα 165 χλμ/ώρα και τα πιάνει εύκολα, ενώ μπορεί να τα διατηρήσει χωρίς κόπο — αρκεί να είσαι έτοιμος να παλέψεις με τον αέρα, μιας και μιλάμε για μια γυμνή μοτοσυκλέτα.
Και το χώμα δεν το φοβάται.
Σε χωματόδρομους οποιασδήποτε κατάστασης, το Bear 650 μπορεί να κινηθεί χωρίς δισταγμό.
Δεν είναι εντούρο, αλλά αν του δώσεις φλαταδούρες και αρχίσεις να παίζεις με την πρόσφυση, θα ζωγραφίσεις κύκλους και ημικύκλια.
Το ίδιο ισχύει και στην άσφαλτο, η ροπή του κινητήρα είναι αρκετή για να σπάσεις την πρόσφυση του πίσω ελαστικού, και μιας και δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά βοηθήματα, η αίσθηση είναι πραγματική!
Με δύο άτομα θα ζοριστεί από θέμα χώρων· δεν είναι φτιαγμένο γι’ αυτό.
Αν, όμως, μιλάμε για σύντομες εξορμήσεις ή για λιτούς ταξιδιώτες που δεν κουβαλάνε πολλά πράγματα, δεν θα πει όχι και αναλογιζόμενοι πάντα το είδος και το στυλ της μοτοσυκλέτας, δεν θα τους κουράσει ιδιαίτερα.
Και ίσως, για πρώτη φορά…
να μη θέλω να την επιστρέψω.
Ίσως να θέλω να την κρατήσω δική μου.
Ίσως να βρήκα αυτό που έψαχνα για πάρα πολύ καιρό.
Θα έλεγα ότι είναι μια μοτοσυκλέτα που όλοι πρέπει να οδηγήσουν και γιατί όχι, να αποκτήσουν.
Είναι για όλες τις ηλικίες και ταιριάζει σε όλα τα γούστα,
είτε είσαι νέος, είτε μεστωμένος, είτε παραγινομένος. Με γένια ή χωρίς,
με καγκούρικες διαθέσεις ή ήρεμος ταξιδευτής. Κάνει για όλους …
Δείχνει το ίδιο όμορφη έξω από κάποιο κουλτουριάρικο καφέ στην πόλη,
ή σε ένα επαρχιακό καφενείο,
ή ακόμα καλύτερα στην κορυφή ενός βουνού.
Και τη θέλω.
Να ρίχνω έναν σάκο πίσω, να ανοίγω το γκάζι
και να χάνομαι στον ορίζοντα.
Το μόνο που μένει,
είναι να βρω πώς θα την αποκτήσω.
Κι εύχομαι κι εσείς να τη δοκιμάσετε,
να τη νιώσετε,
να σας κερδίσει όπως κέρδισε εμένα…
και να τη κάνετε δική σας.
Γιατί το αξίζει.




















































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































