CF Moto 700MT – Μια ευχάριστη έκπληξη στην κατηγορία των Adventure Touring

1 Δεκεμβρίου 2025

Η CF Moto 700MT είναι από εκείνες τις μοτοσυκλέτες που στα χαρτιά σε κάνουν να κρατάς μια επιφύλαξη. Τα περίπου 240 κιλά ακούγονται πολλά. Στην πράξη όμως, δεν τα νιώθεις πουθενά.

Ούτε στατικά.
Ούτε όταν τη σπρώχνεις με τα χέρια.
Ούτε φυσικά όταν αρχίσει να κινείται.

Σε σύγκριση με το BMW R850GS που έχω, και που παρουσιάζεται με παρόμοιο βάρος, η διαφορά στην αίσθηση είναι τεράστια.
Το CF Moto δείχνει πολύ πιο ελαφρύ, πιο μαζεμένο και πολύ πιο εύκολο.

Η 700MT, παρόλο τον σχεδιασμό της που παραπέμπει σε Adventure, στην ουσία είναι μια μοτοσυκλέτα παντός δρόμου.
Με προτεραιότητα την άσφαλτο, αλλά χωρίς άγχος αν η διαδρομή σου σε βγάλει και σε χωματόδρομο.

Ο μπροστινός τροχός στις 19 ίντσες παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτό, όπως και η γενικότερη φιλοσοφία της μοτοσυκλέτας.

Η εμφάνιση είναι κάτι που θέλει λίγο χρόνο.
Δεν σε κερδίζει με την πρώτη ματιά.
Αλλά όσο τη ζεις, τόσο σου «κάθεται».
It grows on you.

Στην τιμή των περίπου 6.750 ευρώ, με τρεις αλουμινένιες βαλίτσες στην προσφορά, θεωρώ ότι είναι από τις πιο δυνατές προτάσεις της αγοράς αυτή τη στιγμή.

Έρχεται με:

θερμαινόμενα grip
θερμαινόμενη σέλα
traction control
σύνδεση με κινητό
κάγκελα προστασίας
βάσεις βαλιτσών
και με την τωρινή προσφορά τις ίδιες τις βαλίτσες

Παίρνεις δηλαδή ένα μηχανάκι έτοιμο να το πάρεις και να φύγεις.
Το μόνο που του λείπει, για μένα, είναι προβολάκια και κεντρικός ορθοστάτης.

Ο κινητήρας έχει χαρακτήρα, αλλά έχει και μικρά θεματάκια.

Στις χαμηλές στροφές ο ψεκασμός κάνει ένα μικρό «λόξιγκα».
Το ρελαντί είναι λίγο ψηλά.
Η μετάδοση είναι κοντή.

Με 110 χλμ/ώρα είσαι περίπου στις 5.000 στροφές.
Κινείσαι τις περισσότερες φορές με 6η.
Και πιάνεις τον εαυτό σου να ψάχνει για 7η.

Το κιβώτιο είναι σκληρό.
Και η νεκρά εν στάση δεν βρίσκεται πάντα εύκολα (σχεδόν ποτέ, θα έλεγα).

Ίσως με τα χιλιόμετρα ή με άλλη ποιότητα λαδιών να βελτιωθεί. Αυτό δεν το ξέρω.

Οι αναρτήσεις έχουν σφιχτή λειτουργία, αλλά δεν κοπανάνε.
Η πίσω μπορεί να αντιδράσει λίγο απότομα σε βαθιά λακκούβα ή έντονη ανωμαλία.
Όχι όμως σε σημείο να σου βαράει τη μέση ή να γίνεται ενοχλητικό, ίσως να είναι και θέμα ρυθμίσεων.

Γενικά δουλεύουν πολιτισμένα και σου εμπνέουν εμπιστοσύνη.

Η θέση οδήγησης είναι μέσα στην μοτοσυκλέτα και το τεράστιο τιμόνι είναι ψηλά μεν αλλά σε καλή θέση, όσον αφορά τα μαρσπιέ θα έλεγα ότι οι ψηλότεροι του 1.80 θα χρειαστούν ψηλότερη σέλα και οι πιο κοντοί θα δυσκολευτούν μιας και δεν θα το φτάνουν …

Η όρθια θέση οδήγησης είναι πάρα πολύ καλή.

Σε βάζει όμορφα πάνω από το ρεζερβουάρ.
Φορτίζεις τον μπροστινό τροχό.
Και «κουμπώνεις» πολύ ωραία πάνω στη μοτοσυκλέτα.

Στο ταξίδι κρατά άνετα 140–150 χλμ/ώρα.
Χωρίς να δείχνει κόπωση.
Και με γκάζι ώστε να κάνεις προσπέραση όποτε χρειαστεί.

Στον επαρχιακό είναι εξίσου ευχάριστη.
Ακόμα και σε σφιχτά κομμάτια με φουρκέτες.

Δεν χρειάζεται να παίζεις συνέχεια με το κιβώτιο.
Το 90% του χρόνου κινείσαι με 6η.
Σε ανηφορική διαδρομή, με μια 3η και λίγο συμπλεκτάρισμα, είσαι μια χαρά.

Η κατανάλωση κινήθηκε στα 5 με 5,5 λίτρα.
Τα φρένα είναι αρκετά καλά για την τιμή της.
Το ABS λειτουργεί σωστά, αλλά κάνει ένα έντονο βουητό στο φρενάρισμα.

Η κάλυψη από τον αέρα και τον καιρό είναι καλή.
Απλώς θα ήθελα η ζελατίνα να είναι λίγο πιο ψηλή και λίγο πιο φαρδιά.

Το πολυόργανο το βράδυ δεν διαβάζεται εύκολα, ειδικά αν έχεις πρεσβυωπία.
Ζελατίνα και όργανα είναι και αρκετά μπροστά σε σχέση με τον αναβάτη.
Αισθητικά όμως, τελικά το συνηθίζεις.

Τα θερμαινόμενα grip και η θερμαινόμενη σκαλα είναι πολύ δυνατά.

Τα θερμαινόμενα grip έχουν πολύ σωστό χειρισμό, με το κουμπί πάνω στο ίδιο το grip.
Το κουμπί για την ενεργοποίηση της θέρμανση της σέλας όμως είναι πάνω στη σέλα, δεν φαίνεται και δεν ξέρεις σε ποια σκάλα βρίσκεσαι.

Οπότε πρέπει:
να σταματήσεις, να κατέβεις  και να τη ρυθμίσεις.

Όσον αφορά τη θερμοκρασία του κινητήρα, ο ανεμιστήρας δουλεύει αρκετά συχνά.
Ζέστη δείχνει να υπάρχει, αλλά όχι ενοχλητική.

Σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, η διαχείριση του αέρα είναι σαφώς καλύτερη.
Η ζέστη διώχνεται μακριά από τα πόδια.

Στις θερμοκρασίες της δοκιμής δεν με ενόχλησε καθόλου.
Για το ελληνικό καλοκαίρι, μένει να φανεί.

Τα λάστιχα μαρκας CST, παρόλο την καταγωγη τους δεν με προβλημάτισαν καθόλου.
Οδήγησα σε υγρασία και σε βροχή.
Δεν ένιωσα ούτε το παραμικρό γλίστρημα.

Το traction control δεν το είδα να επεμβαίνει ποτέ.

Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι:
το πόσο καλά κρατάει
και η σιγουριά που σου μεταδίδει.

Κρύβει το βάρος της.
Στρίβει πάρα πολύ καλά.
Το μοτέρ της προσφέρει επαρκείς επιδόσεις.

Υπάρχουν κάποιοι κραδασμοί, που σου θυμίζουν ότι έχεις μηχανή ανάμεσα στα πόδια σου, αλλά δεν γίνονται ενοχλητικοί.
Ούτε ένιωσα μουδιάσματα σε χέρια ή πόδια.

Πάνω από τα 150 χλμ/ώρα ένιωσα ένα «ελάφρωμα» μπροστά.
Εκεί το BMW έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα στη σταθερότητα.

Για συνεπιβάτη δεν έγινε δοκιμή.
Από το πλάτος της σέλας και τον χώρο όμως, θεωρώ ότι μπορεί να υποστηρίξει άνετο δικάβαλο ταξίδι, χωρίς θέμα ούτε σε άνεση ούτε σε δύναμη.

Η 700MT είναι ξεκάθαρα για αναβάτη που θέλει μία μοτοσυκλέτα για όλα.

Για commuting.
Για βόλτες.
Για ταξίδια.
Και, αν χρειαστεί, και για χωματόδρομο.

Δεν είναι για σκληρό enduro.
Ούτε για μόνιμη κίνηση πάνω από 170.

Αν δεν είχα το BMW, θα με είχε βάλει σε πάρα πολύ σοβαρές σκέψεις.
Και μάλλον θα την είχα ήδη πάρει.

Το περίεργο είναι ότι, ακόμα και τώρα που έχω το BMW, με έχει πάλι βάλει σε σκέψεις.

Δεν περίμενα με τίποτα να είναι τόσο καλά στημένη.
Ούτε να συμπεριφέρεται τόσο σωστά στον δρόμο.

Για τα χρήματά της, αυτή τη στιγμή, τη θεωρώ μία από τις καλύτερες value for money επιλογές που μπορείς να κάνεις.

Παρότι δεν έκανα πάρα πολλά χιλιόμετρα μαζί της, δεν με κούρασε καθόλου.
Ο καιρός και οι υποχρεώσεις δεν βοήθησαν ιδιαίτερα, αλλά μια βόλτα στο Λεβίδι περνώντας από Νεμέα και το διάσελο της Κανδύλας, και στη συνέχεια άλλη μια απογευματινή βόλτα στο Σούνιο και μία στην Οινόη για να τη δω δίπλα στο BMW R850GS  ήταν αρκετές.

Μπορεί τα χιλιόμετρα να ήταν λιγότερα απ’ όσα κάνω συνήθως, αλλά ήταν αρκετά για να τη γνωρίσω και να την καταλάβω.

Και αυτό που μπορώ να πω είναι ότι με εξέπληξε θετικά.
Είχα στο παρελθόν την πρώτη έκδοση αυτής της μοτοσυκλέτας και από τότε έλεγα ότι αν είχε 19άρι τροχό θα ήταν καταπληκτική.

Και τελικά… είναι.

Και είναι τέτοια η εξέλιξή της, που δείχνει ξεκάθαρα πόσο έχει αλλάξει πλέον το τοπίο στην κατηγορία.
Υπάρχουν φυσικά ανώτερες επιλογές, με περισσότερη τεχνολογία, επιδόσεις και κύρος.
Το θέμα όμως είναι πλέον ότι η διαφορά στην εμπειρία δεν είναι πάντα ανάλογη της διαφοράς στην τιμή η στο όνομα.


Royal Enfield Bear 650 — Η αρκουδίτσα

Εκεί που κάθεσαι χαλαρά και χαζεύεις στο ίντερνετ, πέφτεις πάνω στην παρουσίαση ενός νέου μοντέλου μοτοσυκλέτας. Κάτι σε τραβάει, φαίνεται ενδιαφέρον.
Αρχίζεις να το ψάχνεις, να το συζητάς με φίλους, να ψάχνεις φωτογραφίες, βίντεο, κριτικές. Κάτι μέσα σου σου λέει πως αυτό είναι για σένα.

Ο καιρός περνάει… και μια μέρα το βλέπεις τυχαία από κοντά. Σε εντυπωσιάζει, αλλά η στατική επαφή σε αφήνει λίγο προβληματισμένο.
Το βάζεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου και η ζωή συνεχίζεται. Δεν το σκέφτεσαι πια. Όταν το συναντάς στο δρόμο, το μάτι σου σχεδόν το προσπερνάει.

Μέχρι που, αναπάντεχα, φτάνει η στιγμή της δοκιμής.
Είχες κανονίσει να οδηγήσεις ένα άλλο μηχανάκι, αλλά τελικά δεν είναι διαθέσιμο… και στα χέρια σου έρχεται το Royal Enfield Bear 650.

Και τότε όλα αλλάζουν.
Ξαφνικά, όλα τα καταχωνιασμένα συναισθήματα και οι παλιές σκέψεις βγαίνουν στην επιφάνεια. Ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Μια απίστευτη ευφορία σε διαπερνάει.

Πώς είναι δυνατόν ένα άψυχο, μεταλλικό αντικείμενο να σου προκαλεί τόσα συναισθήματα;
Ή μήπως δεν είναι και τόσο άψυχο τελικά;

Το μοτέρ του Bear 650 δείχνει πιο δυνατό από τις προηγούμενες εκδόσεις του δικύλινδρου 650 της Royal Enfield.
Σύμφωνα με την εταιρία, έχει 8% περισσότερη ροπή, χάρη σε νέες ρυθμίσεις αλλά και στην εξάτμιση, η οποία πλέον καταλήγει σε ένα ενιαίο τελικό.

Η πρώτη εντύπωση είναι θετική: ο κινητήρας φαίνεται ελαστικός, γεμάτος δύναμη, και συνοδεύεται από ευχάριστο ήχο.

Οι αναρτήσεις του είναι σχετικά σφιχτές. Τα πίσω αμορτισέρ δίνουν μια περίεργη αίσθηση:

  • πάνω από μικρές ανωμαλίες του δρόμου σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τίποτα,
  • αλλά στις μεγαλύτερες, η απόσβεση δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική.

Στον αντίποδα, στις στροφές είναι εξαιρετικά σταθερό. Τα φρένα του βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο:

  • το μπροστινό είναι ισχυρό και με πολύ καλή αίσθηση,
  • το πίσω έχει δύναμη, αλλά η πληροφόρηση δεν είναι στο ίδιο επίπεδο.

Τα ινδικά ελαστικά δεν προβληματίζουν πουθενά, οι κραδασμοί είναι από ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι, ενώ η σέλα είναι σκληρή και δεν δείχνει ιδιαίτερα άνετη για μεγάλα ταξίδια.

Το στρογγυλό πολυόργανο είναι πολύ όμορφο και είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί η Royal Enfield και στο Himalayan 450.

Και εκεί που οδηγείς χαλαρά, μαθαίνοντας τη μοτοσυκλέτα, με κατεύθυνση από Κερατέα προς Ανάβυσσο, ρίχνεις μια ματιά στο όργανο και βλέπεις μέση κατανάλωση κάτω από 3,5 λίτρα/100 χλμ! 

 Δεν μπορεί, κάτι πάει λάθος, σκέφτεσαι. Το δικό σου Royal Enfield Super Meteor 650 με το ίδιο μοτέρ δεν κατεβαίνει τόσο χαμηλά σε αυτούς τους ρυθμούς…

Κάνεις την πρώτη στάση για φωτογραφίες. Κάθεσαι, το χαζεύεις, το παρατηρείς με την ησυχία σου είναι η στιγμή που αρχίζεις πραγματικά να το γνωρίζεις

Το Bear 650 έχει κάτι το ιδιαίτερο. Διαθέτει λιτότητα, κομψότητα και μια σιωπηλή γοητεία που σου δημιουργεί συναισθήματα τα οποία αποκαλύπτονται μόνο όταν το οδηγήσεις.

Αν έπρεπε να το παρομοιάσω με μια γυναίκα, μάλλον θα έλεγα τη σύζυγό μου.

Όχι γιατί έχουν και οι δύο όμορφες καμπύλες, είναι όμορφες, κομψές, με χαρακτήρα και άποψη,

αλλά γιατί, αν τις γνωρίσεις πραγματικά, ανακαλύπτεις ότι έχουν πολύ περισσότερα να σου δώσουν απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.

Γιατί, πίσω από τη λιτή ομορφιά, υπάρχει ουσία και συναίσθημα.

Και τότε το συνειδητοποιείς:
Είναι όμορφο. Πολύ όμορφο.
Λιτό, απέριττο, χωρίς περιττά στολίδια. Όπως πρέπει να είναι οι μοτοσυκλέτες.
Όχι αυτοκίνητα με δύο ρόδες.

Με κέρδισε, όπως με είχε κερδίσει κι εκείνη, τότε, πριν από καιρό.

Βγαίνουμε παραλιακή και ανεβάζουμε ρυθμούς. Το Bear 650 αποδεικνύεται πολύ ευχάριστο και εύκολο μηχανάκι, στρίβει πρόθυμα και μεταφέρει ξεκάθαρα την αίσθηση της επαφής των τροχών με τον δρόμο εμπνέοντας σιγουριά.
Μπλέκουμε στην κίνηση όσο πλησιάζουμε, και το μόνο που σε προβληματίζει είναι η θερμοκρασία του κινητήρα, κάνει αισθητή την παρουσία της! Δεν είναι κάτι ανυπόφορο, αλλά σίγουρα δεν την αγνοείς.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, η κατανάλωση έχει ανέβει στα 3,8 λίτρα/100 χλμ.
Η συνέχεια περιλαμβάνει έναν καφέ και μια γρήγορη “επίδειξη” στον φίλο Θανάση. Το απόγευμα μας βρίσκει να κινούμαστε στην Εθνική Οδό με κατεύθυνση προς Κόρινθο. Ο ρυθμός είναι 110-120 χλμ/ώρα, και το όργανο δείχνει κατανάλωση περίπου 4 λίτρα/100 χλμ.

Στον επαρχιακό της Επιδαύρου, το Bear 650 είναι σκέτη απόλαυση. Οι στροφές, η σταθερότητα, ο ήχος… όλα συνεργάζονται ιδανικά.
Δυστυχώς, το σκοτάδι που έπεφτε δεν μας άφησε να το ευχαριστηθούμε όσο θα θέλαμε.

Το βράδυ με βρίσκει με την οικογένεια. Είμαστε όλοι δίπλα στον τετράποδο σύντροφο, τον φίλο, το μέλος της οικογένειάς μας που δεν μιλούσε, αλλά καταλάβαινε τα πάντα, για τελευταία φορά.

Κρατάμε βάρδιες  σαν να είμαστε στον στρατό, “σκοπιά” για να μην μείνει μόνος του ούτε στιγμή το τελευταίο του βράδυ.

Η επάρατη νόσος τον έχει καταβάλει, δεν μπορεί πια να μετακινηθεί, δεν τρώει…

Μας κοιτάζει μόνο με εκείνα τα απίστευτα μάτια, μάτια γεμάτα αγάπη.

Και τι σχέση έχει αυτό με το Bear 650;
Ίσως καμία… και ταυτόχρονα τα πάντα.
Γιατί το Bear 650 ήταν το μέσο που με βοήθησε να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη μετά το τελευταίο αντίο.

Προφανώς και δεν είναι όλα τέλεια, αλλά είναι αρκετά καλά θα έλεγα. Η ποιότητα κατασκευής είναι πάρα πολύ καλή, σίγουρα καλύτερη από αυτό που θα περίμενες στην κατηγορία τιμής της.

Φυσικά, υπάρχουν και κάποιες παραφωνίες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το χειριστήριο της οθόνης, απαράδεκτο ως προς τη χρήση του, ναι το συνηθίζεις, αλλά χαλάει λίγο την εμπειρία.
Και ενώ έχουν σχεδιάσει ένα πανέμορφο μεταλλικό καβούκι για τους διακόπτες, το συγκεκριμένο χειριστήριο δείχνει εκτός κλίματος και “χαλάει” την εικόνα.

Τα μαρσπιέ θα τα ήθελα λίγο μεγαλύτερα ή έστω τοποθετημένα ένα-δύο πόντους πιο έξω. Και κάπου εδώ… τελειώνουν οι παραφωνίες.

Αν το οδηγήσεις σαν χούλιγκαν, η κατανάλωση θα φλερτάρει ίσως και να ξεπεράσει τα 6 λίτρα/100 χλμ, ειδικά αν ψάξεις να βρεις την τελική του ταχύτητα.
Σε νορμάλ χρήση, όμως, μένει περίπου στα 4 λίτρα/100 χλμ.

Πριν από μερικά χρόνια, είχα οδηγήσει το Royal Enfield Interceptor 650 και, για να είμαι ειλικρινής, μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Έτσι, όταν ήρθε μήνυμα από τον φίλο Λεωνίδα για καφεδάκι στη Δάφνη, το Bear 650 ήταν η αφορμή να ξαναπεράσω με το Bear απο τους ίδιους δρόμους.

Η διαδρομή, μετά τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών, είναι γυμνή και αγνώριστη. Καθώς οδηγούσα, προσπαθούσα να καταλάβω αν κάτι στο στήσιμο του Bear 650 μου θύμιζε το Interceptor ή αν κάτι με χάλαγε. Δεν βρήκα τίποτα να με χαλάει αντιθέτως μου άρεσε πιο πολύ απο το Interceptor!!!
Κι εκεί συνειδητοποίησα ότι έτσι θα έπρεπε να είχαν βγάλει το Interceptor πριν από χρόνια.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.

Το Bear 650 είναι φτιαγμένο για τέτοιες διαδρομές:
σφιχτές, στριφτερές, απολαυστικές, γεμάτες ρυθμό και χαμόγελο.
Κι αυτό το χαμόγελο δεν σβήνει ούτε όταν κατεβαίνεις από τη μηχανή, γιατί τότε είναι που κάθεσαι και την κοιτάς. Σε μαγνητίζει.

Κι έτσι, πριν το καταλάβω, έφτασα στο χωριό Δάφνη, όπου με περίμενε ο Λεωνίδας. Ελληνικός καφές, κουβεντούλα επί παντός επιστητού, χαζεύοντας τις μηχανές.
Λίγο πριν αναχωρήσω, ήρθε να μας συναντήσει και ο Νίκος με τη σύζυγό του, την Πόπη, ήρθαν από την Ιτέα μόνο για να πιουν καφέ μαζί μας!
Πολύ τους χάρηκα.

Αλλά είχε έρθει η ώρα να χαρώ και την αρκουδίτσα.
Ο Λεωνίδας μου είχε ετοιμάσει μια κοντινή διαδρομή, την οποία όμως δεν ακολούθησα ολόκληρη.
Ό,τι και να πούμε για τον Λεωνίδα είναι λίγο… ψυχάρα!

Φεύγω από τη Δάφνη με κατεύθυνση προς τις Ερυθρές. Η διαδρομή όμορφη, ήρεμη, αλλά ξαφνικά το μάτι πέφτει σε έναν χωματόδρομο που διασχίζει τα σταροχώραφα.
“Εδώ είμαστε”, σκέφτομαι… και χωρίς δεύτερη σκέψη, οι ρόδες της αρκουδίτσας πατάνε χώμα!

Εννοείται πως όλες οι μηχανές μπορούν να διασχίσουν χωματόδρομους, αλλά οι σύγχρονες μηχανές που είναι φτιαγμένες γι’ αυτό ξεχωρίζουν γιατί έχουν τη δυνατότητα απενεργοποίησης του ABS, τουλάχιστον στον πίσω τροχό. Αλλιώς, ειδικά αν φορτώσεις χιλιόμετρα, δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσεις.
Στάση λοιπόν… και με το πάτημα ενός κουμπιού, το ABS απενεργοποιείται στον πίσω τροχό της αρκουδίτσας και παραμένει έτσι, όσο δεν κλείσεις τον διακόπτη.

Αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος κομμένα στάχυα, η πρόσφυση ελάχιστη και κατά διαστήματα σχεδόν ανύπαρκτη.
Παρόλα αυτά, η αρκουδίτσα τα πήγαινε περίφημα, μέχρι που μια απότομη κατηφόρα εμφανίζεται μπροστά μας!

 Κατεβαίνω για να την δώ καλύτερα.
“Γυρνάμε πίσω ή την κατεβαίνουμε;” σκέφτομαι.
Κοιτάζω την αρκουδίτσα κατάματα στο ένα της μάτι, γεμάτο απορία.
“Ανέβα, το έχουμε” μου απαντάει…
Και όντως, ήταν… ευκολάκι!

Στη συνέχεια, περιηγηθήκαμε σε έναν λαβύρινθο αγροτικών δρόμων ανάμεσα στα χωράφια, μέχρι που βγήκαμε στο κανάλι.


Ακολουθήσαμε τη διαδρομή δίπλα του και καταλήξαμε λίγο πριν τη Θήβα.
Από εκεί συνεχίσαμε μέχρι την Αλίαρτο, στη συνέχεια προς Μάζι, και λίγο πριν τη Μονή της Ευαγγελίστριας, στρίψαμε προς Πέτρα.
Κάναμε στάση σε μια βρύση να ξεκουραστούμε και μετά ανεβήκαμε στους καταρράκτες της Πέτρας, το νερό που έτρεχε αυτή την εποχή ήταν ελάχιστο.

Σύμφωνα με το πλάνο του Λεωνίδα, από εκεί θα έπρεπε να πάω στην Κορώνεια και μετά προς Αγία Άννα, Θίσβη κτλ.
Αλλά η ζέστη και η πείνα με είχαν καταβάλει, οπότε αποφασίζω να επιστρέψω προς Θίσβη και από εκεί να ξαναπιάσω τον χωματόδρομο δίπλα από το κανάλι, ώστε να βγω κοντά στις Ερυθρές.

Λίγο πριν τη Θήβα, παίρνουμε το δρόμο προς την παραλία Σαράντι.
Τι καταπληκτικός δρόμος είναι αυτός! Εξαιρετική χάραξη, καλή άσφαλτος, σκέτη απόλαυση…
Η αρκουδίτσα κρατάει πολύ καλό ρυθμό· ελαστικά, μοτέρ και πλαίσιο συνεργάζονται αρμονικά, ταξιδεύοντας σε σχετικά υψηλές ταχύτητες χωρίς το παραμικρό ίχνος προβληματισμού.
Διαβήτης!

Βρίσκουμε ξανά το κανάλι, λίγο μετά τα Λεύκτρα· τώρα, όμως, είναι γεμάτο απαγορευτικές πινακίδες.
Η επιλεκτική όρασή μας τις αγνοεί.
Σε αυτούς τους πατημένους χαλικόδρομους, η αρκουδίτσα βρίσκεται στο στοιχείο της.
Σηκώνεσαι όρθιος στα μαρσπιέ, αφήνεις τον πίσω τροχό να διαγράφει ημικύκλια με την παραμικρή ευκαιρία και απλά απολαμβάνεις.

Αφήνουμε για λίγο πίσω μας τον δρόμο δίπλα απο το κανάλι και χανόμαστε κυριολεκτικά στον λαβύρινθο των χωματόδρομων ανάμεσα στα χωράφια με κατεύθυνση τη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Φαίνεται τόσο κοντά, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά…
Περνάμε δίπλα από οικισμούς με κοντέινερ, όπου μένουν εργάτες.
Μάλλον τους χαλάσαμε τη μεσημεριανή σιέστα, γιατί μας κοιτάζουν με μια μίξη απορίας και καχυποψίας.
Ένα νέυμα… και συνεχίζουμε ακάθεκτοι.

Όσο κι αν προσπαθούμε να βρούμε τη μονάδα, που θα σήμαινε την επιστροφή σε ασφαλτόδρομο, δεν τα καταφέρνουμε.
Η μόνη λύση επιστροφή στον χαλικόδρομο δίπλα από το κανάλι.

Η αρκουδίτσα τα καταφέρνει περίφημα, παρότι οι αναρτήσεις της δεν έχουν μεγάλες διαδρομές.
Βοηθάει και το αρκετό ύψος από το έδαφος.
Το μόνο που θα ήθελα είναι τα μαρσπιέ να ήταν λίγο πιο έξω. Αυτό μόνο.

Στο μεταξύ, η κατανάλωση παραμένει σταθερά κάτω από 4 λίτρα/100 χλμ.
Βγαίνουμε στον επαρχιακό δρόμο και κατευθυνόμαστε προς Μάνδρα, ένας ακόμη υπέροχος δρόμος, αλλά επικίνδυνος εξαιτίας της έντονης κίνησης και κυρίως άλλων μοτοσυκλετιστών και οδηγών αυτοκινήτων που νομίζουν ότι βρίσκονται σε πίστα και αδιαφορούν πλήρως για τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου.

Η αρκουδίτσα κάνει ό,τι περνάει από τις ρόδες της για να με κάνει χαρούμενο και να διώξει όλες τις θλιβερές σκέψεις που έχουν θολώσει το μυαλό μου.
Και τα καταφέρνει.

Δεν είναι ένα απλό μεταφορικό μέσο.
Είναι μια συνεδρία ψυχανάλυσης.
Μια θεραπεία.

Πολλοί μπορεί να αναρωτιούνται πώς γίνεται ένα άψυχο αντικείμενο, όπως μια μοτοσυκλέτα, να μπορεί να μας γεννά τόσο έντονα συναισθήματα.

Η απάντηση κρύβεται σε δύο διαστάσεις:

Στη ρομαντική διάσταση, η μοτοσυκλέτα γίνεται προέκταση του εαυτού σου. Σου επιτρέπει να ξεφεύγεις από την καθημερινότητα, να νιώθεις ελευθερία, αυτονομία και πληρότητα. Είναι ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, ένας τρόπος να ξαναβρίσκεις ή ακόμα και να προβάλλεις τον εαυτό σου.

Και στη νευροβιολογία: η οδήγηση ενεργοποιεί νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη και η ενδορφίνη, που σχετίζονται με την ευχαρίστηση, την επιβράβευση και την αποφόρτιση από το στρες. Η συγκέντρωση που απαιτεί, η εναλλαγή εικόνων και ρυθμού, το στοιχείο του ελέγχου αλλά και του κινδύνου, δημιουργούν μια κατάσταση ροής (flow)  μια εμπειρία που ελάχιστες δραστηριότητες μπορούν να προσφέρουν στη σύγχρονη εποχή.

Ίσως γι’ αυτό, η μοτοσυκλέτα δεν είναι απλώς ένα μέσο μετακίνησης, είναι μια ψυχολογική ανάγκη. Ένα εργαλείο που γεφυρώνει την καθημερινότητα με την εσωτερική μας ισορροπία.

Κι αυτός είναι ο λόγος που, όσοι το έχουν ζήσει, επιστρέφουν ξανά και ξανά σε αυτήν την εμπειρία.

 Και η αρκουδίτσα το προσφέρει αυτό απλόχερα.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει συχνά η εντύπωση ανάμεσα στους μοτοσυκλετιστές ότι το πάθος τους, τούς κάνει ξεχωριστούς, ότι κατά κάποιον τρόπο υπερέχουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ίσως γιατί αυτό τους κάνει να νιώθουν καλύτερα.

Όμως, η μοτοσυκλέτα δεν είναι σημάδι ανωτερότητας, αλλά προσωπικής επιλογής. Είναι ένα μονοπάτι που κάποιοι επιλέγουμε για να νιώσουμε ελευθερία, έλεγχο, απόδραση ή ηρεμία.
Για άλλους, αυτό το μονοπάτι μπορεί να είναι η θάλασσα, η αναρρίχηση, η ζωγραφική ή απλά μια βόλτα στο βουνό.

Η μοτοσυκλέτα δεν μας κάνει διαφορετικούς ως ανθρώπους, μας προσφέρει όμως, έναν διαφορετικό τρόπο να συνδεθούμε με τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Κι αυτό είναι που την κάνει μοναδική,  όχι το ότι μας τοποθετεί πάνω από τους άλλους.

Η αρκουδίτσα δεν απευθύνεται σε όσους ψάχνουν να αποδείξουν κάτι ή να δείξουν ανωτερότητα. Με τις κλασικές της γραμμές, τον χαρακτήρα της και την τίμια αξία της, σε προσγειώνει στην πραγματικότητα.

Φτάνουμε πίσω στη βάση μας χωρίς να έχουμε γράψει τα χιλιόμετρα που θα θέλαμε, λόγω των συγκυριών.
Και για την ιστορία, να πω ότι η μέση κατανάλωση της ημέρας ήταν 3,6 λίτρα/100 χλμ.

Η σέλα της κουράζει μετά από λίγη ώρα, αλλά, όπως είδα, υπάρχει και τουριστική έκδοση μόνο σε καφέ χρώμα, η οποία είναι και 1,5 εκατοστό πιο ψηλή.
Νομίζω ότι οι πιθανοί ιδιοκτήτες πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά.

Στο τέλος της ημέρας, συνειδητοποιώ ότι το Bear 650 δεν ήταν απλώς μια μοτοσυκλέτα για δοκιμή.
Ήταν το μέσο που με βοήθησε να ταξιδέψω μέσα μου, να βάλω σκέψεις και συναισθήματα σε μια τάξη, έτσι όπως μόνο μια πραγματική μοτοσυκλέτα μπορεί να σε ταξιδέψει.

Με πήγε σε χωράφια, σε στροφές, σε χωματόδρομους, σε φίλους, σε στιγμές χαράς, αλλά και σε σιωπηλές σκέψεις.

Η “αρκουδίτσα” δεν είναι απλά ένα κομμάτι μέταλλο με δύο ρόδες. Είναι ένα καταφύγιο.
Ένας συνοδοιπόρος που ξέρει να ακούει χωρίς να μιλάει, που σε βοηθά να βάλεις σε τάξη τα πάντα μέσα σου, ακόμα κι όταν πρέπει να πεις το πιο δύσκολο αντίο.

Δεν είναι τέλεια. Έχει τις ιδιοτροπίες της, τις ελλείψεις της, τα σημεία που θα ήθελες να είναι αλλιώς.
Αλλά αυτό είναι που την κάνει αληθινή.

Στο τέλος, αυτή η αίσθηση ελευθερίας, αυτή η ψυχοθεραπεία που προσφέρει, είναι κάτι που δεν αγοράζεται.

Και κάπως έτσι, αυτή η βόλτα θα μείνει πάντα μαζί μου.
Όχι γιατί οδήγησα το Bear 650, αλλά γιατί, χάρη σε αυτό, έζησα κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή βόλτα.
Με ηρέμησε, με χαλάρωσε και με επέστρεψε πίσω στην οικογένειά μου.

Αν αφήσουμε στην άκρη τους ρομαντισμούς, θα έλεγα ότι το Bear 650 είναι ίσως το καλύτερο μοντέλο που έχει παρουσιάσει η Royal Enfield!

Η στενή σιλουέτα του και το αρκετό κόψιμο του τιμονιού σε βοηθούν να ελίσσεσαι εύκολα ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα.
Το βάρος, στα 216 κιλά, είναι απόλυτα διαχειρίσιμο, ενώ η κατανάλωση είναι η μεγάλη έκπληξη, στο καθημερινό πήγαινε-έλα από το σπίτι στη δουλειά, μέσα από το κέντρο της Αθήνας και την απίστευτη κίνηση, δεν ξεπέρασε τα 4 λίτρα/100 χλμ.
Σε επαρχιακούς δρόμους, με χαλαρή διάθεση, η κατανάλωση πέφτει ακόμα πιο χαμηλά·
αλλά αν αποφασίσεις να το στίψεις, θα δεις νούμερα που πλησιάζουν τα 6 λίτρα/100 χλμ.

Το μοτέρ του είναι απολαυστικό και ο ήχος του εθιστικός.
Ο ψεκασμός δουλεύει άψογα, ο Takashi Yamamoto έκανε πάλι το θαύμα του!

Τα φρένα είναι πολύ καλά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μονό δίσκο μπροστά.

Το επαρχιακό-ορεινό οδικό δίκτυο είναι το φυσικό του στοιχείο· εκεί το Bear 650 λάμπει!

Όμως δεν θα πει όχι ούτε στις εθνικές οδούς.
Η τελική ταχύτητα φτάνει τα 165 χλμ/ώρα και τα πιάνει εύκολα, ενώ μπορεί να τα διατηρήσει χωρίς κόπο — αρκεί να είσαι έτοιμος να παλέψεις με τον αέρα, μιας και μιλάμε για μια γυμνή μοτοσυκλέτα.

Και το χώμα δεν το φοβάται.
Σε χωματόδρομους οποιασδήποτε κατάστασης, το Bear 650 μπορεί να κινηθεί χωρίς δισταγμό.
Δεν είναι εντούρο, αλλά αν του δώσεις φλαταδούρες και αρχίσεις να παίζεις με την πρόσφυση, θα ζωγραφίσεις κύκλους και ημικύκλια.
Το ίδιο ισχύει και στην άσφαλτο, η ροπή του κινητήρα είναι αρκετή για να σπάσεις την πρόσφυση του πίσω ελαστικού, και μιας και δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά βοηθήματα, η αίσθηση είναι πραγματική!

Με δύο άτομα θα ζοριστεί από θέμα χώρων· δεν είναι φτιαγμένο γι’ αυτό.
Αν, όμως, μιλάμε για σύντομες εξορμήσεις ή για λιτούς ταξιδιώτες που δεν κουβαλάνε πολλά πράγματα, δεν θα πει όχι και αναλογιζόμενοι πάντα το είδος και το στυλ της μοτοσυκλέτας, δεν θα τους κουράσει ιδιαίτερα.

Και ίσως, για πρώτη φορά…
να μη θέλω να την επιστρέψω.
Ίσως να θέλω να την κρατήσω δική μου.
Ίσως να βρήκα αυτό που έψαχνα για πάρα πολύ καιρό.

Θα έλεγα ότι είναι μια μοτοσυκλέτα που όλοι πρέπει να οδηγήσουν  και γιατί όχι, να αποκτήσουν.
Είναι για όλες τις ηλικίες και ταιριάζει σε όλα τα γούστα,
είτε είσαι νέος, είτε μεστωμένος, είτε παραγινομένος.  Με γένια ή χωρίς,
με καγκούρικες διαθέσεις ή ήρεμος ταξιδευτής.  Κάνει για όλους …

Δείχνει το ίδιο όμορφη έξω από κάποιο κουλτουριάρικο καφέ στην πόλη,
ή σε ένα επαρχιακό καφενείο,
ή ακόμα καλύτερα στην κορυφή ενός βουνού.

Και τη θέλω.
Να ρίχνω έναν σάκο πίσω, να ανοίγω το γκάζι
και να χάνομαι στον ορίζοντα.
Το μόνο που μένει,
είναι να βρω πώς θα την αποκτήσω.

Κι εύχομαι κι εσείς να τη δοκιμάσετε,
να τη νιώσετε,
να σας κερδίσει όπως κέρδισε εμένα…
και να τη κάνετε δική σας.
Γιατί το αξίζει.

Royal Enfield Classic 350 Madras Red, Lady Scarlet η Κυρία με τα Κόκκινα που Δεν Ξεχνιέται

Η Royal Enfield Classic 350, ντυμένη στα Madras Red, δεν είναι απλώς μια ακόμη μοτοσυκλέτα. Είναι μια ιστορία επάνω σε δύο τροχούς, μια αφήγηση που δεν γράφεται με λέξεις, αλλά με διαδρομές.

Δεν έχει φτιαχτεί για να μεταφέρει το σώμα, αλλά για να ταξιδεύει την ψυχή.

Από την πρώτη ματιά, νιώθεις πως θα την θυμάσαι.

Από την πρώτη διαδρομή, ξέρεις πώς δεν θα την ξεχάσεις ποτέ.

Θα μπορούσε να είναι μια ντίβα του παλιού σινεμά, ντυμένη στα κόκκινα, με βλέμμα που καθηλώνει και κίνηση που υπονοεί περισσότερα απ’ όσα φαίνονται.

Μια γυναίκα που δεν χρειάζεται να φωνάξει για να τραβήξει την προσοχή.

Κομψή, μυστηριώδης, ερωτική, με λάγνο βλέμμα και παρουσία που αφήνει πίσω της αναστάτωση και πόθο.

Αυτή είναι η Lady Scarlet.

Οι γραμμές της είναι κλασικές, νοσταλγικές, με καμπύλες σαν της Θεάς Αφροδίτης.

Μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από άλλες δεκαετίες, τότε που οι καμπύλες ήταν θέλγητρο.

Κι όμως, μέσα στη σημερινή εποχή, δεν μοιάζει ξεπερασμένη, μοιάζει και είναι διαχρονική.

Το Madras Red της δεν κραυγάζει, συστήνεται με σιγουριά, με μια αυτοπεποίθηση που δεν χρειάζεται φανφάρες.

Δεν βιάζεται. Η Lady Scarlet θέλει να σε κάνει να ζήσεις κάθε μέτρο, όχι να το προσπεράσεις. Είναι σύντροφος σε ταξίδι, όχι εργαλείο ταχύτητας. Κάθε κραδασμός, κάθε ήχος του μονοκύλινδρου κινητήρα είναι σαν παλμός καρδιάς που χτυπά δίπλα σου, πάνω σου, μαζί σου, μέσα σου.

Είναι για όσους δε βιάζονται να φτάσουν, αλλά θέλουν να θυμούνται ότι ταξίδεψαν. Για όσους αναγνωρίζουν την αξία του χαρακτήρα, της ιστορίας, του έρωτα.

Και κάπως έτσι θα μπορούσε να τελειώσει αυτή η ιστορία…

αν δεν μιλούσαμε για μια μοτοσυκλέτα ….

Ένα ελεύθερο Σαββατοκύριακο, μακριά από τις οικογενειακές υποχρεώσεις, βάζει το μυαλό σε σκέψεις.
Πού να πάω; Με τι;
Λες να…; Μπα… Ίσως όμως είναι μια καλή ιδέα.

Και κάπως έτσι, στέλνω μήνυμα στον Μάνο, «μήπως υπάρχει καμιά μηχανή για δοκιμή το Σαββατοκύριακο;»
Όχι όμως όποια κι όποια, ήθελα ένα από τα τριαμισάρια. Είτε το Classic, είτε το Meteor.
Και κάπως έτσι, άρχισαν να κινούνται τα νήματα…

Με την βοήθεια του Γιάννη και της Ελένης μερικές ώρες αργότερα στεκόμουν απέναντι από την Lady Scarlet.
Και εκείνη… με κοίταζε πίσω.
Με ένα βλέμμα γεμάτο πάθος, σαν να μου ψιθύριζε «Διάλεξέ με. Δεν θα το μετανιώσεις…»

Κι έξω στο πάρκινγκ, η Τζο (η δική μου μηχανή ενα Royal Enfield Super Meteor 650) με κοιτούσε θυμωμένη «Θα αφήσεις εμένα, για να πας βόλτα με τη μικρούλα;»

Δεν την άκουγα, είχα θολώσει, η καρδιά χτυπούσε δυνατά, η πίεση είχε ανέβει και δεν είμαστε σε ηλικία για τέτοια …

Σύντομα βρίσκομαι καβάλα στην Scarlet και η πρώτη έκπληξη είναι το πόσο ελαφριά την αισθάνεσαι και συνάμα ότι έχει απίστευτα ωραία ποιοτητα κύλισης …
Οι αναρτήσεις της έχουν ένα γλυκό αλλά σφιχτό συνάμα δούλεμα που περνάς απο τις ανωμαλίες του οδοστρώματος με μια αρχοντιά, αριστοκρατικά θα έλεγα …

Το μοτεράκι της είναι σαν χτυποκάρδι ειδικά στο ρελαντί, παράγει ένα ελαφρύ κραδασμό που δεν ενοχλεί πουθενά, ίσα ίσα υπενθυμίζει ότι ζει και αναπνέει εκεί κάτω, στο κλείσιμο του γκαζιού οι στροφές πέφτουν γρήγορα στο ρελαντί και στην αρχή νομίζεις ότι έχει σβήσει …

Αλλά αυτό ειναι εκει και χτυπά… για σενα.

Η πρώτη εντύπωση που σου δίνει είναι ότι είναι μια ομοιογενής και ποιοτική μοτοσυκλέτα.

Η σέλα της είναι άνετη και μαλακή, το τιμόνι σχετικά στενό αλλά η θέση οδήγησης είναι ωραία, ξεκούραστη, αρχοντική, κάθεσαι πάνω στην μοτοσυκλέτα σαν να ιππεύεις άλογο.

Τα φρένα της είναι αρκετά για τις επιδόσεις της (τις ποιές; ) …

Και φτάνουμε στο μελανό σημείο της, τις επιδόσεις, η καλύτερα στην έλλειψη αυτών …

Μέσα στην κίνηση της πόλης έχει αρκετή δύναμη και ροπή για να κινείται απροβλημάτιστα αλλά έτσι και βγείς σε ανοιχτό δρόμο εκεί δείχνει την αδυναμία της να ακολουθήσει τα άλλα οχήματα πέραν των ορίων ταχύτητας …

Το απόγευμα με βρίσκει να πίνω καφέ και να την δείχνω στον φίλο Θανάση και κανονίζουμε για το που θα την πάμε την επόμενη μέρα.

Το βράδυ κλείνει με μια βόλτα μέχρι το λιμάνι για μερικές φωτογραφίες …

Η Scarlet ποζάρει κάτω απ’ τα φώτα, με τρόπο που σχεδόν ζηλεύει κάθε άλλη παρουσία στο πάρκινγκ.

Ξημερώνει. Φτιάχνω καφέ, βγάζω τα σκυλιά βόλτα και ετοιμάζομαι.
Συναντιόμαστε με τον Θανάση, ο οποίος καβαλά ένα Royal Enfield Continental 650, και την παρέα συμπληρώνει ο γιος μου, ο Νικόλας, με ένα Royal Enfield Himalayan 450.
Σαν μάζωξη βασιλικής οικογένειας… 

Έχουμε κανονίσει να πάμε μέχρι τη Λάρυμνα, για να δούμε τον εγκαταλελειμμένο οικισμό των μεταλλωρύχων της ΛΑΡΚΟ.
Έναν τόπο βουβό, με βαριά ιστορία και εικόνες που έχουν παγώσει στον χρόνο.

Πρώτη στάση στον Ασπρόπυργο για ανεφοδιασμό , κι εκεί διαπιστώνουμε πως το Himalayan έχει πατήσει μια βίδα και έχει σκάσει το πίσω λάστιχο.
Ο μικρός το ένιωσε αμέσως να πλέει, και ευτυχώς που τα μαμά ελαστικά έχουν σκληρά πλαϊνά, δεν ξεζάνταρε, ούτε έκατσε τελείως.

Θα φανταζόταν κανείς πως η αναζήτηση βουλκανιζατέρ στον Ασπρόπυργο θα ήταν κάτι απλό και εύκολο, και είναι αρκεί να έχεις φορτηγό, αν έχεις μοτοσυκλέτα, σε στέλνει ο ένας στον άλλον.

Τελικά, βρήκαμε ένα συνεργείο μοτοσυκλετών που μας εξυπηρέτησε άμεσα.
Να είναι καλά οι άνθρωποι.
Κι έτσι, συνεχίσαμε τη βόλτα μας…

Η επόμενη στάση έγινε στις Ερυθρές, στην εγκαταλελειμμένη στρατιωτική βάση.
Βγάλαμε μερικές φωτογραφίες, περιπλανηθήκαμε λίγο στα ίχνη του παρελθόντος και συνεχίσαμε για Αλίαρτο.

Προσπαθώ να επιβάλλω τους ρυθμούς και τα «θέλω» μου στη Scarlet κι εκείνη τα δέχεται αγόγγυστα.  Πάμε τέρμα γκάζι…

Που σημαίνει ότι κινούμαστε με μάξιμουμ 110 χλμ/ώρα. Άντε, και λίγο παραπάνω. 

Από το εργοστάσιο, η μοτοσυκλέτα έρχεται με κόφτη στα 120 χλμ/ώρα (αν και αυτά δεν τα είδαμε, ίσως δεν βρήκαμε αρκετά μεγάλη κατηφόρα… ).

Με αυτές τις σκέψεις, φτάνουμε στην Αλίαρτο.
Περνάμε από έναν φούρνο, για να πάρουμε το πρωινό που δεν φάγαμε.
(Η αγαπημένη μου λείπει αυτές τις μέρες και το σπίτι είναι άδειο. Μόνο τα ντουλάπια δεν έχουμε φάει…)

Καθόμαστε στη σκιά ενός πλάτανου για καφέ.
Ώρα για κουβέντα, για γέλιο, και φυσικά για να συζητήσουμε τη μέχρι τώρα συμπεριφορά της Lady Scarlet…

Συνεχίζουμε προς Ακραίφνιο με μερικές στάσεις για φωτογραφίες, η Scarlet θα μπορούσε άνετα να είναι pin-up μοντέλο.

Ξέρει να στέκεται, ξέρει να παίρνει ωραίες πόζες και να τραβάει τα βλέμματα …


Στην πορεία ενα ζουζούνι βρίσκει τρόπο να τρυπώσει μέσα στο μπουφάν απο το λαιμό και με τσιμπά ψηλά στο στέρνο …

Ενας έντονος πόνος με διαπέρνα, σαν να μου έκανε βουντού η “Τζο” (η μηχανή μου που την είχα αφήσει στην αντιπροσωπεία για τα ματια της μικρής κοκκινομάλας) …

Δεν ξέρω τι στούκας ήταν, αλλά τρεις μέρες μετά ακόμα είναι κόκκινο, πονάει και με φαγουρίζει …

Με αυτά και με αυτά φτάνουμε στο Ακραίφνιο και δίχως να σταματήσουμε συνεχίζουμε προς Λάρυμνα όπου και σταματάμε στην είσοδο του οικισμού …

Εκεί, στην είσοδο του οικισμού, μας πλησιάζει ο φύλακας και μας ενημερώνει ευγενικά πως απαγορεύονται οι φωτογραφίες.
Μπορούμε να περιηγηθούμε ελεύθερα, αλλά χωρίς να αποτυπώνουμε τίποτα στον φωτογραφικό μας φακό.

Λίγα λεπτά αργότερα, μας πλησιάζει και η σύζυγός του.
Με μια θλίψη, μας εξιστορεί την ιστορία του οικισμού, πώς ξεκίνησε, πώς μεγάλωσε, πώς… ερήμωσε.

Θα μπορούσε να είναι η ιστορία του ίδιου του Ελληνικού κράτους.
Ένας κάποτε ακμαίος οικισμός, που έφτανε τους 3.500 κατοίκους, σήμερα στέκει βουβός και έρημος.

Οι ταμπέλες μαρτυρούν μια άλλη εποχή: Ιατρεία, φαρμακεία, μαγαζιά… κινηματογράφος.
Σαν μια μικρή αυτάρκης πολιτεία, βγαλμένη από τα όνειρα της μεταπολεμικής ανάπτυξης.

Η κυρία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί.  Η οικογένεια του παππού της, ανταποκρινόμενη στην αγγελία που είχε βάλει ο Μποδοσάκης, άφησε την άλλη άκρη της Ελλάδας και εγκαταστάθηκε εδώ.
Ο ντόπιος πληθυσμός δεν πήγαινε να δουλέψει στα ορυχεία, οπότε ήρθαν άλλοι να ριζώσουν.

Τρεις γενιές:
Έζησαν, δούλεψαν, ονειρεύτηκαν, αγάπησαν, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες.
Και τώρα, όλα αυτά έμειναν πίσω.
Άδεια.

Μετά την κρατικοποίηση, ήρθε η κακοδιαχείριση.
Οι κομματικές ανάγκες, το βόλεμα ημετέρων, το γνωστό έργο.
Και τελικά, το κλείσιμο των μεταλλείων.

Όπως μας είπε, οι εργαζόμενοι έμεναν στα σπίτια του οικισμού καταβάλλοντας ένα συμβολικό αντίτιμο, χωρίς άλλη επιβάρυνση για ρεύμα, νερό κ.λπ.
Μια πραγματική μικρή πόλη.
Οι τελευταίοι αποχώρησαν μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν η ΛΑΡΚΟ έκλεισε οριστικά.

Μέσα στη σιωπή αυτού του ξεχασμένου τόπου, η Scarlet στεκόταν ακίνητη.
Δεν έμοιαζε παράταιρη, ήταν ένα με αυτό το περιβάλλον.
Σαν να άκουγε τις ιστορίες των τοίχων… σαν να είχε ξαναβρεθεί εκεί.

Συνεχίσαμε την πορεία μας, με μια θλίψη να πλανάται πάνω μας.
Κι εγώ σκεφτόμουν… Ελπίζω και εύχομαι οι επόμενες γενιές να μην κάνουν τα δικά μας λάθη.

Φτάνουμε στο αναστηλωμένο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και κάνουμε μια στάση.
Προσπαθούμε να ξετινάξουμε από πάνω μας αυτή τη μαυρίλα που μας είχε καταπλακώσει.
Ύστερα κατεβαίνουμε στο λιμάνι, εκεί όπου δεσπόζει το έρημο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ , σαν φάντασμα του παρελθόντος.

Συνεχίζουμε προς τον δεύτερο οικισμό του συγκροτήματος, ο οποίος, σε αντίθεση με όσα μας είχαν πει, δείχνει να έχει ζωή.

Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ, διαμερίσματα που φαίνεται να κατοικούνται, απλωμένα ρούχα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Και όμως… οι κατοικίες εξωτερικά δείχνουν παρατημένες.
Απεριποίητες.
Ίσως χρησιμοποιούνται ως παραθεριστικές κατοικίες από πρώην κατοίκους ή απογόνους τους.
Ίσως πάλι… κάποιοι προσπαθούν να τα οικειοποιηθούν.

Αυτή η σκέψη ενισχύεται, όταν ένας περαστικός οδηγός σταματά και μας λέει:
«Ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Καλύτερα να γυρίσετε πίσω, φαίνεστε χαμένοι…»

Τον ευχαριστούμε ευγενικά, αλλά τον αγνοούμε.
Συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε στον οικισμό και ο δρόμος τελικά μας βγάζει σε ένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα.

Καθόμαστε.
Να ξεκουραστούμε, να φάμε, να δροσιστούμε.
Αλλά κυρίως να βάλουμε τις σκέψεις μας σε τάξη.
Όλα αυτά… είναι πολλά για να τα χωνέψεις.

Ευτυχώς, η θέα, η θάλασσα, και το νόστιμο φαγητό διώχνουν όλες τις αρνητικές σκέψεις.
Έστω για λίγο.

Ενώ λέγαμε να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο, κατεβήκαμε πρώτα στο λιμάνι για μερικές ακόμη πόζες της Scarlet.
Σαν να ήθελε να αποχαιρετήσει τον χώρο. Ή μπορεί να τον θυμάται.

Στη συνέχεια, συνεχίσαμε προς το Μαρτίνο.
Ο Θανάσης και ο Νικόλας πήραν τον δρόμο της επιστροφής μέσω Εθνικής, μετά από προτροπή μου, και εγώ αποφάσισα να συνεχίσω από τον παράδρομο.

Λίγο μετά το Ακραίφνιο, όμως, ο δρόμος έγινε χωματόδρομος  και λίγο αργότερα κόπηκε τελείως. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω, προς το Ακραίφνιο, και από εκεί, ακολουθώντας τα βήματά μας ανάποδα, επέστρεψα στην Αλίαρτο.
Λίγο αργότερα, νωρίς το απόγευμα, βρισκόμουν ήδη πίσω στο σπίτι.

Κι εκεί συνέβη κάτι… παράδοξο.
Η Scarlet με είχε αλλάξει.
Με είχε μαλακώσει.

Δεν προσπαθούσα πια να της επιβάλλω τον ρυθμό μου.
Αφέθηκα στις ρόδες της να με ταξιδέψουν ήρεμα, απολαυστικά, χαλαρωτικά.

Σαν τα δύο καρδιοχτύπια να έγιναν ένα…

Lady Scarlet, η μηχανή που δεν σε πάει απλώς κάπου… σε φέρνει πιο κοντά σε σένα.

Διανύσαμε 279 χλμ τα περισσότερα απο τα οποία έγιναν με τέρμα γκάζι και κατανάλώσαμε 9,5 λίτρα απλής βενζίνης, το οποίο μας κάνει μια μέση κατανάλωση στα 3,42 λιτρα/100 χλμ.

Αφού ξεκουράστηκα για λίγο και αφού τα είπα με τον μικρό και καθώς άρχισε να σουρουπώνει την καβάλησα ξανά με προορισμό την Αρχαία Επίδαυρο, όπου σκόπευα να περάσω την νύχτα με την σύζυγο και τα δύο μικρότερα τέκνα …

Ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν πιο χαλαρός

Είχα αρχίσει να την γνωρίζω, να την καταλαβαίνω …

Αφέθηκα να την απολαμβάνω με όλες μου τις αισθήσεις.

Ο ήχος της με διαπερνούσε, οι ελάχιστοι κραδασμοί με χαλάρωναν …

Ο χαλαρός ρυθμός έδινε την ευκαιρία στο βλέμμα να ξεφεύγει να βλέπει πράγματα που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν…

Η νύχτα μας έχει πιάσει για τα καλά στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης όπου κάνω στάση για να πάρω burger, τα οποία αποδείχθηκαν εξαιρετικά.

Το μαγαζί είναι στην αρχή του χωριού στο ρεύμα προς Κόρινθο, πρέπει να είναι νέο μαγαζί γιατι δεν το θυμάμαι να το εχω ξαναδεί …

Για τους λάτρεις των burger επιβάλλεται μια βόλτα μέχρι εκεί !!!

Ο επαρχιακός της Επιδαύρου δεν έχει κίνηση και με τα burger στην πλάτη η Scarlet μοιαζει ασταμάτητη λές και πιστεύει οτι το ένα είναι για αυτήν και βιάζεται να φτάσουμε για να το απολαυσει …

Ο προβολεας της, τεχνολογίας led έχει αρκετά καλή δεσμη αριστερά και δεξιά αν και φωτίζει σχετικά κοντά το ίδιο και η μεγάλη σκάλα.

Στροφή την στροφή καταπίναμε τα χιλιόμετρα σε ένα απολαυστικό ρυθμό, χαλαρό μεν απολαυστικό δε.

Φτάνουμε στο κάμπινγκ και αφου τελειώνουν οι αγκαλιές και τα φιλιά, είχε έρθει η ώρα να απολαύσουμε τα burger, όντως αξίζουν !!!

Η συνέχεια είχε παιχνίδι με τον μικρό και δίχως να το καταλάβω με πήρε ο υπνος …

Το πρωί ξυπνάω απο τα κελαηδίσματα των πουλιών.

Σηκώνομαι αναζωογονημένος, ξεκούραστος, έτοιμος για νέες περιπέτειες με την Scarlet …

Φτιάχνω καφέ, της ρίχνω μια κλεφτή ματιά.

Στέκει εκεί έτοιμη και αυτή, ξεκούραστη απο τα χθεσινά χιλιόμετρα.

Με κοιτάει με ανυπομονησία σαν να μου λέει:

“άντε τελείωνε είναι ώρα να ξεκινήσουμε.

Δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας.

Αύριο θα με αφήσεις και θα γυρίσεις στην καλή σου …”

Της γυρνάω την πλάτη και κάθομαι να απολάυσω τον καφέ μου ρεμβάζοντας και περιμένοντας την οικογένεια να ξυπνήσει …

Προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, τι είναι αυτό που με τραβάει τόσο σε αυτήν την μοτοσυκλέτα;

Σίγουρα όχι οι επιδόσεις, δεν είναι εκεί οι συγκινήσεις της …

Αλλά έχει κάτι άλλο.
Μια ωραία ομοιογένεια.
Σε χαλαρώνει.
Είναι σαν να κάνεις διαλογισμό πάνω σε δύο τροχούς.

Η Zen μοτοσυκλέτα.

Αν ο Ρόμπερτ Πίρσιγκ ζούσε σήμερα, ίσως κάτι τέτοιο να καβαλούσε.

Η οικογένεια έχει ξυπνήσει, την μοναξιά και την ησυχία την αντικαθιστούν γλυκές φωνές, αγκαλιές και φιλιά …

Ετοιμάζομαι, το μόνο που παίρνω μαζί μου είναι ένα θερμός με παγωμένο νερό …

Η Scarlet παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση, είναι σαν να μου λέει:

“Αντε τελείωνε δεν μπορώ να περιμένω άλλο … 

Σε θέλω…

Να με ταξιδέψεις σε μέρη νέα, άγνωστα.

Να φτιάξουμε μαζί εμπειρίες και αναμνήσεις ανεξίτηλες στον χρόνο”

Της ρίχνω ένα βλέμμα που υπονοεί πολλά και κατευθύνομαι προς το μέρος της, την καβαλώ, πατάω την μίζα και η καρδιά της αρχίζει να χτυπά ρυθμικά στον ίδιο ρυθμό με την δική μου, γινόμαστε ένα…

Φεύγουμε απο την Παλιά Επίδαυρο με κατεύθυνση προς το Ναύπλιο περνάμε έξω απο το Λυγουριό και συνεχίζουμε.

Διασχίζουμε το Νάυπλιο, την Νέα Κϊο, το Κιβέρι…

Υπάρχουν φίλοι που θα μπορούσαμε να δούμε! αλλά δεν έχουμε χρόνο και για να πω την αλήθεια, δεν θέλω να την μοιραστώ την θέλω μόνο για μένα …

Στο Ξηροπήγαδο κάνουμε την πρώτη σταση της ημέρας για να πιούμε μια γουλιά νερό και συνεχίζουμε …

Φτάνουμε στο Παράλιο Άστρος.

Αφήνουμε πίσω μας το παραλιακό μέτωπο και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε τον Πάρνωνα με κατεύθυνση πρός τον Πλάτανο.

Ο δρόμος στενός, ανηφορικός, φιδίσιος, απολαυστικός …

Η Scarlet δείχνει να τον απολαμβάνει όσο και εγώ …

Η χαμηλόροπη καρδιά της σου επιτρέπει να ανηφορίζεις το βουνό χωρίς πίεση, χωρίς την ανάγκη για συνεχείς αλλαγές ταχυτήτων …

Το σχετικά κοντό μεταξόνιο της την κάνει παιχνίδι στις φουρκέτες και οι καταπληκτικές της αναρτήσεις απορροφούν κάθε σπάσιμο του επαρχιακού δρόμου χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.…

Φουρκέτα την φουρκέτα ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά.

Αφήνουμε πίσω μας την ζέστη του κάμπου, το δροσερό αεράκι μας χαιδέυει το πρόσωπο.

Η θέα προς το Παράλιο Άστρος από ψηλά είναι συγκλονιστική. …

Αφου περάσαμε το διάσελο ξεκινά η κατάβαση μας προς το Πλάτανο.

Σε κάποια σημεία που τα έχουν στρώσει με νέα άσφαλτο είναι καταπληκτικά και ακόμα και μια μοτοσυκλέτα σαν την Scarlet μπορεί να σου προσφέρει συγκινήσεις …

Η Scarlet είναι στο στοιχείο της, δείχνει να είναι φτιαγμένη για να κινείται σε τέτοιους δρόμους …

Ο ήχος του μοτέρ και της εξάτμισής της είναι ο μόνος που διαταράσει την σιωπή του βουνού …

Περνάμε απο τον Πλάτανο χωρίς να σταματήσουμε, είχαμε ξαναπεράσει πριν απο κάποιους μήνες  και συνεχίζουμε …

Συνεχίζουμε και φτάνουμε στην Σίταινα όπου γίνεται ένας οργασμός απο ετοιμασίες κάποια γιορτή φαίνεται πως πλησιάζει…

Συνεχίζουμε προς Καστανίτσα απολαμβάνοντας τους έρημους δρόμους τού Πάρνωνα…

Φτάνουμε στην Καστανίτσα, η οποία μας δίνει μια καλή αφορμή για στάση.
Λίγη ξεκούραση, λίγη δροσιά, λίγο να γεμίσουν οι αισθήσεις…

Η Scarlet μου «παραπονιέται», σχεδόν παρακαλάει να τη φωτογραφίσω , και πώς να της το αρνηθώ;
Στέκει εκεί, κομψή και περήφανη, σαν να ανήκει στο τοπίο.

Συνεχίζουμε, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο βουνό.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Μια βροχή , θα ήταν λύτρωση.

Με παρέα τη συννεφιά, περιηγούμαστε στα δάση του Πάρνωνα.
Δεν αργούμε να αφήσουμε την άσφαλτο και να ακολουθήσουμε χωματόδρομους, βυθιζόμαστε πιο βαθιά μέσα στη φύση, ψάχνοντας την καρδιά του δάσους.

Διαταράσσουμε την ησυχία του με τον βόμβο της εξάτμισης, μα η Scarlet δεν φαίνεται ξένη σε τούτο το τοπίο.

Είναι μια καταπληκτική μοτοσυκλέτα εξερεύνησης.

  • Είναι άνετη, με χαμηλό κέντρο βάρους.
  • Τα κιλά της δεν είναι λίγα, αλλά δεν φαίνονται , ούτε στατικά ούτε εν κινήσει.
  • Οι αναρτήσεις της καταπίνουν τα πάντα (σε λογικά πλαίσια).
  • Ο ψεκασμός άψογος, καμία διστακτικότητα, ακόμη και σε χωματόδρομους ή δασικούς δρόμους.
  • Το κοντό μεταξόνιο, το αρκετό ύψος από το έδαφος, και ταυτόχρονα το χαμηλό ύψος σέλας, κάνουν τη διαφορά.
  • Το χαμηλόροπο μοτέρ της βγάζει δύναμη ομαλά, ελεγχόμενα, προοδευτικά, και βρίσκει πρόσφυση παντού.

Δεν είναι «εντουράδικη» με τη στενή έννοια, μα έχει τη στόφα της περιπέτειας.
Σε πάει όπου θες , όσο θες , χωρίς να ζητήσει πολλά.
Και πάντα με τον δικό της, αρχοντικό τρόπο.

Η συνέχεια μας βρίσκει να κατηφορίζουμε προς τον Άγιο Πέτρο.
Ο δρόμος είναι καλυμμένος από πριονίδια λόγω υλοτομίας , θέλει μια έξτρα προσοχή.
Είχα χρόνια να περάσω από εδώ, από εκείνη την εκδρομή που είχε οργανώσει ο Γιάννης στο advride, πριν κάμποσα χρόνια…
Νοσταλγία, ειδικά για το χοντρό μακαρόνι με κόκορα που είχαμε φάει τότε…

Προσπερνάμε τον οικισμό και πιάνουμε τον επαρχιακό δρόμο Τρίπολης – Παραλίου Άστρους.
Κι αυτός, απολαυστικός, γεμάτος εναλλαγές εικόνων.
Περνάμε δίπλα από το μοναστήρι της Παναγίας Μαλεβής και φτάνουμε στο Ξηροκάμπι.

Τα τοπία αλλάζουν , από το δάσος στα σταροχώραφα.
Εικόνες που σου γεννούν σκέψεις και σε πάνε αλλού…

Μετά το Ξηροκάμπι, κάνουμε μια τελευταία στάση για φωτογραφίες.
Η ώρα έχει περάσει, το στομάχι διαμαρτύρεται , δεν έχουμε φάει τίποτα από το πρωί, μόνο νερό στις στάσεις.

Η Scarlet, όμως, δεν παραπονιέται.
Έχει ακόμα καύσιμο… και όρεξη για χιλιόμετρα.

Κατεβαίνοντας προς το Παράλιο Άστρος, η δροσιά του βουνού μας εγκαταλείπει.
Η ζέστη επιστρέφει, και μαζί της, η κούραση.

Ακολουθούμε τα πρωινά μας βήματα ανάποδα.
Κάπου μετά το Ναύπλιο, η Scarlet διψάει.
Ανάβει το λαμπάκι της ρεζέρβας, και ο χιλιομετρητής γυρίζει στο “F” και μετρά τα χιλιόμετρα της εφεδρείας.

Της ρίχνω ένα χάδι, σαν να της λέω: “Κάνε λίγη υπομονή.”

Ξέρω ότι θέλει να την ξεδιψάσω.
Όμως η ζέστη, οι αρκετές ώρες πάνω στη σέλα και η πείνα είχαν αρχίσει να με κουράζουν και να με κάνουν ανυπόμονο να φτάσω.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω στάση…

Η Scarlet είναι ίσως ένα κλικ πιο μικρή από το ιδανικό για το σώμα μου.
Είχα αρχίσει να νιώθω ενόχληση στα γόνατα και μυϊκή κόπωση στον δεξί καρπό, από την γκαζιέρα.
Θα ήθελα η σέλα της να ήταν λίγο πιο ψηλή.

Φτάνουμε.

Την αφήνω στη σκιά να ξεκουραστεί, κι εγώ παίρνω θέση στο τραπέζι, όπου με περίμεναν:
Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, χωριάτικη και πατατοσαλάτα…

Όταν σε αγαπάνε, σε προσέχουν.

Η συνέχεια με βρίσκει να απολαμβάνω έναν σύντομο απογευματινό ύπνο.
Μετά, παραλία, ξαπλώστρα, καφές, και παιχνίδι με τον μικρό στη θάλασσα.

Η Scarlet ξεκουράζεται σε μια σκιά, αφήνοντας το θαλασσινό αεράκι να τη δροσίζει.
Σαν να αναπολεί και αυτή τη μέρα μας.
Μια μέρα γεμάτη στροφές, εικόνες, θύμησες και ήχους.

Οι ώρες περνούν γρήγορα.
Ήρθε η στιγμή να αφήσω πίσω μου τους αγαπημένους μου και να επιστρέψω στην Αθήνα…

Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά.
Ξεκινάμε με μια σιωπηλή θλίψη – τόσο στο πρόσωπό μου όσο και στο φανάρι της Scarlet.
Ξέρουμε και οι δύο καλά πως ο αποχωρισμός πλησιάζει.

Η πρώτη μας έγνοια είναι να βρούμε βενζινάδικο.
Η Scarlet διψάει, όλα είναι κλειστά – τόσο μέσα στην Παλιά Επίδαυρο όσο και πάνω στον επαρχιακό.
Έχουμε ήδη διανύσει 40 χιλιόμετρα με τη ρεζέρβα, μια ανησυχία αρχίζει να πλανάται.
Η Scarlet προσπαθεί να με καθησυχάσει, μα εγώ αγωνιώ , δεν γνωρίζω την ακριβή αυτονομία της.

Τελικά, προλαβαίνουμε ένα πρατήριο τη στιγμή που ο υπάλληλος κλειδώνε την πόρτα.

Η Scarlet ξεδιψά επιτέλους!
Έχει διανύσει 362 χιλιόμετρα και καταναλώσει 9,9 λίτρα απλής αμόλυβδης.
Μέση κατανάλωση: 2,73 λίτρα / 100 χλμ.
Ένα μικρό θαύμα… ή ίσως όχι.
Με αυτές τις επιδόσεις είναι λογικό να έχει και αυτή την κατανάλωση

Να έχεις τον νου σου, όμως, από την Παλιά Επίδαυρο μέχρι τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, μετά τις 22:00, δεν θα βρεις ανοιχτό βενζινάδικο.

Η νυχτερινή αύρα, το φεγγάρι και τα αστέρια μας κρατούν συντροφιά.
Μια σύντομη στάση για νυχτερινές φωτογραφίες… και σύντομα βρισκόμαστε στην παλιά εθνική οδό Αθηνών–Κορίνθου.

Η τελευταία στάση Κινέτα.
Παραλία, φεγγαρόφωτο, να ξεμουδιάσουμε.
Ανταλλάσσουμε ματιές, όχι λέξεις, δεν χρειάζονται.

Φτάνουμε σπίτι, έπειτα από μια γεμάτη μέρα.
Η νύχτα μάς βρίσκει χωριστά…
Μα σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον.

Πρωινό ξύπνημα αυτή τη φορά όχι από το κελάηδισμα των πουλιών, αλλά από το άχαρο ξυπνητήρι.
Γρήγορο ντουζάκι, πρόχειρο ντύσιμο και τα σκυλιά βγαίνουν για την πρωινή τους βόλτα.
Καφές στα γρήγορα, ετοιμασία για δουλειά… μα το μυαλό μου είναι αλλού, θα μου λείψει.

Μα τι ήταν τελικά αυτό;
Ένας καλοκαιρινός έρωτας; Ή μήπως η αρχή μιας εξωσυζυγικής σχέσης, με όλα τα παρελκόμενα , πιθανό διαζύγιο και νέος γάμος;
Πώς θα κοιτάξω την Τζο ξανά στο ολοστρόγγυλο, μοναδικό της φανάρι;

Καβαλάω τη Scarlet για τελευταία φορά, με προορισμό να την αφήσω.
Η Τζο με περιμένει. Μουτρωμένη. Μα χαίρεται που με βλέπει. Το καταλαβαίνω.

Οι διαφορές ανάμεσά τους τεράστιες.
Η καθεμία τους σου προσφέρει κάτι διαφορετικό: άλλες εμπειρίες, άλλα συναισθήματα, άλλη ζωή.

Το Royal Enfield Classic 350 και, γενικά, όλα τα 350άρια της μάρκας, είναι μοτοσυκλέτες με ψυχή. Ιδανικές για αστικές και περιαστικές περιπλανήσεις.
Προφανώς και μπορούν να ταξιδέψουν. Αρκεί να είσαι πρόθυμος να κάνεις τους συμβιβασμούς που χρειάζονται.
Να αποφύγεις δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, να ρίξεις ρυθμούς.

Στη σημερινή εποχή του πλουραλισμού, της υπερβολής, της διαρκούς επίδειξης και της ανεξήγητης βιασύνης, υπάρχει μια ταπεινή, ευγενική μοτοσυκλέτα, με αριστοκρατική καταγωγή, που αναζητά συνειδητοποιημένους αναβάτες , συντρόφους για να γράψουν μαζί ιστορίες.

Και θα γράψουν, μοναδικές ιστορίες. Όσο κοντά ή μακριά κι αν είναι οι προορισμοί…
Τα όρια τα βάζουμε εμείς.

Δυστυχώς όμως, αν δεν είσαι έτοιμος να αποδεχτείς αυτό που είναι, θα μπεις στον πειρασμό να προσπαθήσεις να τη μετατρέψεις σε κάτι άλλο.
Κάτι που δεν είναι.

Η τελική της ταχύτητα 120 χλμ/ώρα. Όχι επειδή δεν μπορεί παραπάνω, αλλά επειδή έτσι την πιστοποίησαν.
Μπορείς να την κάνεις να φτάσει τα 120 πιο γρήγορα.
Αλλά δεν μπορείς να της αλλάξεις την ουσία της.

Δεν ξέρω αν θα την ξανακαβαλήσω. Δεν ξέρω αν ήταν έρωτας ή απλώς μια σύντομη περιπέτεια.

Ξέρω μόνο ότι αυτό το Σαββατοκύριακο ζήσαμε μαζί κάτι όμορφο.

Κι αν κάποια μέρα τη δω ξανά με κάποιον άλλο αναβάτη, σε κάποιο άλλο ταξίδι, θα της ρίξω ένα βλέμμα κι ένα χαμόγελο που μόνο εκείνη θα καταλάβει, σαν να χαιρετώ έναν παλιό έρωτα που δεν χάθηκε ποτέ, απλώς άλλαξε πορεία.

Υπάρχουν μοτοσυκλέτες που σε πάνε απλώς από το Α στο Β.

Και υπάρχουν κι εκείνες που χωρίς να βιάζονται σε πάνε λίγο πιο κοντά στον εαυτό σου. Γιατί μέχρι να φτάσεις έχεις ήδη κάνει μια μικρή διαδρομή μέσα σου, έτσι κι αλλιώς με τέτοιο ρυθμό δεν γίνεται αλλιώς.

Ίσως εκεί να κρύβεται το νόημα.

Όχι στο να φτάσεις γρήγορα, αλλά στο να φτάσεις πιο γεμάτος απ’ όταν ξεκίνησες.

Εξερευνώντας την κεντρική Στερεά Ελλάδα με ένα Royal Enfield Super Meteor

Σάββατο 10 Μαίου 2025

Μερικές φορές, οι καλύτερες βόλτες είναι αυτές που δεν τις σχεδιάζεις.
Το Σάββατο βρέθηκε απρόσμενα ελεύθερο και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία μεγάλη εξόρμηση με τη μηχανή, κι αυτή ήταν η κατάλληλη αφορμή.

Ο «σχεδιασμός», όσο μπορείς να τον πεις έτσι, ήταν υπέρμετρα φιλόδοξος, επαρχιακοί δρόμοι μέχρι τα Άγραφα, μετά Μουζάκι, Αργιθέα, Άρτα, και επιστροφή Αθήνα από την εθνική. Μια γεμάτη διαδρομή, που για να τη βγάλεις, πρέπει να ξεκινήσεις νωρίς και να μην κάνεις πολλές στάσεις. Κάτι που… δεν το ‘χω. Καταρχάς, το πρωινό ξεκίνημα είναι πάντα σχετικό. Και δεύτερον το παραδέχομαι δεν μπορώ να αντισταθώ στις στάσεις για φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες.

Για τη βόλτα αυτή διάλεξα να πάρω μαζί μου την “Jo”, το Royal Enfield Super Meteor μου. Πρώτο ταξίδι μετά την αλλαγή των αμορτισέρ με Ohlins και την προσθήκη των εργοστασιακών βαλιτσών. Ήθελα να δω πώς θα σταθεί στον δρόμο, πώς θα πατήσει στους επαρχιακούς, και πόσο πρακτικές είναι τελικά αυτές οι βαλίτσες σε μια διαδρομή με πολλές στάσεις και αλλαγές ρυθμού. Χωράνε 17 λίτρα η καθεμία, θα ήταν αρκετά για όλα όσα κουβαλάς σε ένα μικρό ταξίδι;

Δεν ήταν μόνο η διαδρομή λοιπόν. Ήταν και μια δοκιμή. Για μένα, για τη Jo, και για εκείνες τις μικρές αναβαθμίσεις που θες να πιστεύεις ότι θα κάνουν τη διαφορά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ξεκινήσαμε σχετικά αργά — γύρω στις 9 το πρωί. Πράγμα που σήμαινε ότι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε τον αρχικό σχεδιασμό.

Η πρώτη στάση έγινε πριν καν βγούμε από την Αθήνα, για ανεφοδιασμό της Jo. Εκεί συνέβη το πρώτο… αξιοσημείωτο της ημέρας. Κατάφεραν να βάλουν 15 λίτρα βενζίνη σε ένα ρεζερβουάρ που χωράει 15,5 — χωρίς να ξεχειλίσει. Και δεν είχα πάει άδειος! Αν αφαιρέσεις και τον όγκο που πιάνει η αντλία μέσα στο ντεπόζιτο θα έπρεπε να βάλω και στις τσέπες!

«Έχει πρόβλημα η αντλία σου,» του λέω.
«Τι εννοείς;» μου απαντάει απορημένος ο πιτσιρικάς.
«Δεν χωράει τόσο καύσιμο η μοτοσυκλέτα μου. Δεν μετράει σωστά.»
Με κοίταζε χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Να πεις στο αφεντικό σου ότι κλέβει,» του πέταξα και δεν έδωσα συνέχεια, προς το παρόν. Θα δω πού μπορώ να τον καταγγείλω.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η βόλτα μας. Με λίγη καθυστέρηση, μια δόση νεύρα, και τη Jo με σχεδόν φουλ ρεζερβουάρ.

Η πρώτη ουσιαστική στάση έγινε στην Οινόη για τις πρώτες φωτογραφίες. Η κίνηση ήταν σχεδόν μηδενική, και η Jo αποδείχθηκε απολαυστική στον επαρχιακό δρόμο. Τα νέα Ohlins έκαναν τη διαφορά, η μοτοσυκλέτα πατούσε σίγουρα και σε κάθε στροφή σου έδινε εμπιστοσύνη. Όσο για τις εργοστασιακές αποσκευές; Ό,τι κουβάλησα μπήκε τακτοποιημένα, χωρίς άγχος για ιμάντες, δίχτυα και αυτοσχέδιες λύσεις. Πέρα από πρακτικές, έδιναν στη Jo και μια άλλη πίσω όψη, την έκαναν πιο όμορφη, και θύμιζε Λατίνα ή Μεσογειακή θεά!

Τα χιλιόμετρα κυλούσαν ευχάριστα κάτω από τις ρόδες της. Περάσαμε την Θήβα, την Λιβαδειά, και στο Δίστομο στρίψαμε προς Ιτέα. Πριν φτάσουμε στη Δεσφίνα, κάναμε την επόμενη στάση. Λίγες ακόμη φωτογραφίες, και ευκαιρία για ένα διάλειμμα και να τσιμπήσουμε και λίγα από τα μπισκότα που είχαμε μαζί μας.

Η Jo παίζει να είναι η πιο όμορφη και αρμονική μοτοσυκλέτα που έχει βγάλει η Royal Enfield τα τελευταία χρόνια. Στα περισσότερα μοντέλα τους κάτι δεν κολλάει, κάτι δείχνει παράταιρο. Όχι εδώ. Η Jo είναι καλοστημένη, ισορροπημένη, και απλώς… σωστή.

Πριν το καταλάβουμε, είχαμε αρχίσει την κατάβαση προς την Ιτέα, κι εκεί μου ήρθε στο μυαλό κάτι που μου είχε πει ο φίλος μου ο Χρήστος (παλιός μοτοσυκλετιστής, Guzzisti, μάστορας, καταπληκτικός άνθρωπος …) για τον παλιό δρόμο, τον ξεχασμένο, που δεν τον πατά πια κανείς. Δεν άργησα να τον βρω, μου είχε δώσει οδηγίες.

Ήταν όπως τον περιέγραψε. Ξεχασμένος απ’ τον χρόνο, μόνος, χωρίς τροχούς να τον ταξιδεύουν. Η διαδρομή σφιχτή, η μία φουρκέτα διαδέχοταν την άλλη, σε έβαζε να σκέφτεσαι πώς ταξίδευαν παλιότερα. Η φύση είχε αρχίσει να τον καταπίνει. Οδόστρωμα αξιοπρεπές, αλλά ιστοί αράχνης σε όλο το πλάτος  σαν κάποιος να τον είχε σφραγίσει. Σε κάθε στροφή σκεφτόσουν να σταματήσεις. Όχι γιατί κουράστηκες αλλά γιατί η κάθε στροφή σου χάριζε και μια νέα εικόνα, κάτι που ήθελες να κρατήσεις.

Σύντομα είχαμε κατέβει το βουνό και μπήκαμε στην Ιτέα. Η Jo ανεφοδιαστηκε ξανά με καύσιμο, αυτή τη φορά στη σωστή ποσότητα και συνεχίσαμε.

Ο παραλιακός δρόμος από την Ιτέα προς το Γαλαξίδι ήταν απλώς απολαυστικός. Ο ήλιος έπαιζε πάνω στη θάλασσα, η Jo ρολάριζε ήρεμα, και η διαδρομή κύλαγε χωρίς καμία πίεση. Σταματήσαμε μόνο για να επικοινωνήσουμε με το σπίτι και να ρίξουμε μια ματιά στη διαδρομή.

Λίγο πιο κάτω αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τα Πέντεορια και από εκεί προς το Λιδωρίκι. Λίγο πριν φτάσουμε, στρίψαμε προς το φράγμα του Μόρνου. Εκεί η εικόνα μάς έκοψε λίγο τη φόρα.

Η στάθμη του νερού ήταν πολύ πιο χαμηλή απ’ ό,τι θυμόμουν από το περασμένο καλοκαίρι. Θα περίμενε κανείς πως με τις βροχές του χειμώνα θα είχε γεμίσει ή έστω θα είχε ανέβει κάπως. Αντίθετα, έμοιαζε σαν ο χειμώνας να μην είχε περάσει ποτέ από εδώ.

Κάτι τέτοιες εικόνες σε ταρακουνούν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι πού πάει όλο αυτό, αν συνεχιστεί η ξηρασία τι μας περιμένει.

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, βάλαμε μπροστά και συνεχίσαμε. Στη διασταύρωση, στρίψαμε δεξιά…

Φτάνουμε στο χωριό Κόκκινο. Έρημο, σιωπηλό, και η μελωδία της Jo ήρθε να ταράξει για λίγο την ησυχία του. Όμορφες αυλές με ανθισμένα λουλούδια, όλα έδειχναν να έχουν σταματήσει στον χρόνο.

Στην έξοδο του χωριού σταματάμε και τότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Πρέπει να επιστρέψουμε πίσω, στη διασταύρωση στο φράγμα. Τελικά ο σωστός δρόμος είναι προς το Κροκύλειο.

Δεν αργήσαμε να ξαναβρούμε την πορεία μας. Λίγο πιο κάτω, βλέπουμε έναν άλλον μοτοσυκλετιστή να ξεκουράζεται κάτω από τη σκιά των δέντρων. Ένα νεύμα αρκούσε, οι δύο ταξιδευτές είπαν περισσότερα χωρίς λόγια.

Η ώρα είχε προχωρήσει και το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Λίγο πριν το Κροκύλειο, βλέπω ένα εκκλησάκι με σκιά και μια βρύση με τρεχούμενο νερό. Σταματήσαμε. Ξεκούραση κάτω από τον πυκνό ίσκιο των δέντρων.

Βγάλαμε το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει η αγαπημένη μου. Η Jo στεκόταν απέναντί μου και, για μια στιγμή, μου φάνηκε πως με κοίταζε παραπονιάρικα σαν να μου ‘λεγε «δώσε μου κι εμένα μια μπουκιά.»

Το νερό της βρύσης μας δρόσισε, φτιάξαμε κι ένα καφεδάκι, και το απολαύσαμε ρεμβάζοντας.

Με το στομάχι γεμάτο και την ενέργεια ανανεωμένη, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας.

Περάσαμε το Κροκύλειο, τους Πενταγιούς, και συνεχίσαμε προς Αρτοτίνα και Γραμμένη Οξυά, κάνοντας κάποιες στάσεις για φωτογραφίες. Όμορφα χωριά, με τα πέτρινα σπίτια και τις λουλουδιασμένες αυλές τους. Δυστυχώς όμως, σχεδόν άδεια. Περιμένουν και αυτά υπομονετικά κάποια αργία για να έρθουν επισκέπτες, ή να γυρίσουν για λίγο οι ιδιοκτήτες τους.

Μετά τη Γραμμένη Οξυά, ο δρόμος γίνεται βατός χωματόδρομος. Καθώς ανηφορίζουμε, αρχίζει να ψιχαλίζει. Ο καιρός κλείνει, τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά, και η ατμόσφαιρα γίνεται σχεδόν απόκοσμη.

Κι όμως, η Jo παρά το ότι είναι cruiser με ασφάλτινα λάστιχα και ρυθμίσεις στέκεται άψογα στο χώμα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Ό,τι και να βρει μπροστά της, μοιάζει ικανή να το περάσει. Και έτσι απλά συνεχίσαμε.

Μέσα στην ομίχλη, συναντάμε μια παρέα με χωμάτινα μηχανάκια. Μας κοιτούν με απορία, και πάλι, ένα νεύμα είναι αρκετό. Οι ταξιδιώτες καταλαβαίνονται μεταξύ τους.

Μπαίνουμε στο πυκνό δάσος. Η ομίχλη το τυλίγει σιγά-σιγά και του δίνει μια σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση. Που και που σταματάμε για φωτογραφίες, ώσπου τελικά φτάνουμε στο μνημείο της Ελληνικής Επανάστασης. Εκεί τελειώνει ο χωματόδρομος και ξεκινά η άσφαλτος προς το Γαρδίκι.

Αρχίζουμε την κατάβαση, και το τοπίο γίνεται όλο και πιο όμορφο. Σε προκαλεί να σταματήσεις, να το χαζέψεις, να το αποθανατίσεις. Και φυσικά, η Jo πάντα πρόθυμη, το τέλειο μοντέλο για κάθε φόντο.

Λίγο πιο κάτω βρίσκουμε μια βρύση, ιδανική στάση για να φτιάξουμε έναν καφέ και να τσιμπήσουμε λίγα μπισκότα. Η καλή μου σύζυγος είχε φροντίσει να βρίσκονται όλα στις αποσκευές, καφεδάκια στιγμής, μπισκότα, σάντουιτς, τα πάντα.

Έχω αρχίσει να καταλαβαίνω ότι, με την ώρα να πλησιάζει πέντε, τα Άγραφα δεν θα τα δούμε ούτε από μακριά. Οπότε, αλλαγή σχεδίου. Ανοίγουμε το GPS και βρίσκουμε νέα διαδρομή από το Γαρδίκι προς τα Πουγκάκια, μετά Μακρακώμη, Λαμία και πίσω Αθήνα.

Εκεί που είμαι χαμένος στις σκέψεις μου, ακούω μηχανές να πλησιάζουν. Ήταν τα παιδιά από το advride.gr, που χαρτογραφούσαν τη διαδρομή για την ετήσια χωμάτινη εκδρομή τους. Τυχαία συνάντηση στον δρόμο με γνωστούς, λίγα λόγια, ένα χαμόγελο. Δεν είχαν χρόνο να σταθούν έπρεπε να συνεχίσουν για την Άνω Χώρα.

Αφού ήπιαμε τον καφέ μας και αναπροσαρμόσαμε τη διαδρομή, ήρθε η ώρα να ξανακαβαλήσω τη Jo και να συνεχίσουμε κι εμείς τον δρόμο μας.

Κατηφορίζουμε προς το Γαρδίκι με τον ήλιο να γέρνει και τον αέρα να μυρίζει καμένο ξύλο από τις καμινάδες. Στη διασταύρωση δείχνει δεξιά για Λαμία και αριστερά για Πουγκάκια. Τι να διαλέξω; την γρήγορη επιστροφή; Ίσως. Αλλά εμείς δεν βιαζόμαστε και δεν έχουμε δει ποτέ τα Πουγκάκια.

Στρίβουμε αριστερά. Η διαδρομή πανέμορφη. Περνάμε το Παλαιοχώρι και φτάνουμε στα Πουγκάκια. Στην πλατεία, ο δρόμος στενεύει. Κάτι λέει μέσα μου πως τα πράγματα μπροστά δεν θα είναι εύκολα.

Ρωτάμε στο καφενείο. Ο δρόμος συνεχίζει, αλλά είναι χωματόδρομος. Μου λένε να το αποφύγω. «Καλύτερα να γυρίσεις πίσω.» Αλλά εγώ, αγύριστο κεφάλι.

Το GPS με βγάζει δεξιά, προς Κανάλια. Ο δρόμος ύποπτος. Μία κατηφόρα, μετά άλλη πιο σαθρή, μετά κι άλλη. Η Jo αρχίζει να γλιστράει. Χτυπάνε καμπανάκια στο κεφάλι μου. Σβήνω τον κινητήρα, κατεβαίνουμε σιγά, με φρένο μπροστά και τον συμπλέκτη να κρατά πίσω.

Στο ποτάμι ο δρόμος είναι κομμένος. Ένας ντόπιος με κοιτά με απορία. Μου λέει να γυρίσω πίσω και να πάω προς Πίτσι, θα ακολουθήσει με το παπάκι του μηπως και χρειαστώ βοήθεια. Ξεκινάμε.

Η Jo δεν δείχνει να ζορίζεται να ανέβει τις ανηφόρες και αρχίζουμε την μία μετα την άλλη να τις ανεβαίνουμε … ο ντόπιος με το παπι δεν φαίνεται πουθενά! στο πρώτο πλάτωμα που βρίσκω σταματάω, λές να έπεσε σκέφτομαι, αφουγκράζομαι για να ακούσω το μοτερ απο το παπί τα δευτερόλεπτα περνάνε χωρίς να ακούω τίποτα … και πάνω που έχω αρχίσει να σκέφτομαι να γυρίσω πίσω να τον ψάξω νάτος εμφανίζεται …

Φτάνει δίπλα μου και τον βάζω μπροστά να μην τον έχω άγχος και ήταν η τελευταία φορά που τον είδα  …

Στα μέσα μιας απότομης ανηφόρας, η Jo αρχίζει να ξεψυχά, έχει κουραστεί (ειχα δευτέρα). Πατάω φρένο. Δεν κρατά. Γλιστράμε πίσω. Πέφτουμε. Η Jo ξαπλωμένη με τους τροχούς προς την ανηφόρα, εγώ κουτρουβαλάω κάτω.

Δεν μπορώ να το πιστέψω. Βγάζω κράνος και γάντια. Κοιτάζω την Jo σαν να την πλήγωσα. 240 κιλά. Θα την σηκώσω; Την πιάνω από το τιμόνι. Σηκώνεται πιο εύκολα απ’ όσο περίμενα.

Ξαναγλιστράει. Βάζω μπροστά, πρώτη, συμπλέκτη. Ο πίσω τροχός σπινιάρει αλλά σταματά την ολίσθηση. Την περπατάω μέχρι το τέλος της ανηφόρας. Την στηρίζω στον πλαϊνό ορθοστάτη. Μικρές ζημιές, μια στραβωμένη μανέτα συμπλέκτη και μια γρατζουνισμένη αριστερή βαλίτσα. Φτηνά τη γλιτώσαμε.

Κατεβαίνω, μαζεύω τα πράγματα και συνεχίζουμε. Ο δρόμος προς Πίτσι είναι πιο βατός. Λασπολακούβες με βατραχάκια, ένα ελάφι που πετάγεται μπροστά μας και χάνεται στην πλαγιά, ένας λαγός πανικόβλητος. Η Jo τραντάζει τη σιωπή του δάσους με τις εξατμίσεις της. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει. Εγώ δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ πολιτισμό.

Αγωνία. Κι αν με πιάσει η νύχτα εδώ πάνω; Εντάξει έχουμε νερό, έχουμε φαγητό. Θα την παλέψουμε. Η Jo δεν το βάζει κάτω. «Κάνε κουράγιο», μοιάζει να μου λέει. «Σε λίγο θα βγούμε στην άσφαλτο.»

Και βγήκαμε. Στο Πίτσι. Δύο τσοπανόσκυλα μας γαυγίζουν πίσω από έναν φράχτη, ευτυχώς δεν βγήκαν.

Χαρούμενος που τα χειρότερα πέρασαν και σαφώς σοφότερος, περνάω το χωριό Λευκάδα και φτάνω στη Μακρακώμη. Ανεφοδιάζω την Jo.

Η συνέχεια μας βρίσκει στην εθνική. Περνάμε την Λαμία και σταματάμε στον σταθμό της Αταλάντης. Εκεί, καταβροχθίζουμε το δεύτερο σάντουιτς της ημέρας και τα τελευταία μπισκότα, η Jo είναι ακόμα χορτάτη από το προηγούμενο γεύμα.

Λίγο μετά τις 12, φτάνουμε στο σπίτι. Η Jo μας έφερε πίσω, κρατώντας έναν ήρεμο ρυθμό.

Την χάιδεψα. Την καληνύχτισα. Της υποσχέθηκα να μην την ταλαιπωρήσω έτσι ξανά. Την άφησα να ξεκουραστεί.

Εγώ; Πήγα κι αφέθηκα στην πιο γλυκιά αγκαλιά που με περίμενε στο σπίτι.

Χαμένοι στις πλαγιές του Πάρνωνα

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Την εκδρομή την κανόνισε ο Θανάσης, είχε στο μυαλό του να επισκεφτούμε κάποια χωριά στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο. Το ραντεβού ήταν μετά τα διόδια της Ελευσίνας, αλλά όπως πάντα, άργησα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και αποφασίσαμε να βρεθούμε στα ΣΕΑ Σπαθοβουνίου.

Ξεκίνησα λίγο αγχωμένος, αλλά η Τζό (Royal Enfield Super Meteor 650) με έβαλε σε τάξη. Τα χιλιόμετρα της εθνικής μέχρι το Σπαθοβούνι πέρασαν γρήγορα , Η Τζό τα κατάπινε χωρις πρόβλημα μόνο ο αέρας ήταν λιγο ενοχλητικός, τίποτα άλλο.

Στα ΣΕΑ, βρήκα τα παιδιά να πίνουν καφέ: ο Θανάσης με το Continental 650 και ο Θάνος με το Triumph Speed Twin. Πήρα και εγώ ένα καφεδάκι και πιάσαμε κουβέντα για το πλάνο. Το πρόγραμμα του Θανάση έμοιαζε φιλόδοξο, και εκεί πετάγεται ο Θάνος:
«Δεν έχω πάει ποτέ στον Κοσμά. Ούτε έχω δοκιμάσει το φημισμένο γαλακτομπούρεκο …»

Δανειστήκαμε και τελικά αγοράσαμε έναν χάρτη και σχεδιάσαμε μια διαδρομή προς Κοσμά, περνώντας κι από κάποια άλλα χωριά που θέλαμε να δούμε. Αφήνουμε πίσω μας την Εθνική στην έξοδο για Ναύπλιο και από εκεί τραβάμε προς Άστρος μέσω Άργους. Οι δρόμοι γνωστοί, οικείοι .

Ξεκινάμε την ανάβαση προς τον Πλάτανο. Η διαδρομή πανέμορφη, με στάσεις για φωτογραφίες, τσιγάρο (Θανάσης) και κουβέντα. Λίγο πιο κάτω, βλέπουμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με σκασμένο λάστιχο, σταματήσαμε, το αλλάξαμε (μάς πήρε μερικά λεπτά) και συνεχίσαμε.

Στον Πλάτανο κάτσαμε στον ξενώνα Άννα, και πριν το πολυσκεφτούμε είχαν παραγγελθεί ομελέτες και λουκάνικα τα οποία καταβροχθίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και στην συνέχεια κουβεντούλα με συνοδεία καφέ. Πανέμορφο χωριό, το φαγητό καταπληκτικό αλλά η ώρα περνάει και εμείς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.

Συνεχίζουμε, περνάμε Σίταινα και Καστανίτσα, και βουτάμε κυριολεκτικά στον καταπράσινο Πάρνωνα, κάνοντας τις απαραίτητες στάσεις για φωτογραφίες και να θαυμάσουμε το τοπίο. Κανένα σήμα στο κινητό. Ούτε GPS. Ευτυχώς είχαμε τον χάρτη. 

Αναγκαστική στάση, άνοιγμα του χάρτη και τελικά ανακαλύψαμε ότι κατευθυνόμασταν λάθος …

Είχαμε πάρει πορεία βόρεια, προς Βαμβακού, ενώ στόχος ήταν ο Νότος ο Κοσμάς.

Ο Θάνος είχε αγχωθεί ότι χαθήκαμε, ο Θανάσης σκεφτόταν την αυτονομία της μηχανής του, η Τζό μου “έκλεινε” το ένα της μάτι σαν να μου έλεγε μην ανησυχείς το έχω …

Πήραμε τα πίσω μπρός και καταλήξαμε στα Τσίντζινα (Πολύδροσο), για καφέ στο «Κουκουνάρι». Εκεί μάθαμε πως ο δρόμος για τον Κοσμά είναι κακός χωματόδρομος. Το επιβεβαίωσε μετά απο τηλεφωνική επικοινωνία και ο Μανώλης από τη Μοτοπαρέα Λεωνιδίου.

Ο Θάνος δεν ήθελε να ταλαιπωρήσει το Triumph και έτσι εγκαταλείψαμε την προσπάθεια. 

Σχεδιάσαμε νέα διαδρομή με τη βοήθεια των ντόπιων και κινηθήκαμε προς Σπάρτη. Φτάσαμε ενώ είχε πέσει το σκοτάδι και ψάχναμε βενζινάδικο. Ξεδιψάσαμε τα “άτια” μας και ξεκινήσαμε την επιστροφή από την επαρχιακή οδό  Σπάρτης – Τρίπολης.

Τα πρόσθετα φώτα που έχω στην Τζο έκαναν εξαιρετική δουλειά – δεν τύφλωναν και φώτιζαν σωστά. Απο τις λίγες φορές που μπορώ να πώ ότι έβλεπα την νύχτα !!!

Μεγάλη διαφορά στον φωτισμό σε σύγκριση με τις αλλες μηχανές της παρέας.

Εν τω μεταξύ η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει και όσο πλησιάζαμε προς την Τρίπολη έπεφτε όλο και πιο πολύ . Από τη ζέστη της μέρας, περάσαμε στο τσουχτερό κρύο.
Ο Θανάσης πέρασε μπροστά μιας και είχε αναλάβει την διατροφή μας και μας οδήγησε στην Κερασίτσα, στο μαγαζί «Ρίγανη», να ζεσταθούμε λίγο και να φάμε κάτι.

Στην Εθνική οδό, μέχρι την Κόρινθο, πραγματικά παγώσαμε, νομίζω ότι μόνο μέσα στα τούνελ έκανε ζέστη,  το να περάσουμε απο το Σπαθοβούνι ήταν μαρτυρικό, η υγρασία και η παγωνιά έκανε τα χιλιόμετρα να φαίνονται διπλά. Όσο πλησιάζαμε την Αθήνα, η θερμοκρασία ανέβηκε λίγο και έκανε την διαδρομή υποφερτή.Χωριστήκαμε με τον Θάνο στα διόδια της Ελευσίνας. Ο Θανάσης κι εγώ συνεχίσαμε μαζί.


Ο Πάρνωνας μάς άφησε εκκρεμότητες. Μας μάγεψε.
Θα επιστρέψουμε.

«Chunky» Gets Tested (BMW R850GS)

The Curse of Time

In most fairytales, there’s a dragon. In Chunky’s case, it’s her age.

It’s rare to find an older bike where the previous owner genuinely tried to keep it like new. Usually, they keep it looking decent, do the bare minimum for maintenance, and fix things only when they break. Preventative replacements? Almost never.

Suspension? Rarely new. At best, maybe a rebuilt shock. Spring upgrades? Not even discussed, the mindset is, “these things never break.” And with the Telelever front end, many believe it doesn’t need replacement at all. Wrong assumptions about what the fork does or doesn’t do.

Wiring and hoses? That’s usually chaos. “If it hasn’t failed, don’t touch it” even if the wiring harness is already falling apart.

Buying an older bike, you know you’re in for a rebuild. How deep that goes depends on how much trust you want to feel when riding. Often, the cost ends up higher than the purchase price. And since you’ll never get that money back, most people just give up: “not worth it.”


What It’s Been Like Together

That’s kind of how things are between me and Chunky, torn between what I should do, what I want to do, and the way I’ve imagined her in my head.

After every major change, I take her out for a ride. This time, I replaced the front shock, rebuilt the rear, synced the throttle bodies, adjusted them, and swapped in injectors from a 1200.

The improvement in handling is clear even though I haven’t nailed the settings yet. The damping works much better you can feel the wheels connected to the road.


First Stop: Psatha

The route was familiar old national road toward Thiva, then through Agia Sotira to Psatha. I stopped now and then for pictures or just to take in the view.

I’m happy with the new front shock. The rear is better than before, but the difference between the two is obvious. Chunky rides well, perfect for flowing country roads. She doesn’t like sudden gear changes, luckily she’s got torque so you don’t have to shift often.

After about 3,000 km together, her main drawback is still her weight. You feel it every time you stop.


A Surprise Dirt Road

Just before Psatha, I pulled over at a clearing. I spotted a dirt road disappearing into the distance. Didn’t take long to decide I had to check it out, and see how Chunky handles off-road.

With the fresh suspension, I felt secure. But if she starts to tip, you’ll need strength and sweat to get her upright again. Her balance is excellent, and at low speeds she tackles obstacles with ease. While you’re riding, you don’t feel her weight. It’s only when you put a foot down that you remember why you called her “Chunky.”

The road sloped downhill, and the rain had carved it up. Washout after washout but she held her ground like a lady. Her “high heels” (the dual-purpose tires) handled it well, even though they’re not full off-road.

I thought the road would lead to a quiet beach—instead, it popped out onto the paved road to Porto Germeno. So I turned around and took the same dirt path back. Thanks to the short first gear and strong torque, climbing back up was a breeze, no clutch slipping needed.


A Breather at Psatha, Twists Toward Schinos

We chilled on Psatha beach for a breather, then continued toward Schinos through Alepochori. The road there is twisty with good asphalt, a great setup for Chunky to show her other side. She’s a joy in tight corners. She’s got the handling but no growl to stir your soul, another one of her weak points, maybe.


Stop at Pisia – and a Small Climb

Just before Pisia, we saw a slightly muddy incline. We stopped. I looked her in the eye, well in her one and only eye (headlight) and asked her, “What do you think?” She answered, “Let’s go.”

Second gear, and we climbed it like it was nothing. I’d planned to go up and come right back down, but the trail looked too interesting. A little further, then a little more, chasing the perfect photo spot… and eventually, we popped out onto the tarmac just before Perachora.


Heraion – Melagavi – and the Way Back

We kept going toward Lake Vouliagmeni, then visited the Heraion archaeological site and the Melagavi lighthouse. I left Chunky parked and walked the site. I’d have never visited it before, totally worth it.

She waited patiently. The ride to Loutraki was beautiful. We found a good rhythm, stopping only for a few photos.


The Verdict

The BMW R850GS reveals its strengths on the open road. It keeps a steady pace without demanding much from the rider. It still has plenty to offer despite its age. As long as you give it the care it needs.

And that’s when the questions start creeping in: Is it worth pouring more money into her, or is it time to let go? Is she a bottomless pit, or a worthy partner, one who gives back as much as you give?

“Chunky” – A BMW R850GS in My Hands

It’s often hard to stay objective—especially when emotion, logic, and personal experience get tangled up. And when it comes to motorcycles, things get even messier.

There was nothing logical about buying the BMW R850GS (which, due to its weight, I’ll refer to as “Chunky”). There was no real need, no practical reason. Just a deep, long-standing desire to own one—without even knowing what it could offer me.

Until 2019, before a trip to Turkey, I had my mind set on the BMW R80GS. But its weak brakes and high price held me back. Around that time, the Moto Guzzi V85TT appeared, which I saw as a modern-day R80GS, but its cost was just too much. That’s when the R850GS caught my eye.

The years went by with a few failed attempts to get one—until, out of the blue, I came across a slightly used Moto Guzzi V85TT. I bought it, rode it a lot, and quickly realized that despite its charm, the Italians had rushed it to market without ironing out the model’s issues.

The Guzzi went, but the desire for the BMW stayed. After some nudging from friends and a few sleepless nights of internal debate, I made the decision. I found an R850GS in decent shape, and after an intense negotiation with my beloved wife aka the “Minister of Finance” (who initially reacted strongly), the deal was finally approved—somewhere between strike threats and the declaration, “I’m not washing another dish unless there’s hot water!”


First Impressions & Riding

Chunky’s first big ride was a trip to Thessaloniki to get a set of Motoz Tractionator GPS tires—and to see how she handles on the highway (and meet up with a few buddies).

The highway ride instantly highlighted her strengths: effortless on long hauls, rock-solid at high speeds, and largely unaffected by crosswinds. At 150 km/h she cruises without a fuss, and a small visor added above the stock windscreen made a noticeable difference in wind protection.

She gives you the feel of a bike with a long wheelbase but with the agility of a shorter one—and with a handlebar that turns a lot. That takes some getting used to, along with the vague feedback from the front wheel.

The second ride took us through country roads and a bit of off-road to see how she handles outside the highway. The route included the old national road, passes through Loutra Oraias Elenis, Athikia, Agionori, Ligourio, Kranidi, and Ermioni, then on through Lemonodasos, Galatas, Epidaurus and back—with junior tagging along until we reached Kineta. The roads were twisty, the scenery beautiful, and Chunky seemed to enjoy every single curve. Her suspension, though tired, did its best to keep up.

The trip began with a hearty breakfast—Chunky filled up on regular gas. A few hours later, I found myself on a bench near a souvlaki joint at the port of Koilada, enjoying my meal with a view of the boats. I could feel her one big square headlight staring at me—as if to say, “Seriously? Not even a bite for me?” But let’s be honest, she was still digesting her own breakfast.

The Motoz Tractionator GPS tires performed great on the road, with solid grip and confidence through turns. On loose gravel they didn’t seem bothered, and they handled early morning moisture well—considering their design.


Technical Notes & Issues

On the way back from Thessaloniki, we hit the first “bug.” It was December, temperatures were in the single digits, and suddenly there was a loud hum—like the sound of tires on rough pavement. Turned out the speedo cable needed lubrication where it connects to the gauge—a common issue in cold weather, as we later read.

On the second ride, a new problem showed up: an annoying rattle that got worse on bumpy roads. When George took her for a spin, he realized the noise disappeared if you were standing on the pegs—not sitting on the seat. A bit of lube on the subframe bolts fixed it for now, but it’ll need monitoring.

She might be a bit of a diva, but Chunky is also sensitive. She needs her lube—otherwise she creaks and complains like a neglected lover.


Weaknesses I’ve Noticed So Far

Fuel tank capacity: Even though it’s a 24-liter tank, only about 20 are usable because there’s no communication between the tank’s two sides. There are some DIY fixes to access another 3 liters, but if that’s still not enough, the 30-liter tank from the R1150GS Adventure is the only real solution.

Lighting: Her cyclopean look isn’t just an aesthetic issue—it’s a functional one too. The single square headlight barely lights the road at night, making nighttime rides feel like a journey “toward the light”—just with the hope it’s not your last one. A wiring upgrade and a headlamp upgrade is a must.

Suspension: While stable overall, the suspension’s definitely showing its age, especially on rough roads.

Engine performance: After trying George’s R1100GS, I noticed its engine runs smoother. That either means mine isn’t running quite right, or all the hype about the smoother performance of the smaller 850 engine was just talk.

Weight: There’s no workaround here—you just have to get used to it.


Initial Comparison with the Moto Guzzi V85TT

On the highway, the R850GS is more stable and fuel-efficient (6–6.5 L/100km), while the Guzzi guzzles more (8–9 L/100km).

On country roads though, the Guzzi fights back—it’s easier to get 4 L/100km if you take it easy, and it’s noticeably lighter when stationary. That said, it has a higher center of gravity, and once moving, I’d say the R850GS actually feels lighter. Plus, Chunky gives you more confidence in the corners—and unlike the Guzzi, she doesn’t throw a tantrum when she gets hot.


Where We Stand So Far…

Even though she’s Bavarian, and might bring to mind red leather lingerie and whips, the truth is, Chunky’s nothing like that. She’s more like a cold English aristocrat—everything by the book, keeping her distance. Her engine and exhaust note don’t excite you, but they don’t wear you out on long trips either. She’s comfortable, relaxing—but we haven’t truly clicked yet. We’re not at that point where I feel she was made just for me.

She may be dressed in red, looking ready for passion and adventure, but in reality, she’s reserved and proper. Like she’s waiting for the right dance partner to finally let loose on the open road.

Maybe, with time, as I get to know her better and she adapts to my hands, things will change. Maybe the cold-hearted countess will start to melt…


To be continued…
(Next episode: the first repairs and upgrades)

Η «Στρουμπουλή» δοκιμάζεται (BMW R850GS)

Ο δράκος της παλαιότητας

Στα περισσότερα παραμύθια υπάρχει κι ένας δράκος. Στην περίπτωση της «στρουμπουλής», αυτός είναι η ηλικία της.

Δύσκολα βρίσκεις ώριμη μοτοσυκλέτα όπου ο προηγούμενος ιδιοκτήτης να έχει προσπαθήσει πραγματικά να τη διατηρήσει σαν καινούργια. Συνήθως την κρατάνε εμφανίσιμη, τη συντηρούν στα βασικά, και αν κάτι χαλάσει, το φτιάχνουν. Προληπτικές αντικαταστάσεις; Σπάνια.

Αναρτήσεις; Σπανίως καινούργιες. Στην καλύτερη, ίσως επισκευασμένο το υδραυλικό ενός αμορτισέρ. Αλλαγή ελατηρίων; Εκτός κουβέντας — κυριαρχεί η λογική «αυτά δεν παθαίνουν τίποτα». Και λόγω του telelever μπροστινού, πολλοί πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται αντικατάσταση. Λάθος εντυπώσεις για το τι κάνει και τι δεν κάνει το πιρούνι.

Καλωδιώσεις και σωληνώσεις; Εκεί επικρατεί χάος. «Αφού δεν χάλασε, μην το πειράζεις» — ακόμη κι αν η πλεξούδα έχει αρχίσει να μαδάει.

Αγοράζοντας μια παλιά μοτοσυκλέτα, ξέρεις ότι πας για ανακατασκευή. Το πόσο εκτεταμένη θα είναι εξαρτάται από το πόση εμπιστοσύνη θέλεις να νιώθεις πάνω της. Συχνά, το κόστος της υπερβαίνει την αρχική τιμή αγοράς. Και επειδή τα λεφτά αυτά δεν πρόκειται να τα πάρεις πίσω, πολλοί απλώς παραιτούνται: «δεν αξίζει».


Η δική μου συμβίωση

Κάπως έτσι είναι και η δική μου ιστορία με τη «στρουμπουλή» — ανάμεσα σε «πρέπει» και «θέλω», και στο πώς την έχω φανταστεί.

Μετά από κάθε μεγάλη αλλαγή, της κάνω μια βόλτα. Αυτή τη φορά, άλλαξα το μπροστινό αμορτισέρ, επισκεύασα το πίσω, έκανα συγχρονισμό στα σώματα ψεκασμού, ρύθμισή τους, και έβαλα μπεκ από το 1200.

Η διαφορά στο πάτημα είναι αισθητή, παρόλο που δεν έχω βρει ακόμα τις σωστές ρυθμίσεις. Οι αποσβέσεις δουλεύουν πολύ καλύτερα — νιώθεις τους τροχούς να ακολουθούν το δρόμο.


Πρώτη στάση: Ψάθα

Η διαδρομή γνώριμη: παλιά Εθνική προς Θήβα και μετά, από την Αγία Σωτήρα προς Ψάθα. Σταματάω πού και πού για φωτογραφίες ή για να χαζέψω το τοπίο.

Είμαι ικανοποιημένος από το νέο μπροστινό. Το πίσω δουλεύει καλύτερα από πριν, αλλά η διαφορά σε σχέση με το μπροστινό είναι εμφανής. Η «στρουμπουλή» έχει ωραίο πάτημα, ιδανική για επαρχιακούς με ροή. Δεν της αρέσουν οι απότομες αλλαγές ταχυτήτων — ευτυχώς έχει ροπή, και δεν χρειάζονται συχνές αλλαγές.

Μετά από περίπου 3000 χλμ μαζί, το βασικό της μειονέκτημα είναι το βάρος. Κάνει αισθητή την παρουσία του κάθε φορά που σταματάς.


Χωματόδρομος στα ξαφνικά

Λίγο πριν την Ψάθα, σταματώ σε ένα πλάτωμα. Βλέπω έναν χωματόδρομο να χάνεται στο βάθος. Δεν μου πήρε πολύ: μπαίνω μέσα για να δω πού βγάζει — και να δοκιμάσω πώς συμπεριφέρεται η «στρουμπουλή» στο χώμα.

Με τις φρεσκαρισμένες αναρτήσεις, νιώθω ασφάλεια. Αν όμως αρχίσει να γέρνει, χρειάζεται γυμνασμένο κορμί και ιδρώτα για να τη σηκώσεις. Έχει πολύ καλό ζύγισμα και στις χαμηλές στροφές περνά εμπόδια με άνεση. Όσο είσαι πάνω της, δεν καταλαβαίνεις το βάρος. Μόνο αν πατήσεις κάτω — τότε σου θυμίζει γιατί την φώναξες «στρουμπουλή».

Ο δρόμος κατηφορίζει και οι βροχές τον έχουν σκάψει. Το ένα νεροφάγωμα διαδέχεται το άλλο, αλλά εκείνη στέκεται κυρία. Οι «τακουνάτες γόβες» της (τα ελαστικά) τα καταφέρνουν καλά παρότι μεικτής χρήσης.

Πίστευα ότι ο δρόμος θα οδηγεί σε μια ήσυχη παραλία. Αντ’ αυτού, έβγαλε στον ασφαλτόδρομο για Πόρτο Γερμενό. Αναστροφή και επιστροφή από τον ίδιο χωματόδρομο. Η κοντή πρώτη σχέση και η ροπή κάνουν τις ανηφόρες παιχνιδάκι — ο συμπλέκτης δεν χρειάζεται καθόλου πατινάρισμα.


Ανάσες στην Ψάθα, στροφές προς Σχίνο

Μετά από λίγο, καθόμαστε στην παραλία της Ψάθας για μια ανάσα. Συνεχίζουμε προς Σχίνο, περνώντας από το Αλεποχώρι. Ο δρόμος, στριφτερός με καλή άσφαλτο, φέρνει στο φως το άλλο πρόσωπο της «στρουμπουλής». Απολαυστική στο σφιχτό στροφηλίκι. Μόνο που της λείπει η ηχητική υπόκρουση — ίσως άλλο ένα από τα μειονεκτήματά της.


Στάση στα Πίσια – και μια ανηφορίτσα

Λίγο πριν τα Πίσια, βλέπουμε μια ελαφρώς λασπωμένη ανηφόρα. Σταματάμε. Την κοιτάζω στο μοναδικό της μάτι και ρωτάω: «τι λες;» Μου απαντά: «πάμε».

Με δευτέρα στο κιβώτιο, την ανεβαίνουμε λες και δεν υπήρχε. Είχα σκοπό να ανέβω και να ξανακατέβω, αλλά η διαδρομή έμοιαζε ενδιαφέρουσα. Όλο λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, για μια ωραία τοποθεσία για φωτογραφία… και τελικά βγήκαμε στην άσφαλτο λίγο πριν την Περαχώρα.


Ηραίον – Μελαγκάβι – και επιστροφή

Συνεχίσαμε προς Λίμνη Βουλιαγμένης, τον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου και τον φάρο Μελαγκάβι. Άφησα τη «στρουμπουλή» στο πάρκινγκ και περπάτησα στον χώρο. Δεν είχα ξαναπάει — αξίζει.

Με περίμενε στωικά. Η διαδρομή προς Λουτράκι ήταν όμορφη. Πιάσαμε καλό ρυθμό, σταματώντας μόνο για μερικές φωτογραφίες.


Συμπέρασμα

Το BMW R850GS ξεδιπλώνει τις αρετές του στον δρόμο. Κρατάει ρυθμό χωρίς να ζητάει πολλά από τον αναβάτη. Έχει να προσφέρει πολλά — παρά τα χρόνια του. Αρκεί να του δώσεις τη φροντίδα που του πρέπει.

Και τότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι: αξίζει να συνεχίσω να ρίχνω λεφτά πάνω της ή να την αποχωριστώ; Είναι, άραγε, ένα βαρέλι δίχως πάτο; Ή είναι τελικά ένας καλός σύντροφος, που όσο τον φροντίζεις, τόσο σου το επιστρέφει;

Η «Στρουμπουλή» – Μια BMW R850GS στα χέρια μου

Πολλές φορές είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός, ιδιαίτερα όταν μπλέκονται το συναίσθημα, η λογική και οι εμπειρίες μας. Και όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο…

Δεν υπήρχε λογική στην αγορά της BMW R850GS (την οποία, λόγω βάρους, θα αποκαλούμε «Στρουμπουλή»). Δεν υπήρχε ανάγκη, ούτε κάποιο πρακτικό επιχείρημα. Υπήρχε μόνο ένας διακαής πόθος να την αποκτήσω εδώ και χρόνια, χωρίς καν να ξέρω τι θα μπορούσε να μου προσφέρει.

Μέχρι το 2019, πριν από ένα ταξίδι στην Τουρκία, το BMW R80GS ήταν στο μυαλό μου. Ωστόσο, οι αδύναμες επιδόσεις των φρένων και η υψηλή τιμή του με κράτησαν πίσω. Εκείνη την περίοδο, εμφανίστηκε το Moto Guzzi V85TT, το οποίο έβλεπα σαν ένα σύγχρονο R80GS, αλλά το κόστος του ήταν απαγορευτικό. Έτσι, έπεσε στην αντίληψή μου το R850GS.

Τα χρόνια πέρασαν με κάποιες άκαρπες προσπάθειες απόκτησής του, μέχρι που βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου ένα ελαφρώς μεταχειρισμένο Moto Guzzi V85TT. Το απέκτησα, το οδήγησα αρκετά και σύντομα κατάλαβα πως, παρά τη γοητεία του, οι Ιταλοί το είχαν βγάλει στην αγορά λίγο βιαστικά, χωρίς να λύσουν όλα τα προβλήματα του μοντέλου.

Το Guzzi έφυγε, αλλά ο πόθος για το BMW παρέμενε. Έπειτα από λίγο «μαρκάρισμα» από φίλους και έναν εσωτερικό διάλογο που περιλάμβανε πολλές νύχτες αγρύπνιας, η απόφαση πάρθηκε. Βρέθηκε ένα R850GS σε αρκετά καλή κατάσταση και, μετά από ένα εκτενές συμβούλιο με την «υπουργό οικονομικών» (η οποία αρχικά αντέδρασε έντονα), όταν μπήκαν στο τραπέζι οι απεργιακές κινητοποιήσεις και η δήλωση ότι «δεν θα ξαναπλύνω πιάτο αν δεν έχει ζεστό νερό», τελικά το νομοσχέδιο εγκρίθηκε και υπογράφηκε!


Πρώτες Εντυπώσεις & Οδήγηση

Η πρώτη μεγάλη βόλτα της «Στρουμπουλής» έγινε με ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την τοποθέτηση ελαστικών Motoz Tractionator GPS και με την ευκαιρία να δω πώς συμπεριφέρεται στην εθνική, αλλά και να συναντήσω κάποια φιλαράκια…

 Η διαδρομή στην εθνική ανέδειξε αμέσως τα δυνατά σημεία της, ακούραστη στα πολλά χιλιόμετρα, απόλυτα σταθερή στις υψηλές ταχύτητες και σχεδόν αδιάφορη απέναντι στους πλευρικούς ανέμους. Στα 150 km/h ταξιδεύει χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, ενώ ένα μικρό φρυδάκι πάνω από την εργοστασιακή ζελατίνα βελτίωσε την αεροδυναμική άνεση.

Σου δίνει την σταθερή αίσθηση μοτοσυκλέτας με μακρύ μεταξόνιο και παράλληλα την ευελιξία μοτοσυκλέτας με κοντό μεταξόνιο με ενα τιμόνι που κόβει πάρα πολύ, αυτό σε μπερδεύει λίγο στην αρχή μαζί με το γεγονός ότι δεν έχεις επαρκή πληροφόρηση απο το μπροστινό τροχό.

Η δεύτερη βόλτα της έγινε σε επαρχιακούς δρόμους και λίγο χώμα, για να δω πώς συμπεριφέρεται εκτός αυτοκινητοδρόμου. Η διαδρομή περιλάμβανε την παλιά εθνική οδό, περάσματα από Λουτρά Ωραίας Ελένης, Αθίκια, Αγιονόρι και Λυγουριό, Κρανίδι και  Ερμιόνη και στην συνέχεια Λεμονοδάσος, Γαλατά, Επίδαυρο και πίσω, με την συνοδεία του τζούνιορ μέχρι την Κινέτα . Ο δρόμος ήταν φιδίσιος, τα τοπία πανέμορφα και η «Στρουμπουλή» έδειχνε να απολαμβάνει κάθε στροφή. Οι αναρτήσεις της, αν και κουρασμένες, προσπαθούσαν να κάνουν το καθήκον τους.

Το ταξίδι ξεκίνησε με ένα γενναίο πρωινό που απόλαυσε η «Στρουμπουλή», γεμίζοντας το ρεζερβουάρ της με απλή βενζίνη. Λίγες ώρες αργότερα, καθισμένος σε ένα παγκάκι απέναντι από ένα σουβλακοπωλείο στο λιμάνι της Κοιλάδας με θέα τις βάρκες και απολαμβάνοντας ένα σουβλάκι, ένιωθα το ένα και μοναδικό τετράγωνο μάτι της να με κοιτάζει. Ήταν σαν να διαμαρτυρόταν που δεν μοιραζόμουν το γεύμα μου μαζί της. Αλλά αυτή δεν είχε χωνέψει ακόμα το πρωινό της οπότε έμεινε με την όρεξη…

Τα Motoz Tractionator GPS έδειξαν εξαιρετική συμπεριφορά στον δρόμο, με καλό κράτημα και αίσθηση εμπιστοσύνης στις στροφές. Στο σαθρό χώμα δεν εδειξαν αν προβληματίζονται καθώς επίσης διαχειρίστηκαν άριστα τις πρωινές υγρασίες (με γνώμονα πάντα τον σχεδιασμό τους)


Τεχνικές Παρατηρήσεις & Προβλήματα

  • Κατά την επιστροφή από τη Θεσσαλονίκη, ανακαλύψαμε το πρώτο «bug» του μοντέλου. Ήταν Δεκέμβρης, με τη θερμοκρασία σε μονοψήφια νούμερα, όταν ξαφνικά άρχισε να ακούγεται ένα έντονο βουητό, σαν ήχος ελαστικών σε άγριο οδόστρωμα.
    • Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην ανάγκη λίπανσης του κοντέρ, εκεί όπου μπαίνει η ντίζα – κάτι που, όπως διαβάσαμε, είναι σύνηθες σε κρύο καιρό.
  • Κατά τη δεύτερη βόλτα, εμφανίστηκε ένα νέο πρόβλημα: ένας ενοχλητικός τριγμός ιδιαίτερα έντονος όταν περνούσα πάνω από ανωμαλίες.
    • Σε δοκιμή που τις έκανε ο Γιώργος διαπίστωσε ότι ο θόρυβος δεν ακούγεται αν είσαι όρθιος και δεν κάθεσαι στην σέλα! 
    • Με λίπανση στις επάνω βίδες του υποπλαισίου, το πρόβλημα λύθηκε προσωρινά,  θα χρειαστεί παρακολούθηση και επίλυση. 

Παρόλο που είναι βιτσιόζα, η «Στρουμπουλή» είναι και ευαισθητούλα. Και το θέλει το λιπαντικό της, αλλιώς αρχίζει να τρίζει και να διαμαρτύρεται σαν ανικανοποίητη ερωμένη…


Αδυναμίες που έχω εντοπίσει μέχρι στιγμής

  • Χωρητικότητα ρεζερβουάρ: Παρόλο που έχει 24 λίτρα, μόνο τα 20 είναι αξιοποιήσιμα, λόγω έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών του ρεζερβουαρ.  Υπάρχουν διάφορες DIY επεμβάσεις ώστε να μπορεσεις να χρησιμοποιήσεις αλλα περίπου 3 λίτρα, αλλά αν η αυτονομία δεν φτάνει, τότε το ρεζερβουάρ (30 λίτρα) απο το r1150gs adventure είναι μονόδρομος
  • Φωτισμός: Η μονόφθαλμη όψη της δεν είναι μόνο αισθητικό θέμα, αλλά και πρακτικό. Το μοναδικό της φανάρι δεν φωτίζει ικανοποιητικά τον δρόμο τη νύχτα, κάνοντας τη νυχτερινή οδήγηση μια εμπειρία τύπου «πήγαινε προς το φως», αλλά με την ελπίδα ότι δεν θα είναι το τελευταίο σου ταξίδι.
    Θα χρειαστεί επέμβαση με αλλαγή της καλωδίωσης καθώς επίσης και το να αλλάξεις το μονό τετράγωνο οφθαλμό (προβολέα) με 1 διπλό με τσακίρικο βλέμμα.
  • Αναρτήσεις: Αν και η «Στρουμπουλή» είναι σταθερή, οι αναρτήσεις της έχουν δείξει σημάδια κόπωσης, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα σε δρόμους με ανωμαλίες.
  • Λειτουργία κινητήρα: Σε δοκιμή που έκανα το r1100gs του Γιώργου διαπίστωσα οτι το μεγάλο μοτέρ έχει καλύτερη λειτουργία που σημαίνει ότι είτε το δικό μου δεν λειτουργεί σωστά είτε όλα αυτά που ακούγονταν και διάβαζα περί καλύτερης λειτουργίας του μικρού 850 μοτέρ δεν ήταν αλήθειες …
  • Το βάρος: Δεν υπάρχει κάτι να κάνεις για αυτό πέρα από το να το συνηθίσεις.

Αρχική Σύγκριση με Moto Guzzi V85TT

Στον αυτοκινητόδρομο, το R850GS είναι πιο σταθερό και οικονομικό, με κατανάλωση 6-6,5 λτ/100χλμ, ενώ το Guzzi καταναλώνει 8-9 λτ. 

Οσον αφορα τους επαρχιακούς εκεί το Guzzi παίρνει το αίμα του πίσω όσον αφορά την κατανάλωση μιας και το να δείς 4 λιτρα στα 100 είναι κάτι πολύ εύκολο αν δεν το κυνηγάς καθώς και στην αίσθηση του βάρους στατικά (είναι κάμποσα κιλά ελαφρύτερο το Guzzi) αλλά έχει πιο ψηλό κέντρο βάρους και εν κινήση μπορώ να πώ ότι το r850gs έχει ελαφρύτερη αίσθηση, επίσης η στρουμπουλή σου εμπνέει μεγαλύτερη σιγουριά και εμπιστοσύνη στις στροφές, και το βασικότερο δεν χτυπάει πυράκια οταν ζεσταθεί σε αντίθεση με το Guzzi.


Η σχέση μας μέχρι στιγμής

Παρόλο που είναι Βαυαρή στην καταγωγή, η «Στρουμπουλή» και στο μυαλό σου έρχονται εικόνες από δερμάτινα κόκκινα εσώρουχα και μαστίγια, η αλήθεια είναι πως δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Περισσότερο μοιάζει με μια Αγγλίδα ανέραστη αριστοκράτισσα, που τα κάνει όλα με το savoir vivre, κρατώντας τις αποστάσεις της. Ο ήχος από το μοτέρ ή την εξάτμιση δεν σε πορώνει, αλλά ούτε σε κουράζει στα μεγάλα ταξίδια. Είναι άνετη, ξεκούραστη, αλλά ακόμα… «δεν έχουμε ταιριάξει». Δεν έχουμε φτάσει στο σημείο που η σχέση μας θα γίνει απόλυτη, που θα νιώθω ότι είναι φτιαγμένη για εμένα.

Αν και ντύνεται στα κόκκινα και δείχνει έτοιμη για πάθη και περιπέτειες, στην πραγματικότητα παραμένει ψυχρή και συγκρατημένη. Σαν να περιμένει τον σωστό χορευτή για να αφεθεί στον ρυθμό του δρόμου…

Ίσως με τον καιρό, όταν την καταλάβω καλύτερα και εκείνη προσαρμοστεί στα δικά μου χέρια, να αλλάξουν τα πράγματα. Ίσως η ψυχρή αριστοκράτισσα να αρχίσει να λυγίζει…

Συνεχίζεται… (Επόμενο επεισόδιο: οι πρώτες επισκευές και αναβαθμίσεις).

Το στρώσιμο του Royal Enfield Himalayan 450 (μέρος πρώτο συνοδεία με ένα  BMW XR 1000)

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Όλα κάπως ξεκινούν έτσι και αυτή η βόλτα κανονίστηκε σε μια συνάντηση μοτοσυκλετιστών, ο Κώστας (XRmaniac) μου πρότεινε να πάμε μια “φωτογραφική” βόλτα, εννοείται ότι συμφώνησα αμέσως …

Ξεκινήσαμε την Κυριακή χωρίς να έχουμε βγάλει συγκεκριμένη διαδρομή αυτό που είχαμε πει είναι ότι θα πάμε προς ορεινή Ναυπακτία – Ευρυτανία.

Η συνάντηση έγινε στο γνωστό περίπτερο – Σταθμός 14 στον Σκαραμαγκά και από εκεί κατευθυνθήκαμε προς Θήβα μέσω της παλιάς εθνικής …

Ο ρυθμός μας ήταν χαλαρός μιας και το Himalayan ήταν ακόμα στο στρώσιμο …

Λίγο πρίν τις Ερυθρές σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και ρώτησα τον Κώστα αν θέλει να το δοκιμάσει και σύντομα ο Κώστας είναι μπροστά με το Himalayan και εγώ από πίσω του με το XR

Πρώτες εντυπώσεις από το BMW είναι ότι η σέλα του είναι πολύ άνετη, το μοτέρ του δυνατό και ελαστικό, τα φρένα του δυνατά  και οι αναρτήσεις σχετικά σφιχτές …

Δείχνει να είναι ένα μηχανάκι που μπορεί να καταπιεί μεγάλες αποστάσεις σε σύντομα χρονικά διαστήματα.

Θέλει προσοχή γιατί οι στροφές και τα εμπόδια έρχονται πολύ γρήγορα ….

Θέλει σύνεση …

Μου άρεσε αν και ποτέ δεν θα σκεφτόμουν την απόκτηση του …

Πάντως για αυτούς που μπορούν να το κουμαντάρουν είναι μια καλή ταξιδιωτική επιλογή …

Με μια σύντομη στάση για τσιγάρο για τον Κώστα και πριν το καταλάβουμε έχουμε φτάσει Ιτέα όπου κάνουμε στάση για ανεφοδιασμό των μηχανών και να πιούμε ένα καφέ εμείς …

Η διαδρομή μέχρι την Ιτέα ήταν λίγο αγχωτική λόγω του XR δεν μπορώ να πώ ότι την απόλαυσα ιδιαίτερα, αλλά σίγουρα ήταν μια καλή εμπειρία …

Το να πιάσεις τριψήφιες ταχύτητες που ξεκινούν από 2 είναι πανεύκολο και έρχεται πολύ γρήγορα και χωρίς να το καταλάβεις η να προβληματιστείς μέχρι να δεις το κοντέρ …

Καφεδάκι λοιπόν και κουβεντούλα στην Ιτέα για καμία ώρα σχεδόν και στην συνέχεια κατευθυνθήκαμε προς Γαλαξίδι και λίγο πριν φτάσουμε ανεβήκαμε προς Πεντεόρια όπου ο Κώστας ξεσάλωσε το XR ακούγονταν παντού στην γύρω περιοχή ….

Επόμενη στάση στο φράγμα του Μόρνου όπου μας έκανε αρνητική εντύπωση η πολύ χαμηλή στάθμη του νερού …

Περάσαμε το Ρέρεσι την Λιμνίτσα και φτάνοντας στην Άνω Χώρα κάναμε ένα λάθος και κατευθυνθήκαμε προς Ελατού και από εκεί στην Τερψιθέα όπου κάναμε στάση για να ξεκουραστούμε λίγο και να δούμε και λίγο την διαδρομή …

Τελικά επιστρέψαμε προς Άνω Χώρα και επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η παράδοση του να χαθούμε και να κάνουμε και κάνα κύκλο …

Συνεχίζουμε προς Αμπελακιώτισσα, Περδικόβρυση όπου είδαμε ότι και στο φράγμα του Ευήνου η στάθμη του νερού ήταν πολύ χαμηλή …

Στην συνέχεια περάσαμε από Κλεπά, Αράχοβα και σταματήσαμε στην Δομνίστα για φαγητό μιας και είχε περάσει λίγο η ώρα και τα στομάχια μας είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται …

 Ο δρόμος σε κάποια σημεία ήταν σχετικά καλός και σε κάποια αλλά απλά ανύπαρκτος ….

Βέβαια δεν προβληματιστήκαμε κάπου μίας και τα χωμάτινα κομμάτια ήταν βατά από οποιαδήποτε μηχανή …

Αφού ξεκουραστήκαμε και χορτάσαμε την πείνα και την δίψα μας στην Δομνίστα, αποφασίσαμε να πάμε προς Προυσό, θέλαμε να περάσουμε και από τα Φιδάκια αλλά δεν μας έπαιρνε η ώρα …

Αφεθήκαμε στην όρεξη των google maps να μας κατευθύνει προς τα εκεί γνωρίζοντας ότι σίγουρα θα έχουμε “easter eggs”, περάσαμε απο το Κρίκελλο την Ανιάδα, συναντήσαμε ενα κοπάδι απο αιγοπρόβατα όπου τα τσοπανάσκλυλα ήθελαν να πιάσουν φιλίες και να παραβγούμε στο τρέξιμο, αυτά τα καταπληκτικά ζωάκια μην δουν ξένο αμέσως να του δείξουν πόσο φιλόξενα είναι και να τον συνοδεύσουν για κάποια απόσταση για να βεβαιωθούν οτι δεν θα χαθεί …

Ευτυχώς δεν είχαμε παρατράγουδα και πιο γρήγορος αποδείχθηκα και δεν χάθηκα το ίδιο και ο Κώστας αν και τα είχα τραβήξει όλα πάνω μου …

Ενδιάμεσα σταματούσαμε και για καμιά φωτογραφία και φτάνοντας στο Κλαυσί μας πέρασε μέσα από κάτι σοκάκια και κάτι δρομάκια και μας έβγαλε στον δρόμο από Καρπενήσι προς Προυσό …

Ο Κώστας είχε μια ανησυχία σχετικά με το αν θα του φτάσει η βενζίνη, το Himalayan από την άλλη είναι πάρα πολύ φιδολό σε αυτές τις συνθήκες …

Πηγαίνοντας πάρα πολύ χαλαρά φτάσαμε στο Θέρμο αφού περάσαμε από Λαμπίρη και κάναμε και μια στάση στην Καλλιθέα όπου ανεφοδιάσαμε τα αγέρωχα άτια μας και με την ευκαιρία λάδωσα λίγο και την αλυσίδα του Enfield.

Αν θυμάμαι καλά το Enfield πήρε 8,5 λίτρα ενώ το BMW 15.5 για την ίδια διαδρομή ….

Τα πολλά άλογα θέλουν τάισμα …

Φτάνουμε στην πλατεία του Θερμού αφου πρώτα κάνουμε μια στάση για φωτογραφίες στο μνημείο πεσόντων αεροπόρων …

Στην πλατεία του Θερμού κάτσαμε για το τελευταία στάση της βόλτας και για να πιούμε ένα καφεδάκι και να ξεκουραστούμε λίγο πριν ξεκινήσουμε την επιστροφή μας …

Μας είχε πιάσει και το βράδυ πλέον …

Στην συνέχεια ο Κώστας μας οδήγησε από το Θέρμο στην Ναύπακτο  αφού περάσαμε και από την γέφυρα Μπάνια …

Το XR έχει πιο δυνατά φώτα και μου είναι πιο εύκολο να τον ακολουθώ είχε αρχίσει και η κούραση να μαζεύεται …

Φτάνουμε Ναύπακτο, περνάμε την γέφυρα του Ριου-Αντιρίου και από εκεί πιάνουμε την εθνική οδό και χωρίς άλλη στάση φτάσαμε στην Αθήνα και αφού χαιρετιστήκαμε ο καθένας κατευθύνθηκε προς τα σπίτι του,  ο Κώστας βέβαια έκανε άλλη μια στάση για να πλύνει την κούκλα του πρώτα …

Το Himalayan βρίσκεται στο στοιχείο του σε επαρχιακούς και ορεινούς δρόμους όποια και αν είναι η κατάσταση τους η αν δεν υπάρχουν καν …

Τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης δείχνουν να είναι αρκετά καλά και δεν προβληματίζουν κάπου…

Η κατανάλωση του απλά δεν παίζεται …

Το μοτέρ του είναι ζωντανό αφού ξεπεράσεις τις 3000 στροφές …

Στην εθνική ταξιδεύει με 120 χωρίς να ζορίζεται ενώ μπορεί να κρατήσει και υψηλότερες ταχύτητες χωρίς εμφανές πρόβλημα …

Αν ήταν λίγο πιο άνετη η σέλα του …

Θα καταντήσουμε φακίριδες στο τέλος …

Σε γενικές γραμμές παίρνεις ένα πολύ καλοστημένο σύνολο σε πάρα πολύ καλή τιμή .

Ένα μηχανάκι να ξεκινήσεις την επόμενη μέρα τον γύρο του κόσμου …

Για τον Κώστα τι να πώ, καταπληκτικός Άνθρωπος, παλιός μοτοσυκλετιστής, φωτογράφος και ταξιδευτής …

Έλαμπε κάθε φορά όταν σταματάγαμε και μιλούσε με την οικογένεια του (γιορτή του πατέρα)…

Ήταν τιμή μου που μοιραστήκαμε αυτό το οδοιπορικό …